Στο greek-observatory και τις Ειδήσεις Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ

Τα στοιχειωμένα κάστρα της Ελλάδας – Το Κάστρο του Ρίου (Μέρος ΣΤ)…

Το 1932, ο Χρήστος Αγγελομάτης, συγγραφέας και δημοσιογράφος της εφημερίδας «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», δημοσίευσε μια σειρά άρθρων, με θέμα «Τα στοιχειωμένα κάστρα της Ελλάδας».

Αυτό είναι το έκτο άρθρο της σειράς, στην οποία ξετυλίγεται,με συγκλονιστικές λεπτομέρειες, η μοναδική ιστορία του στοιχειωμένου Κάστρου του Ρίου.

Ιδού, λοιπόν, η συνέχεια της ιστορίας:

Ο φόνος του σκοπού στις φυλακές του Κάστρου του Ρίου και η απόπειρα δραπέτευσης των πέντε καταδίκων αναστάτωσε, όπως ήταν φυσικό, τη διεύθυνση των φυλακών, τη φρουρά και τους δεσμοφύλακες, εκείνον τον Γενάρη του 1906.

Το πρωί διενεργήθηκε πολύωρη έρευνα στα διαμερίσματα των φυλακών, πράγμα όχι τόσο εύκολο.

Άλλωστε, στις φυλακές αυτές του Ρίου είχαν σταλεί οι χειρότεροι εγκληματίες, οι οποίοι ζούσαν μέσα στα κελιά σαν αληθινά θηρία. Κανείς δεν μπορούσε να τους πλησιάσει και με τη φήμη, που τους εξύψωνε στα μάτια των πιο αδύναμων, δυνάστευαν κάθε άλλον, τον ανάγκαζαν να τους υπηρετεί ποικιλοτρόπως και τον υποχρέωναν να εκτελεί κάθε θέλημά τους. Αλίμονο σ’ εκείνον που θα αρνιόταν να υποδουλωθεί στις προσταγές τους! Φυσικά, οι άνθρωποι αυτοί ήταν συγχρόνως δυνάστες, αλλά και προστάτες.

Η προστασία που παρείχαν, είχε γίνει αφορμή πολλές φορές άγριων συμπλοκών μέσα στα μπουντρούμια και στα κελιά. Το αίμα χυνόταν άφθονο μεταξύ των φυλακισμένων.

Την ημέρα, λοιπόν, αυτή, που αποπειράθηκαν να διαφύγουν οι κατάδικοι και θα γλίτωναν, πράγματι, αν δεν τους είχε καταπιεί η λάμια της θάλασσας, ο αρχηγός της φρουράς και ο διευθυντής των φυλακών αποφάσισαν να διενεργήσουν έρευνα μέσα στα επικίνδυνα μπουντρούμια.

Έτσι, παρέταξαν τους στρατιώτες μπροστά στο πρώτο διαμέρισμα των φυλακών, αυτό που βρισκόταν μέσα στο κάστρο και διέταξαν το άνοιγμα της πόρτας. Κι ευθύς, μόλις πραγματοποιήθηκε η διαταγή, ο αρχηγός της φρουράς φώναξε:

Μην κουνηθεί κανείς, διότι θα πυροβολήσουμε!

Ήταν πολύ νωρίς το πρωί. Οι φυλακισμένοι, ξαπλωμένοι ακόμα στα κρεβάτια τους, σχολίαζαν τα συμβάντα της προηγούμενης νύχτας και κανείς δεν είχε τη διάθεση να αντισταθεί, καθώς μάντευε τι θα επακολουθούσε. Σηκώθηκαν όρθιοι και περίμεναν. Οι στρατιώτες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και, ενώ οι μισοί φρουρούσαν, οι άλλοι μισοί ξεκίνησαν την έρευνα. Όμως, δε βρήκαν πουθενά τίποτα το επιλήψιμο.

Ο αρχηγός τη φρουράς δάγκωνε το μουστάκι από τη λύσσα του για τον άδικο χαμό του συναδέλφου του και παρακολουθούσε σαν αρπακτικό τις έρευνες. Έξαφνα, τα βλέμματα των στρατιωτών έπεσαν πάνω σ’ έναν κατάδικο, ο οποίος έμενε ασάλευτος σε μια γωνιά, κατακίτρινος, κοιτώντας ένοχα προς ένα τμήμα του τοίχου. Ο Αξιωματικός αμέσως κατάλαβε: «Βγάλτε αυτήν την πέτρα!», ούρλιαξε.

