Στο greek-observatory και τις Ειδήσεις Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
Πολιτισμός

Στάθης Ψάλτης: Το γνήσιο τέκνο του χαβαλέ και της καψούρας και τεράστιο ταλέντο (φωτό)

Η μεταμφίεση για τις ανάγκες του ρόλου του δεν ήταν κάτι που τον ξεπερνούσε. Ούτε το κινηματογραφικό γύρισμα στο φυσικό περιβάλλον ενός μοναστηριακού κελιού αντί για στούντιο, κάτι άβολο για τον πολύπειρο ηθοποιό. Ο Στάθης Ψάλτης στην τελευταία του -αμισθί- κινηματογραφική συμμετοχή στην ταινία «Νίκος Καζαντζάκης» που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Σμαραγδής υποδύθηκε έναν ηγούμενο της Ιεράς Μονής Σινά στην έρημο, όπου, υποτίθεται, καταφεύγει εξαντλημένος ο μεγάλος Κρητικός συγγραφέας. 

Με την ξερακιανή του φιγούρα τυλιγμένη στο ταπεινό μαύρο ράσο και το ασκητικό καλημαύχι του μοναχού πάνω από τα λευκά του μαλλιά, ο ηθοποιός παρέδωσε μια έξοχη κατάθεση υποκριτικής. Ενα γεμάτο ενέργεια ρεσιτάλ ερμηνείας, μια μέχρις εσχάτων υπεράσπιση ενός ρόλου, που λες και υπερέβαινε τα εγκόσμια. Σαν να φώτιζε σχεδόν μεταφυσικά ένα βλέμμα με αποτυπωμένη τη θλίψη που καθρέφτιζε την επιθυμία του να κρατηθεί δεμένος με τη ζωή. Δεν γνώριζε ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα υγείας. Παρότι έξι χρόνια νωρίτερα είχε υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο με αποτέλεσμα να παραλύσει η δεξιά του πλευρά, ήταν πλέον θεραπευμένος, ακμαίος και κινητικά δυναμικός.

Ο Στάθης Ψάλτης ήταν ένας αγωνιστής της ζωής, ο οποίος άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στον χώρο της υποκριτικής με τα σπαρταριστά επιθεωρησιακά νούμερα αλλά και τους θρυλικούς ρόλους στις βιντεοταινίες της δεκαετίας του ’80 

Το αποδείκνυε, άλλωστε, μέχρι πρόσφατα κάθε βράδυ με τους αιχμηρούς αστεϊσμούς του στην επιθεώρηση που πρωταγωνιστούσε και με την οποία περιόδευε στην περιφέρεια. Δυστυχώς, ο σπουδαίος ηθοποιός δεν θα είναι παρών στην πρεμιέρα της ταινίας, όταν αυτή θα βγει στις αίθουσες το φθινόπωρο. Μετά από σύντομη αναμέτρηση με τον θάνατο άφησε την τελευταία του πνοή στα 66 του χρόνια, αφήνοντας συντετριμμένους τη σύζυγό του Χριστίνα, την κόρη του Μαρία και τον αδελφό του, επίσης ηθοποιό, Γιάννη Ρώτα που βρισκόταν διαρκώς στο πλευρό του κατά τη νοσηλεία του στον 6ο όροφο του νοσοκομείου «Αγιος Σάββας».

Θα μείνει όμως στη μνήμη των πολυπληθών θαυμαστών του που τον αγκάλιασαν από τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα. Αναγνώριζαν τότε, στα πρώιμα 80s, οι θεατές σε αυτό το αδύνατο (ούτε 50 κιλά) λιπόσαρκο αλλά νευρώδες αγόρι -με τη μακρυμούρικη «αληταμπουρέ» φάτσα, τις μπόλικες αφέλειες αλά Μπιλ Γουάιμαν των Rolling Stones, τη χαίτη-λασπωτήρα από Datsun και το στενό τζιν παντελόνι ποτισμένο στη χλωρίνη- ένα δικό τους νεαρό παλικάρι. Ξάδερφο, γιο, εγγονό, κολλητό, ανιψιό, οτιδήποτε.

Tα πρώιμα 80s οι θεατές αναγνώριζαν σε αυτό το αδύνατο (ούτε 50 κιλά), λιπόσαρκο αλλά νευρώδες αγόρι με τη μακρυμούρικη «αληταμπουρέ» φάτσα, τις μπόλικες αφέλειες, τη χαίτη- «λασπωτήρα» από Datsun και το στενό τζιν παντελόνι ποτισμένο στη χλωρίνη, ένα δικό τους παλικάρι

Παιδί της καθημερινότητας της δικής τους γειτονιάς.

