Στις 30 Ιανουαρίου 1974, 200.000 Κύπριοι αποχαιρέτησαν για τελευταία φορά τον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα, γνωστό και ως Διγενή.
Ο στρατηγός της ΕΟΚΑ, άφησε την τελευταία του πνοή τρεις ημέρες πριν, στο κρησφύγετό του στον Άγιο Νικόλαο της Λεμεσού, σε ηλικία 76 ετών. Ο Γρίβας, πέθανε από καρδιακή προσβολή, όσο βρισκόταν στο σπίτι της Έλλης Χριστοδουλίδου μαζί με τις κόρες της. Τις τελευταίες μέρες, ο στρατηγός ένιωθε έντονη αδιαθεσία και καθώς η σύζυγός του έλειπε στην Αθήνα, μεταφέρθηκε στο σπίτι της οικογένειας Χριστοδουλίδη, όπου βρισκόταν και το κρησφύγετό του, για να μην παραμένει μόνος του.
Στην κηδεία, που κατακλύστηκε από πλήθος κόσμου που έφθασε τις 200.000. Η Κυβέρνηση δεν εκπροσωπήθηκε καθώς η σχέση του με τον Μακάριο ήταν στα όρια του εμφυλίου. Ωστόσο,οι υποστηρικτές του μετέτρεψαν την κηδεία του σε λαϊκό προσκύνημα ενώ κηρύχτηκε τριήμερο πένθος εις μνήμη του.
Ο Γεώργιος Γρίβας γεννήθηκε στις 5 Ιουλίου 1897 στη Χρυσαλινιώτισσα στη Λευκωσία, ενώ μεγάλωσε στο Τρίκωμο της επαρχίας Αμμοχώστου. Τελειώνοντας το Δημοτικό Τρικώμου, μετακόμισε και πάλι στη Χρυσαλινιώτισσα και φοίτησε στο Παγκύπριον Γυμνάσιο. Το 1915 με την αποφοίτησή του αποφάσισε να γίνει αξιωματικός του ελληνικού στρατού και ένα χρόνο αργότερα γράφτηκε στη Σχολή Ευελπίδων. Τέσσερα χρόνια αργότερα, αποφοίτησε με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού πεζικού και εντάχθηκε στο εκστρατευτικό σώμα της Μικράς Ασίας, όπου υπηρέτησε ως ανθυπολοχαγός στο 30ο Συνταγμα της 10ης Μεραρχίας και έλαβε μέρος στις μάχες από το Πάνορμο έως τον Σαγγάριο. Παρασημοφορήθηκε με το Χρυσό Μετάλλιο Ανδρείας και Πολεμικό Σταυρό ,προάχθηκε σε υπολοχαγό και το 1926 σε λοχαγό. Αργότερα σπούδασε στην Ελληνική Ακαδημία Πολέμου, μετεκπαιδεύτηκε στη Γαλλική Ακαδημία Πολέμου και το 1935 διορίστηκε καθηγητής στην Σχολή Ευελπίδων και προήχθη σε ταγματάρχη.
Με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μετατέθηκε στη διεύθυνση επιχειρήσεων του Γενικού Επιτελείου Στρατού ενώ κατά την ιταλική εισβολή υπηρέτησε στο αλβανικό μέτωπο. Τον Ιούνιο του 1941 ίδρυσε την Οργάνωση «Χ» με σκοπό την «αντίσταση ενάντια στους Γερμανούς και την απελευθέρωση της πατρίδας και την αποτίναξη της κομμουνιστικής απειλής».