Αφού αφαίρεσαν το μεγάλο αγκωνάρι του τοίχου, οι φρουροί διαπίστωσαν ότι επρόκειτο για μια κρύπτη γιομάτη λίμες, μαχαίρια, πιστόλια και φυσίγγια. Τότε, ο Αξιωματικός στράφηκε προς τους καταδίκους και διέταξε αγριεμένα: «Ψηλά τα χέρια!»

Κατόπιν, κάλεσε μερικούς στρατιώτες να τους περάσουν χειροπέδες και να τους οδηγήσουν σ’ άλλο κελί της φυλακής. Οι έρευνες συνεχίστηκαν και ανακάλυψαν μια ημιτελή υπόγεια στοά, που απλωνόταν κάτω από το κάστρο και είχε κατεύθυνση προς την αυλή. Προφανώς, θα την ολοκλήρωναν και θα προσπαθούσαν να βγουν έξω από τα τείχη.

Στα υπόλοιπα κελιά δεν εντοπίστηκε τίποτε το ύποπτο. Πάντως, για τους καταδίκους, όλα τα αλλόκοτα που συνέβαιναν στους κόλπους του κάστρου ήταν έργα των καταραμένων φιδιών και της εκδικητικής λάμιας. Το μόνο που παραδέχτηκαν ήταν ότι εκείνοι οι πέντε δραπέτες σκότωσαν όντως με μαχαίρι τον έναν σκοπό, αλλά για τον άλλο τον φρουρό, δεν έφεραν καμιά ευθύνη απολύτως. Υποστήριζαν με βεβαιότητα ότι τον καταβρόχθισαν τα πελώρια σατανικά φίδια του στοιχειωμένου κάστρου.

Τη νύχτα, ο αρχηγός της φρουράς δε έκλεισε μάτι. Έκανε αλλεπάλληλους αιφνιδιασμούς και λίγο προτού ξημερώσει, κατευθύνθηκε προς τη σκοπιά του τείχους. Ο καιρός ήταν ίδιος με την προηγούμενη βραδιά. Ο βοριάς λυσσομανούσε, το σκοτάδι ήταν πηχτό και το κρύο, αφόρητο. Οι σκοποί βρίσκονταν όλοι στις θέσεις τους. Από τις κουβέντες τους, όμως, ήταν ολοφάνερο πως ήταν επηρεασμένοι από τις ιστορίες των φιδιών και της θαλάσσιας λάμιας και ότι, αν δοκίμαζαν την παραίσθηση ότι έβλεπαν ξαφνικά τα φίδια εμπρός τους, ήταν σίγουρο πως θα πετούσαν τα όπλα τους και θα το έβαζαν στα πόδια.

Ο Αξιωματικός πάσχιζε να τους τονώσει το ηθικό, αλλά και ο ίδιος είχε πια επηρεαστεί. Την ώρα, μάλιστα, που ανέβαινε στη σκοπιά του τείχους, είχε την εντύπωση ότι άκουσε δαιμονισμένους συριγμούς και αλλόκοτα αγκομαχητά. Είχε φτάσει πλέον στο τελευταίο σκαλοπάτι. Ο διπλοσκοπός φώναξε: «Αλτ! Τις ει;» και πρότεινε το όπλο του. Ο Αξιωματικός δεν πρόλαβε να δώσει την απάντηση που έπρεπε κι αμέσως, ακούστηκε ένα ανατριχιαστικό ουρλιαχτό και μια διαβολική συναυλία σφυριγμάτων. Ο φόβος εκτόξευσε αυτομάτως το δηλητήριό του στην καρδιά του. Προσπάθησε, όμως, να τον αποτινάξει κι έβγαλε το όπλο του.

Κοίταξε τριγύρω. Δεν έβλεπε τίποτε. Αλλά, αίφνης, δέχτηκε ένα τρομερό χτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του και σωριάστηκε πάνω στο τείχος. Δεν είχε χάσει τις αισθήσεις του. Καθώς έπεφτε, ξέφυγε το όπλο από τα χέρια του κι έπεσε κάτω από το τείχος. Κατά περίεργο τρόπο, δεν έπεσε μέσα στην τάφρο, αλλά πάνω σ’ έναν βράχο και όπως ο Αξιωματικός είχε μετατοπίσει την ασφάλεια, εκείνο εκπυρσοκρότησε.

Αμέσως τα απαίσια εκείνα ουρλιαχτά και τα σφυρίγματα δυνάμωσαν και πατήματα αντήχησαν στις σκάλες και στο τείχος, σαν γοργοί βηματισμοί ανθρώπων που έτρεχαν αλλόφρονες. Τότε, μια άγρια κραυγή έκοψε τη νύχτα σε χίλια δυο κομμάτια.

Συνεχίζεται…

Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» στις 04/10/1932…

Tags
Back to top button