Αν ο Σταμάτης Γαρδέλης ήταν ο ρομαντικός και ο Πάνος Μιχαλόπουλος ο γκόμενος, ο Ψάλτης λατρεύτηκε ως γνήσιο τέκνο του χαβαλέ και της καψούρας εκείνης της εποχής. Το ταλέντο του ξεχώρισε όμως από νωρίς και δικαιωματικά ανάμεσα στη φουρνιά των ηθοποιών της γενιάς του. Τότε που υποδυόταν στο πανί των καλτ πλέον κωμωδιών του ’80 τον ψιλοαδικημένο εξυπνάκια, το άχρηστο ρεμάλι, τον καμικάζι, το καμάκι και τον μικροκομπιναδόρο καταφερτζή, που ως αθυρόστομο ζιζάνιο της παρέας ήθελε να πάρει ένα μηχανάκι ή να κάνει μια ραδιοφωνική εκπομπή για να κάνει το κομμάτι του σε κορίτσια που δεν τα άγγιζαν τα κυβικά του. 

«Πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος, ρε Κούλα!»

Πολλοί θα ανασύρουν νοσταλγικά τις χιουμοριστικές ατάκες του τύπου «Πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος, ρε Κούλα!», «Τα εισιτήρια ο μπροστά», «Στεναχωρήθηκα. Πάω να φάω ένα σουβλάκι με τζατζίκι», «Είσαι για μια κόντρα μέχρι τη Θήβα;». Παράλληλα, όμως, θα τον θυμούνται για τις ώριμες ερμηνείες που έχτισε στο θέατρο πάνω σε χαρακτήρες από το ρεπερτόριο κλασικών έργων του Σαίξπηρ, του Αλμπέρ Καμύ, του Γκόγκολ. Μια έμπρακτη απάντηση σε όσους τον κατηγορούσαν ότι έφθειρε σε ευκολίες το μέγεθος του ταλέντου του. Εξάλλου ο Ψάλτης ήταν πολλά παραπάνω από ένας τυποποιημένος λαϊκός γελωτοποιός σε μια μανιέρα ανάλαφρων ταινιών του Δαλιανίδη ή του Θαλασσινού και μερικών κωμικών βιντεοκασετών του συρμού. Ακόμη και στην τηλεόραση, όπου δεν σημείωσε ανάλογη μεγάλη καριέρα, υπέγραψε εξαιρετικές ερμηνείες με μικρούς ρόλους σε σειρές όπως στον «Συμβολαιογράφο» με τον Βασίλη Διαμαντόπουλο και τον Γιάννη Φέρτη ή στον «Γιούγκερμαν» με τον Αλέκο Αλεξανδράκη και τον Νικήτα Τσακίρογλου, ενώ ξεχώρισε δραματικά ως γκεστ σταρ στα σίριαλ «Καλημέρα Ζωή» και «Τμήμα Ηθών». Αξέχαστη θα μείνει και η φωνητική του επίδοση όταν στην τηλεοπτική σειρά «Οι έμποροι των εθνών» τραγούδησε το «Ητανε μια φορά» του Σταύρου Ξαρχάκου. Και βέβαια στο πλευρό του Θύμιου Καρακατσάνη στη «Λυσιστράτη» ως Κινησίας, όπως και ως Γριά στον «Πλούτο» με τον Κώστα Βουτσά, γνώρισε την αποθέωση και κέρδισε με το σπαθί του τους πιο δύσπιστους κριτικούς ως συγκλονιστικός αριστοφανικός ηθοποιός. Γεννημένος το 1951 στο Βέλο Κορινθίας, σαγηνεύτηκε μικρός από τον κινηματογράφο. Στα παιδικά του χρόνια, όταν η περιφερόμενη στην επαρχία μηχανή προβολής έφτανε στο χωριό να παίξει ταινία προθυμοποιούνταν να μαζέψει τις καρέκλες στο τοπικό καφενείο για να τη δει τσάμπα.

