Το Αιγαίο Πέλαγος εντάσσεται σε εκείνες τις λίγες περιοχές του κόσμου που παρουσιάζουν μια τόσο πλούσια και μακραίωνη ιστορία που εκτείνεται χιλιάδες χρόνια πίσω. Οι εποχές όμως αλλάζουν και κάποια νησιά που κάποτε έσφυζαν από ζωή, παρουσιάζοντας πλούσια ανθρώπινη δραστηριότητα, τώρα στέκουν ξεχασμένα.
Η μνήμη των κατοίκων τους που πλέον έχουν μετοικήσει, τα ιστορικά και αρχαιολογικά στοιχεία, τα ερείπια που μπορεί να συναντήσει ο επισκέπτης ή ακόμα και κάποια εκκλησία που μετατράπηκε πλέον σε ξωκλήσι συνθέτουν την ιστορία των έρημων αυτών τόπων, «εξιστορώντας» μια άλλη εποχή.
Το Reader παρουσιάζει ορισμένα από αυτά τα νησιά, μικρά και εν πολλοίς «άγνωστα» στο ευρύ κοινό.
Σύρνα
Ίσως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Σύρνα, ένα νησί των Δωδεκανήσων, ανοιχτά της Αστυπάλαιας, της οποίας κάποτε υπήρξε οικισμός και η πορεία του στο χρόνο είναι άρρηκτα συνδεδεμένη μαζί της. Είναι ένας τόπος που σπάνια «βλέπει» πλέον επισκέπτες και ελάχιστοι τη γνωρίζουν.
Το νησί διέθετε μόνιμους κατοίκους μέχρι και τη δεκαετία του '80, οι οποίοι όμως μετοίκισαν σταδιακά στην Αστυπάλαια. Σύμφωνα με μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν εκεί, στο νησί κυριαρχούσε η κτηνοτροφική παραγωγή.
Στην απογραφή του 1951 αναφέρονται 8 μόνιμοι κάτοικοι, σε εκείνη του 1961 19, στην απογραφή του 1971 7 και στα αντίστοιχα στοιχεία του 1981 4.
Ακόμα και σήμερα ο Δήμος Αστυπάλαιας αναφέρει ότι δεξαμενές με συλλέκτες ομβρίων υδάτων και ποτίστρα έχει εγκατασταθεί μεταξύ άλλων στο νησί, κάτι που υποδεικνύει περιστασιακή κτηνοτροφική δραστηριότητα.
Ελάχιστες πλέον εγκαταστάσεις στέκουν στο ερημονήσι, θυμίζοντας ότι κάποτε κάποιοι έζησαν εκεί. Εκεί διασώθηκε ένας Βρετανός πιλότος που το αεροπλάνο του καταρρίφθηκε, με τους κατοίκους της περιοχής να τόν κρύβουν.
Η Σύρνα κατοικήθηκε από την προϊστορική εποχή, όμως θα μείνει στην ιστορία για τα γεγονότα που εκτυλίχτηκαν εκεί κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και λίγο μετά.
Μάλιστα, τον Δεκέμβριο του 1946 κοντά στο νησί βυθίστηκε ένα πλοίο που μετέφερε κρυφά Εβραίους στην Παλαιστίνη. Από το ναυάγιο πνίγηκαν οκτώ άτομα μετανάστες, ενώ οι υπόλοιποι διασώθηκαν από τους τότε κατοίκους της νησίδας.
Η Σύρνα ήρθε δύο φορές στην επικαιρότητα πριν λίγα χρόνια, η μία για ένα project που θα εγκαθιστούσε ανεμογεννήτριες σε 14 νησίδες του Αιγαίου, project το οποίο απορρίφθηκε από το υπουργείο Περιβάλλοντος, και η δεύτερη για τις δηλώσεις του πρώην υφυπουργού Εξωτερικών, Γιάννη Βαληνάκη, που πρότεινε το νησί για τη δημιουργία κλειστής δομής προσφύγων. Και τις δύο φορές σημειώθηκαν σφοδρές αντιδράσεις και τίποα δεν υλοποιήθηκε.
Το χωριό με τα λιθόστρωτα σοκάκια που στρατοπέδευσε ο Καραϊσκάκης και έγινε τηλεοπτικό σκηνικό
Αρμάθια
Τα Αρμάθια είναι ακατοίκητη νησίδα που βρίσκεται βόρεια της Κάσου. Σήμερα είναι ακατοίκητα, αλλά η ιστορία τους είναι μακρά, ενώ κατοικούνταν μέχρι και πριν μερικές δεκαετίες. Το υπέδαφος των Αρμαθιών είναι πλούσιο σε αρίστης ποιότητος γύψο. Σύμφωνα με τον Δήμο, το νησί επισκέπτονται μόνον λουόμενοι.
Η τελευταία αναφορά για μόνιμους κατοίκους γίνεται στην απογραφή του 1951, στην οποία αναφέρονται 8 άτομα.
Σύμφωνα με τον Δήμο, αποτελεί σημαντική περιοχή για τα πουλιά και έχει οριστεί υγρότοπος στο δυτικό άκρο του νησιού, ο οποίος έχει δύο διακριτά καρστικά βυθίσματα που επικοινωνούν υπόγεια μεταξύ τους και διατηρούν αλμυρό νερό για όλο το χρόνο.
Νίμος
Η Νίμος ή Νύμος βρίσκεται δίπλα στην ακριτική Σύμη, ένα βήμα από τα τουρκικά παράλια. Η τελευταία αναφορά για κατοίκους γίνεται στην απογραφή του 1951, οπότε καταγράφονται 18 άτομα.