Γι΄ αυτή την περίοδο διαβάζουμε σε άρθρο του Γ. Μαλούχου από την εφημερίδα της Αθήνας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: «Όπως σημειώνει ο μελετητής Πέτρος Μακρής Στάικος, όσο πιο πολλή δύναμη αποκτούσε το ΕΑΜ τόσο ο ρόλος μιας καθαρά στρατιωτικού χαρακτήρα οργάνωσης σαν τη «Χ» του Γρίβα γινόταν πιο σημαντικός. Οι κατήγοροί του αναφέρουν ότι συνεργάστηκε με τους Γερμανούς κατακτητές. Και είναι βέβαιο ότι ο Γρίβας βρέθηκε να έχει στα χέρια του οπλισμό ιταλικής και γερμανικής προέλευσης. Όμως, είναι πάρα πολύ πιθανό αυτός ο οπλισμός να έφτασε στα χέρια του μέσω των ίδιων των Άγγλων, ενώ άλλες αδιάσειστες αποδείξεις για συνεργασία του με τους κατακτητές δεν έχουν υπάρξει μέχρι στιγμής. Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχουν και αποδείξεις ότι η «Χ» πολέμησε τους Γερμανούς. Όμως, είναι βέβαιο ότι τροφοδότησε με αξιωματικούς – μέλη της τον αντιστασιακό ΕΔΕΣ(…)
Η κρισιμότερη όμως ώρα του Γρίβα ήταν ακριβώς όταν η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου ερχόταν από τη Μέση Ανατολή στην Αθήνα για να πάρει την εξουσία που άφηναν φεύγοντας οι Γερμανοί. Τότε, με τη μάχη του Θησείου, τον Δεκέμβριο του 1944, ο Γρίβας συνετέλεσε αποφασιστικά στην ήττα του ΕΛΑΣ για κατάληψη της Αθήνας. Η πικρή ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι την ώρα που δινόταν εκείνη η μάχη, ο πόλεμος για τον έλεγχο της Ελλάδας είχε ήδη χαθεί για τους Έλληνες κομμουνιστές, τους οποίους ο Στάλιν είχε εγκαταλείψει. Όμως, εκείνοι που σκοτώνονταν και από τις δύο πλευρές στους δρόμους γύρω από την Ακρόπολη δεν θα μπορούσαν να το γνωρίζουν… Η μάχη εκείνη υπήρξε καθοριστική τόσο για την Ελλάδα όσο και για τον ίδιο τον Γρίβα, που έγινε πλέον ο απόλυτα πρώτος στόχος της άλλης πλευράς, γεγονός με αρνητική επίδραση στη φήμη του πολύ μεγαλύτερη από τις όποιες αποδείξεις για τη δράση του.»
Η «γνώμη» των Βρετανών
Στα αγγλικά αρχεία σε έγγραφο με ημερομηνία 12/6/56, όταν δηλαδή είχε ξεκινήσει η ΕΟΚΑ, με τίτλο «Ο στρατηγός Γρίβας και η Οργάνωση ‘Χ’» αναφέρονται ως μειονεκτήματά του «η αλαζονεία του, η έπαρση και η περιορισμένη διανοητική δύναμή του». Από εκεί και πέρα πάντως, όπως επισημαίνεται στο ίδιο έγγραφο, το ιστορικό του αποδείκνυε πως ήταν καλός επαγγελματίας στρατιώτης, θαρραλέος, οπαδός της μοναρχίας και «λυσσαλέος αντικομμουνιστής», στοιχεία που εκτιμούσαν οι Βρετανοί των υπηρεσιών ασφαλείας. Αποκαλύπτεται μάλιστα ότι είχε συζητηθεί με τον προσωπάρχη του Βρετανού κυβερνήτη της Κύπρου μια πρόταση αμαύρωσης του Γρίβα μέσα από αρνητική προπαγάνδα. Ο προσωπάρχης όμως είχε συμφωνήσει με την τελική εκτίμηση των αρμοδίων υπηρεσιών πως «κάθε απόπειρα να εφευρεθεί βρωμιά για τον Γρίβα θα ήταν δίκοπο όπλο».
Η μετακατοχική περίοδος
Μετά τη λήξη της κατοχής και του εμφυλίου ο Γρίβας επέστρεψε στην Κύπρο, έτοιμος να οργανώσει τον αντιστασιακό αγώνα ενάντια στους αποικιοκράτες. Ο Μακάριος τον επέλεξε γιατί γνώριζε τους συνωμοτικούς κανόνες, είχε τεράστια στρατιωτική και οργανωτική εμπειρία και ήταν αντικομμουνιστής. Με το ψευδώνυμο Διγενής, ξεκίνησε την 1η Απριλίου 1955 τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της Κύπρου ενάντια στη βρετανική αποικιοκρατία με ένα κυρίαρχο αίτημα: την Ένωση με την Ελλάδα. Η οργάνωση ήταν υποδειγματική καθώς τα χιλιάδες μέλη της ΕΟΚΑ δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους. Αγνοούσαν κρίσιμες πληροφορίες και τα μηνύματα μεταφέρονταν με ένα σύνθετο και τελικά επιτυχημένο σύστημα. Οι Άγγλοι που θεωρούσαν την Κύπρο ανίκανη να εξεγερθεί έμεινα έκπληκτοι και η πεποίθησή τους, ότι σε λίγε μέρες θα κατέπνιγαν την αντίσταση, κατέληξε ανεκπλήρωτη ευχή. Με το τέλος του αγώνα και τις υπογραφές Ζυρίχης-Λονδίνου, με τις οποίες διαφωνούσε, έφυγε στην Αθήνα όπου και ίδρυσε «Κίνηση Εθνικής Αναδημιουργίας». Με αυτήν στόχευε στην ανάληψη της εξουσίας της Ελλάδας και στην εφαρμογή μιας πολιτικής που θα οδηγούσε στη σωτηρία του Κυπριακού Ελληνισμού, σύμφωνα με τις δικές του απόψεις που διέφεραν από την λύση που επικράτησε.