Η τελευταία σύζυγός του,επίσης ηθοποιός, Χριστίνα Ψάλτη, δεν έλειψε ούτε λεπτό από το πλευρό του σε αυτή τη δύσκολη μάχη 

Μετά, επιστρέφοντας σπίτι, ό,τι είχε δει στο πανί επιχειρούσε να το μιμηθεί, μαντεύοντας ότι είχε κολλήσει το μικρόβιο της ηθοποιίας. Και από διαίσθηση από πιτσιρικάς αντιλαμβανόταν ότι με αυτή την ανώριμη τότε αλλά πηγαία του εκφραστικότητα θα ασχολούνταν σοβαρά στο μέλλον. Επαγγελματικά ενδεχομένως. Οι εποχές όμως δύσκολες και η ανάγκη για βιοπορισμό του ίδιου και της οικογένειας τον έσπρωξε στο μεροκάματο. Οικοδομή, τσαντάδικο, λιανικό εμπόριο, δουλειές του ποδαριού για τον επιούσιο. Απότομα ώριμος από τα 10 του χρόνια, καθώς οι γονείς του είχαν χωρίσει, έπαιρνε τις αποφάσεις που τον αφορούσαν σχεδόν μόνος του. Στα 13 του, όταν είχε ήδη μετακομίσει από διετίας στο Αιγαλέω, με τη συγκατάθεση του πατέρα του μπάρκαρε στα καράβια για να κερδίζει αυτόνομος τα προς το ζην.

 Οταν τα παιδιά της ηλικίας του πήγαιναν σχολείο και έπαιζαν αμέριμνα στη στεριά, αυτός πάλευε με τα κύματα. Αρχικά καμαροτάκι, δυο βάρδιες συνεχόμενες μέρα-νύχτα στο εμπορικό πλοίο, και μετέπειτα λαδάς στις μηχανές, γνώρισε μπουνάτσες και φουρτούνες, ανακατεύτηκε με ποικίλους χαρακτήρες ναυτικών, ζυμώθηκε με απρόσμενες περιπέτειες εν πλω αλλά και στα λιμάνια, αποκόμισε εμπειρίες στα δυόμισι χρόνια μπάρκου. Επιβίωσε παρέα με τη μοναξιά του. Αφησε τη θάλασσα όταν σε μια άδεια ενώ το πλοίο του ήταν δεμένο αρόδο στο Πέραμα, η μάνα του τον παρακάλεσε με δάκρυα στα μάτια να μείνει σπίτι. Οπως είχε διηγηθεί, στη διαμαρτυρία του για το πώς θα τα βγάζουν πέρα, αυτή του απάντησε: «Παιδί μου, εσύ θα τρως την ελιά κι εγώ το κουκούτσι». Εδεσε έκτοτε στη στεριά, πήγε σε επτατάξιο νυχτερινό σχολείο, ενώ τη μέρα δούλευε.

 Και στρίμωξε για πάντα στο θησαυροφυλάκιο των θαλασσινών του αναμνήσεων το πονεμένο τραγούδι «Φεύγω με πίκρα στα ξένα» του Καζαντζίδη, που τον είχε συνταράξει όταν αγνάντευε μόνος από την κουπαστή το πέλαγος. Μαζί ξεθύμανε και η φιλοδοξία του να γίνει ψυχολόγος, καθώς ισχυριζόταν ότι δεν έπεφτε ποτέ, μα ποτέ, έξω στις εκτιμήσεις του για τους άλλους. Τελικά άλλαξε ρότα αν και είχε διαβάσει γοητευμένος από τον συγκεκριμένο επιστημονικό κλάδο δεκάδες σχετικά βιβλία στην κουκέτα του καραβιού.

Η υποκριτική τού προέκυψε από σύμπτωση. Οχι πως δεν του άρεσε, αλλά από συστολή έκανε κόνξες. Ιδιαίτερα προσεκτικός και κοντρολαρισμένος από τις εμπειρίες του στις απότομες στροφές της ζωής, θεωρούσε μέχρι τότε τη συγκεκριμένη τέχνη επίπλαστη. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, ένας φίλος του, ο ηθοποιός Κώστας Αθανασόπουλος, ο οποίος είχε διακρίνει ψήγματα του ταλέντου του, τον έσυρε κυριολεκτικά με το ζόρι μέχρι τα σκαλιά του Εθνικού στην Αγίου Κωνσταντίνου. Το θέατρο έψαχνε τότε για ταλέντα και δεχόταν οντισιόν από υποψήφιους ηθοποιούς. Μία μόλις ημέρα πριν από τις εξετάσεις διάβασε και έμαθε την πρόζα ενός χαρακτήρα από το έργο του Τένεσι Γουίλιαμς «Γλυκό πουλί της νιότης». Το έπαιξε όπως το ένιωσε μπροστά στον Κωστή Μιχαηλίδη, στη Μαίρη Αρώνη, στον Θάνο Κωτσόπουλο, στην Ελενη Χατζηαργύρη και σε άλλα ιερά θεατρικά τέρατα. Δεν ήξερε τίποτα για τον συγγραφέα, τον τόπο όπου διαδραματίζεται η πλοκή, ούτε και για τον ήρωα που μόλις είχε υποδυθεί.