Σήμερα στο νησί υπάρχει μία εκκλησία, ενώ δέχεται λουόμενος στην παραλία που διαθέτει.
Πολύαιγος
Πιο γνωστό από από τα προαναφερθέντα νησιά είναι η Πολύαιγος, στην Κίμωλο, ένας ακόμα τόπος που δεν κατοικείται μόνιμα. Παλιότερα υπήρχε ένας μικρός οικισμός που πλέον είναι ερειπωμένος.
Σύμφωνα με τον Δήμο Κιμώλου, η Πολύαιγος ή Υπόλυβος, ή Πόλυβος βρίσκεται σε απόσταση 1 ναυτικού μιλίου στα νοτιοανατολικά και πρόκειται για το μεγαλύτερο ακατοίκητο νησί του Αιγαίου.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι το νησί κατοικήθηκε από τη Μεσολιθική ή τη Νεολιθική Εποχή. Παλαιότερα είχε λίγους κατοίκους, κυρίως κτηνοτρόφους σε ένα μικρό, ερειπωμένο σήμερα, οικισμό. Το μεγαλύτερο μέρος του νησιού ανήκει στο Κληροδότημα Στ. Λογοθέτη, το οποίο νοικιάζει εκτάσεις του ως βοσκότοπους.
Υπάρχει ναός του 1622 στο όνομα της Κοίμησης της Θεοτόκου, ο οποίος παλιότερα ανήκε σε ένα εγκαταλελειμμένο πια μοναστήρι και φάρος ο οποίος τα τελευταία χρόνια έγινε αυτόματος. Η Πολύαιγος είναι πλούσια σε βιομηχανικά ορυκτά, κυρίως σε αργυρούχο βαρυτίνη.
Ο τόπος παρουσιάζει μεγάλη γεωλογική και οικολογική αξία και φιλοξενεί σπάνια ή και απειλούμενα ενδημικά είδη χλωρίδας και πανίδας όπως, η μεσογειακή φώκια Monachus monachus,η ενδημική οχιά (που ζει μόνο σε Κίμωλο, Πολύαιγο, Μήλο και Σίφνο), η ενδημική μπλέ σαύρα, ο μαυροπετρίτης, ο Σπιζαετός, 32 ενδημικά, σπάνια ή/ απειλούμενα είδη φυτών και πολλά αγριοκάτσικα. Για τη μεγάλη οικολογική της σημασία η Πολύαιγος έχει ενταχθεί στο δίκτυο Natura.
Αλιμιά
Ένα ακόμα νησί με επίσης πλούσια ιστορία είναι η Αλιμιά που ανήκει στον Δήμο Χάλκης και απέχει έξι ναυτικά μίλια από τη Ρόδο. Μέχρι και την απογραφή του 1961 εμφάνιζε 22 άτομα ως μόνιμους κατοίκους. Έκτοτε δέχεται μόνο περιστασιακούς επισκέπτες.
Πέραν της ομορφιάς του φυσικού τοπίου, στην Αλιμιά διακρίνει κανείς τα ερείπια μεσαιωνικής οχύρωσης. Σύμφωνα με το kastra.eu, πρόκειται για αρχαία οχύρωση που μετατράπηκε από τους Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου αρχικά σε βίγλα και αργότερα σε μικρό κάστρο.
Το νησί έχει δύο καλά φυσικά λιμάνια και κατά τη Ελληνιστική περίοδο χρησίμευε ως ναύσταθμος του Ροδιακού στόλου. Άλλωστε η ονομασία του προέρχεται από το αρχαίο Εύλιμνα (=η έχουσα καλό λιμάνι).
Η χρήση της νησίδας ως ναυτικής βάσης συνεχίστηκε και κατά τους βυζαντινούς χρόνους, όπως και κατά την διάρκεια της κυριαρχίας της Ρόδου από τους Ιωαννίτες Ιππότες, τους Τούρκους και τους Ιταλούς.
Σε απόκρημνο βράχο στο ψηλότερο σημείο του νησιού υπάρχει το μικρό αρχαίο κάστρο που προφανώς χρησίμευε για παρατηρητήριο της θαλάσσιας περιοχής γύρω από τον ναύσταθμο.
Τμήμα του ελληνιστικού κάστρου χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή τού μεσαιωνικού κάστρου. Το νησί είχε παραχωρηθεί ως φέουδο από τους Ιωαννίτες στην οικογένεια Ασάντι (Assanti, που κατείχε και τη Χάλκη) ήδη από τον 14ο αιώνα.
Το κάστρο εμφανίζεται στα αρχεία του τάγματος μόλις το 1476 (και μάλιστα ως «πύργος»). Φαίνεται ότι πιο πριν χρησιμοποιήθηκε μόνο περιστασιακά, ενώ αποφασίστηκε η ενίσχυσή του στα πλαίσια του μεγάλου αμυντικού προγράμματος των Ιπποτών στη δεκαετία του 1470.
To κάστρο όμως εγκαταλείφθηκε πολύ γρήγορα, το 1479, μετά από μια επιδρομή των Τούρκων, και μάλλον δεν ξαναχρησιμοποιήθηκε ποτέ. Το μεγάλο του πρόβλημα ήταν η έλλειψη νερού. Σήμερα στέκεται με κατεστραμμένες τις επάλξεις του, σε όλη τη νότια πλευρά του.
Λίγο πιο κάτω, υπάρχουν εμφανή ίχνη της θεμελίωσης ενός αρχαίου πύργου, ο οποίος είχε και περίβολο. Το φρούριο των Ιωαννιτών κτίστηκε πάνω σε ένα άλλο οικοδόμημα των ελληνιστικών χρόνων, μέρος της οχύρωσης του οποίου ακόμα διακρίνεται.