Λίγες μέρες πριν το κρίσιμο Eurogroup όπου αναμένεται το κλείσιμο της αξιολόγησης, η γνωστή γερμανική εφημερίδα επισημαίνει πως η πιθανότητα ή μη για συμφωνία με την Κυβέρνηση βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών.
«Για μια ακόμα φορά η Κριστίν Λαγκάρντ έτεινε χείρα βοηθείας στον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, γράφει σε σχόλιο η Süddeutsche Zeitung. Η εφημερίδα του Μονάχου επισημαίνει: «Στην διένεξη ΔΝΤ και ευρωπαίων δανειστών η επικεφαλής του Ταμείου διατύπωσε μια πρόταση, την οποία δεν μπορεί να αρνηθεί το γερμανός υπουργός, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι επιθυμεί να ηρεμήσει την κατάσταση ενόψει των γερμανικών εκλογών. Η Κρ. Λαγκάρντ πρότεινε στον Β. Σόιμπλε να δώσει το Ταμείο πράσινο φως επί της αρχής σε ένα δανειακό πρόγραμμα, αλλά να εκταμιεύσει χρήματα στην Ελλάδα μόνο όταν ο Β. Σόιμπλε και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι συμφωνήσουν σε σαφείς ελαφρύνσεις για το ελληνικό χρέος. Με την πρόταση της κ. Λαγκάρντ μπορούν τόσο το ΔΝΤ όσο και το Βερολίνο να διαφυλάξουν το κύρος τους. Επιπλέον ο Β. Σόιμπλε είναι σε θέση να τηρήσει την υπόσχεση που έδωσε στο γερμανικό κοινοβούλιο για συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Σε περίπτωση που οι ευρωπαίοι δανειστές δεν αποφασίσουν ελαφρύνσεις, τότε και το Ταμείο δεν θα χρειαστεί να προχωρήσει σε εκταμίευση. Μόνο από την οπτική γωνία της Αθήνας η πρόταση Λαγκάρντ έχει ένα μειονέκτημα. Η Ελλάδα δεν μπορεί να υπολογίζει άμεσα σε ελαφρύνσεις ή άλλες διευκολύνσεις. Μετά την πρόταση Λαγκάρντ είναι τώρα στο χέρι του Β. Σόιμπλε να διαπραγματευτεί έναν συμβιβασμό με την Αθήνα».
Η Κρ. Λαγκάρντ προσεγγίζει και ταυτόχρονα ασκεί πιέσεις στον Β. Σόιμπλε, γράφει η SZ
Με αφορμή την πρόταση Λαγκάρντ η Süddeutsche Zeitung δημοσιεύσει στις οικονομικές της σελίδες άρθρο με τίτλο «Δούναι και λαβείν». Στον υπότιτλο διαβάζουμε: «Η Κριστίαν Λαγκάρντ προσεγγίζει και ταυτόχρονα ασκεί πιέσεις στον Β. Σόιμπλε». Και η εφημερίδα σημειώνει: «Στο Βερολίνο όπου εντείνονται οι ρυθμοί του προεκλογικού αγώνα η πρόταση του Ταμείου προκάλεσε διαφορετικές αντιδράσεις σε συντηρητικούς και σοσιαλδημοκράτες. Το υπουργείο Οικονομικών διαμήνυσε ότι λαμβάνει υπόψη κάτι που ήταν ήδη γνωστό. Παράλληλα όμως το υπουργείο του Β. Σόιμπλε εξέφρασε ικανοποίηση για το γεγονός ότι "επιτέλους το ΔΝΤ άρχισε να κινείται". Την ίδια στιγμή οι βουλευτές της Χριστιανικής Ένωσης τηρούν σιγή ιχθύος σε ερωτήσεις γύρω από την πρόταση Λαγκάρντ και παραπέμπουν στο υπουργείο Οικονομικών. Από την πλευρά του ο αντιπρόεδρος της Κ.Ο. των σοσιαλδημοκρατών Κάρστεν Σνάιντερ κάλεσε τον Β. Σόιμπλε να αποδεχθεί την πρόταση Λαγκάρντ και να "συμβάλλει με εποικοδομητικό τρόπο στο Eurogroup έτσι ώστε να βρεθεί επιτέλους λύση". Πρόσθεσε επίσης ότι οι τακτικισμοί του υπουργού Οικονομικών εντείνουν την ανησυχία και είναι ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους γίνονται ελάχιστες επενδύσεις στην Ελλάδα».
«Παιχνιδάκι, σε σύγκριση με την Ιταλία, η διάσωση της Ελλάδας»
Σε άρθρο στην διαδικτυακή Die Welt με τίτλο «Παιχνιδάκι, σε σύγκριση με την Ιταλία, η διάσωση της Ελλάδας», γίνεται λόγος για πιθανό ξέσπασμα κρίσης χρέους χωρίς να αποκλείεται ούτε και το ενδεχόμενο εξόδου της χώρας από το ευρώ. Η εφημερίδα παρατηρεί: «Το χρέος της χώρας είναι με 2 τρισεκατομμύρια το ψηλότερο στην Ευρώπη και οι αγορές αντιδρούν πλέον νευρικά. (..) Εδώ κα μέρες το spread των ιταλικών ομολόγων βρίσκεται σε ανοδική τροχιά. Για το δεκαετές ομόλογο η ιταλική κυβέρνηση αναγκάζεται να καταβάλλει σχεδόν 2% περισσότερο από ότι η Γερμανία ή 1,55% περισσότερο από ότι η Γαλλία. (..) Από τις αρχές του 2017 όταν έγινε πιθανό το σενάριο πρόωρων εκλογών στην Ιταλία επικρατεί νευρικότητα στις αγορές. Πρώτον, από φόβο μήπως επικρατήσουν λαϊκιστικές δυνάμεις που ίσως οδηγήσουν την χώρα εκτός ευρώ. Και δεύτερον, λόγω ανησυχίας για εφαρμογή ακραίων σεναρίων για την αντιμετώπιση της κρίσης, όπως θα ήταν για παράδειγμα η εισαγωγή παράλληλου νομίσματος, με το οποίο πολίτες και επιχειρήσεις να τακτοποιούν τις οφειλές τους προς το δημόσιο».
Σύμφωνα με την γερμανική εφημερίδα «το ύψος του χρέος θυμίζει την Ελλάδα. Υπάρχουν όμως δύο σημαντικές διαφορές. Πρώτον, η Ιταλία είναι χώρα που έχει συνηθίσει να λειτουργεί με υψηλό δημόσιο χρέος και δεύτερον, το μεγαλύτερο ποσοστό του χρέους βρίσκεται στα χέρια Ιταλών πολιτών και ιταλικών τραπεζών».