 Το ομολόγησε με ειλικρίνεια στους κριτές. Αφού η επιτροπή μάλλον κάτι ερμηνευτικά ιδιαίτερο, πέραν της ευκολίας στην απόδοση, ανίχνευσε στον σπιρτόζο αυτό νεαρό, τον κάλεσε να δώσει εξετάσεις. Πέρασε πρώτος ανάμεσα στα ταλέντα και σπούδασε στο παράρτημα του Εθνικού Θεάτρου, στη Δραματική Σχολή Μιχαηλίδη.

Ηταν δεν ήταν 18 χρονών και ήταν κιόλας παντρεμένος μετά από κεραυνοβόλο έρωτα με την ηθοποιό Κάτια Κυβέλου. Αστραπιαία διαλύθηκε ο γάμος τους αλλά του άφησε ό,τι ο ίδιος χαρακτήριζε μεγαλύτερη χαρά της ζωής του: την κόρη του Μαρία Ψάλτη, η οποία του χάρισε δύο εγγονάκια. Αν και τα τελευταία χρόνια ο ηθοποιός απέφευγε τις κοσμικές εκδηλώσεις και την άνευ ουσιαστικού λόγου έκθεση στα ΜΜΕ, όσοι στο παρελθόν τον έβλεπαν δημοσίως να συνοδεύεται συνεχώς από νεαρές καλλονές θα φαντάζονταν ότι ήταν ένας ερωτικά άστατος χαρακτήρας. Οσοι τον γνώρισαν από κοντά δεν συμφωνούν.

 Επιμένουν ότι το στοιχείο της υπερβολής που πήγαζε πειστικά από την ιδιοσυγκρασία του δεν τον έκανε άπιστο στις σχέσεις του. Ο ίδιος, λένε, το διασκέδαζε δηλώνοντας περιπαικτικά ότι ήταν ειλικρινής και στις τρεις ταυτόχρονα και εκείνες το ήξεραν και δεν ξεμαλλιάζονταν ακόμα και όταν τύχαινε να βγούνε όλες μαζί του! Στην πραγματικότητα, όμως, ήταν δοσμένος κάθε φορά μόνο σε μία! Η αλήθεια είναι ότι την εποχή όπου μεσουρανούσε στον κινηματογράφο και το όνομά του ήταν πρώτο σε όλες τις μαρκίζες των θεάτρων όπου πρωταγωνιστούσε αποτελούσε πόλο έλξης για εκείνες τις νεαρές ενζενί ή τα άγουρα μοντέλα που ήθελαν να αποκομίσουν πλάι του μια στιγμιαία λάμψη από την εκτυφλωτική τότε δημοτικότητά του.

 Ωστόσο ο ίδιος, αν και γενναιόδωρος και δοτικός με τις εκάστοτε γυναίκες που τον πλησίαζαν, δεν ήταν ερωτικά ασυγκράτητος παρά τις θρυλούμενες πολυτάραχες σχέσεις του στον κόσμο της σόουμπιζ. Ιερομόναχος δεν ήταν αλλά διατηρούσε τη φήμη του καρδιοκατακτητή που, όπως εικάζουν όσοι εκ του σύνεγγυς τον συναναστράφηκαν, τόνωνε εν μέρει και τη ματαιοδοξία του. Αλλωστε με την κινηματογραφική του παρτενέρ Καίτη Φίνου και παρά την αμοιβαία έλξη τους συνδέθηκαν αφότου αυτός χώρισε από την πρώτη του σύζυγο.