Η ΕΟΚΑ δυστυχώς, δεν ολοκληρώνει το στόχο της, τον οποίο επιτυγχάνει κατά ήμισυ. Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄ αθετεί τον όρκο του για Ένωση και μόνο Ένωση, υποκύπτει και καταλήγει στις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, οι οποίες βάζουν οριστικό τέλος στον επικό αγώνα των Κυπρίων Αγωνιστών, και καταλήγουν στην ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο Γρίβας, αναγκάζεται να φύγει από την Κύπρο. Στις 17 Μαρτίου 1959 φτάνει στην Αθήνα όπου τον περιμένει πλήθος επισήμων και λαού. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόκλητος στεφανώνει τον Διγενή με χρυσό στεφάνι. Την επομένη η Βουλή των Ελλήνων τιμά τον Γρίβα. Η Βουλή των Ελλήνων κηρύσσει τον ένδοξο και ηρωικό αξιωματικό του Ελληνικού στρατού Γεώργιο Γρίβα (Διγενή), ΑΞΙΟ ΤΕΚΝΟ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ»
Η αναφορά του ταξίαρχου
Ο ταξίαρχος Μάγκαν που πολέμησε για τη διάλυση της ΕΟΚΑ στην Κύπρο έγραψε το 1959 μια εκτενή αναφορά, την οποία πρέπει ο αναγνώστης να τη διαβάζει, γνωρίζοντας ότι υπήρξε αντίπαλός του: «Ο Γρίβας είναι ένας άνθρωπος που διαθέτει αρχές… Οταν έχει να κάνει με χρήματα είναι έντιμος, όχι σχετικά έντιμος με βάση τα πρότυπα των Λεβαντίνων, αλλά αυστηρά έντιμος με όποια πρότυπα κι αν γίνει η σύγκριση». Ο Βρετανός θεωρεί ότι είναι φανατικός υποστηρικτής της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. «Είναι σκληραγωγημένος, εργατικός, λιτοδίαιτος και εξαιρετικά τσιγκούνης. Δεν πτοείται από τους κινδύνους και τα τυχαία γεγονότα της ημέρας που παρουσιάζονται στο προσκήνιο, επειδή έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του και διαθέτει την επινοητικότητα να τα αντιμετωπίσει. Είναι πανούργος, καχύποπτος, προσεκτικός, απότομος και ειλικρινής. Τον απασχολούν τα τρέχοντα προβλήματα και η πρακτική επίλυσή τους».
Στις 12 Ιουνίου 1964, επέστρεψε στην Κύπρο και ανέλαβε αρχηγός της Ανωτάτης Στρατιωτικής Διοίκησης Αμύνης Κύπρου (Α.Σ.Δ.Α.Κ.). Η σχέση του με τον Μακάριο περνά από διάφορα στάδια. Δύο μήνες αργότερα και μετά τα επεισόδια στην Κοφίνου, αναχωρεί και πάλι από την Κύπρο. Επέστρεψε μυστικά στις 31 Αυγούστου 1971 και ίδρυσε την ΕΟΚΑ Β’. Η κόντρα του με τον Μακάριο τον οποίο αποκαλούσε με το κοσμικό του όνομα και τον κατηγορούσε για αρχομανία και ως ανθενωτικό έφθασε στα άκρα. Είχαν πλέον και οι δύο φανατικούς φίλους που του ακολουθούσαν πιστά, αλλά και εχθρούς.
Τρία χρόνια αργότερα, άφησε την τελευταία του πνοή στο κρησφύγετο του στη Λεμεσό. Η Βουλή των Αντιπροσώπων, σε ειδική συνεδρία της στις 31 Ιανουαρίου 1974, ανακήρυξε τον Διγενή «άξιον τέκνον της Κύπρου διά τας εξαιρέτους υπηρεσίας τας οποίας προσέφερε προς την ιδιαιτέραν του Πατρίδα», ενώ η Ακαδημία Αθηνών απέδωσε τις οφειλόμενες τιμές….