 Μετέπειτα οι δυο τους αρραβωνιάστηκαν τρεις-τέσσερις φορές, αλλά δεν κατέληξαν στα σκαλιά της εκκλησίας. Από τα μέσα των 80s όταν χώρισαν και από το θεατρικό σανίδι, πολλές εντυπωσιακές υπάρξεις παρέλασαν από την καρδιά του, όπως ισχυρίζονται οι φίλοι του. Παρότι ήταν μετρ στο μπλα-μπλα, αρειμάνιος καπνιστής που με κάνα-δυο ουίσκι μετέδιδε την αύρα ενός στοχαστικού μποέμ, δεν το έπαιζε Πυγμαλίωνας.

 Ανέκαθεν, λένε οι ίδιοι, περισσότερο από μέντορας ήταν μια γαλαντόμα και ανοιχτόκαρδη «ψυχούλα» που έψαχνε να βρει ένα υπήνεμο, προστατευμένο λιμάνι για να αράξει. Ευαίσθητος, κατά βάση μοναχικός αλλά χιουμορίστας και αιφνιδιαστικός όπως και στη σκηνή, αναζητούσε ένα σταθερό συντροφικό καταφύγιο. Με την κατάξανθη και εντυπωσιακή Τάρια Μπούρα, η οποία τη δεκαετία του ’90 παρουσίαζε τη μόδα στον «Πρωινό καφέ», στοιχημάτισε σε μια ανέφελη συμβίωση.

 Το ποντάρισμα δεν ευοδώθηκε και ο γάμος κράτησε πολύ λίγο. Ενδεχομένως το προμήνυε το ακατάληπτο μαύρο πέπλο που φορούσε η Τάρια όταν αρραβωνιάστηκαν σε ένα χλιδάτο πάρτυ σε κοσμικό ρεστοράν. Τελικά, τα τελευταία χρόνια ο Στάθης Ψάλτης βρήκε στο πρόσωπο της γλυκύτατης ηθοποιού Χριστίνας Φιτσάκη, το μοναδικό στήριγμα και ακλόνητο αγκυροβόλι του. Οι δυο τους γνωρίστηκαν όταν εκείνη ήταν 14 χρόνων και, όπως είχε αναπάντεχα αποκαλύψει η ίδια, εκείνη τότε δεν συγκαταλεγόταν καν στις θαυμάστριές του.

 Παρότι τους χώριζαν ηλικιακά περισσότερες από δύο δεκαετίες παντρεύτηκαν πριν από δέκα χρόνια, έδεσαν ως ζευγάρι και συνεργάστηκαν αρμονικά στον έρωτα, στη ζωή και την τέχνη τους. Οταν πριν από μερικά χρόνια μπροστά στα μάτια του η γυναίκα του κινδύνεψε να χάσει τη ζωή της σε αυτοκινητικό ατύχημα όταν τη χτύπησαν πέντε αμάξια εναλλάξ και σώθηκε σαν από θαύμα, ανακουφισμένος ο ηθοποιός εξομολογήθηκε στα ΜΜΕ: «Μου την έστειλε ο Θεός για τα τελευταία χρόνια της ζωής μου...».

Τα πέτρινα χρόνια 

Δεν ήταν όλα ρόδινα στην αφετηρία της καριέρας του τη δεκαετία του ’70. Δεν ήταν συναισθηματικά ευάλωτος ή ανασφαλής, δεν απογοητευόταν εύκολα, δεν του έλειπε η ερμηνευτική αυτοπεποίθηση, καλλιεργούσε τις δεξιότητές του, είχε τα κότσια του μαχητή. Επρεπε όμως να ξεπεράσει τις αγωνίες και τους φόβους του ανθρώπου που βίωσε την ανυπόφορη φτώχεια. Του ξυπόλητου με εφημερίδες στα τρύπια του παπούτσια, του πεινασμένου στα όρια της λιμοκτονίας και του ατσίγαρου που κάπνιζε τις πεταμένες γόπες που καμάκωνε στις στάσεις των λεωφορείων - όπως είχε εξομολογηθεί.

 Χώρια την καχυποψία του για τους αναμενόμενους διαγκωνισμούς από φτασμένους πρωταγωνιστές. Την ενθάρρυνση που αναζητούσε του την έδωσε αβίαστα το κοινό. Ξεκίνησε στα 20 του στο θέατρο κουβαλώντας εντελώς βουβός απλώς ένα καφάσι στην παράσταση «Η Χαμογελαστή Αντάρτισσα και οι Αμερικάνοι». Παρότι χωρίς ατάκα δεν ψέλλιζε ούτε λέξη, η μόλις 48 κιλών ασυνήθιστη φιγούρα του έκανε εντυπωσιακό γκελ στους θεατές. Μέχρι να ακουμπήσει το καφάσι στη σκηνή ο κόσμος σπάραζε στα γέλια και χειροκροτούσε. Στην επόμενη απόπειρα, πάλι σε επιθεώρηση στο θέατρο Παρκ, ανέλαβε σε ένα και μοναδικό στιγμιότυπο το ρολάκι ενός Κινέζου που έκανε το πουλάκι. Η μοναδική φράση που εκστόμιζε ήταν «Τακατίκι, τακατίκι, τακατίκι, τακατό» στον Σωτήρη Μουστάκα.

 Στην αίθουσα χαμός. Εκλεβε σαν ζωντανό καρτούν την παράσταση. Την ίδια εποχή συμμετείχε στην πρώτη του ταινία «Διαμάντια στο γυμνό της σώμα» με μια εμφάνιση στα πρώτα λεπτά ως εκτιμητής διαμαντιών. Δεν είχε κλείσει καλά-καλά τα 21 του χρόνια. Την πραγματική επιτυχία τη γνώρισε όταν έφτασε πια στα 26 του στο θέατρο «Βέμπο» και στην παράσταση «Τραγούδα, θεατρίνε» μαζί με τον Τόλη Βοσκόπουλο. Είχε μπει πλέον σε θέση εκτόξευσης χάρη στον αρχοντάνθρωπο Τόλη, που τον εδραίωσε στο θεατρικό σανίδι αλλά και απογείωσε την αναγνωρισιμότητά του αφήνοντάς τον να κάνει στη σκηνή ό,τι του κατέβαινε και να λέει ό,τι πέρναγε κάθε φορά από το μυαλό του.

Ο Στάθης Ψάλτης ήταν από τους μεγάλους καρδιοκατακτητές της ελληνικής σόουμπιζ. Μία από τις συζύγους του ήταν και η ξανθιά σεξοβόμβα της δεκαετίας του ’90 Τάρια Μπούρα  

Ο Ψάλτης, που σε όλη του τη ζωή δεν υπήρξε ποτέ αχάριστος, φρόντιζε διαρκώς να διαμηνύει προς πάσα κατεύθυνση το χρέος και την ευγνωμοσύνη που όφειλε στον τροβαδούρο της αγάπης. Το ίδιο μεγάλο «ευχαριστώ» απηύθυνε δημοσίως και στους θιασάρχες Βασίλη Μπουρνέλη και Βαγγέλη Λιβαδά που τον εμπιστεύτηκαν στις θεατρικές επιχειρήσεις τους δίνοντάς του την ευκαιρία να αναδείξει το πολλά υποσχόμενο ταλέντο του. Και μετά ήρθε ο κινηματογράφος στις αρχές των 80s να του χαρίσει ανέλπιστη, ακόμη και για τα πιο τολμηρά όνειρά του, δόξα. Γύρισε περίπου 13 φιλμ με υπαινικτικούς τίτλους και υποτυπώδη σενάρια ως πρωταγωνιστής. Λίγο πολύ έπαιξε σε όλες παραλλαγές του ίδιου ρόλου. Το διασκέδασε παρέα με τους περισσότερους νέους ανερχόμενους ηθοποιούς της εποχής σε αυτές τις μάλλον επιτυχημένες εμπορικά ταινίες. Παρότι αμειβόταν σχεδόν πενιχρά, κέρδισε στη συγκυρία την προσδοκώμενη φήμη του που τον μετέτρεψε σε ιδιότυπο ποπ είδωλο σε μια περίοδο μπουχτισμένη από βαρύγδουπα δήθεν και προκάτ «βαριά» μαζική κουλτούρα, λίγο πριν από την επέλαση της φανταχτερής γκλαμουριάς. 

Ο Στάθης Ψάλτης επέλεξε να μην παγιδευτεί στις πονηριές της υποκριτικής υπερβολής, στις επιφανειακές γκριμάτσες του χοντροκομμένου αστείου και τη φωνακλάδικη αθυροστομία της κινηματογραφικής μπαλαφάρας. Υποδυόταν το ψώνιο, αλλά δεν ήταν κορόιδο. Είχε τη διορατικότητα να αποσυρθεί έγκαιρα πριν αυτό το επιφανειακό σκηνικό γέλιου καταρρεύσει ολοκληρωτικά και ο ίδιος εγκλωβιστεί μαζί του στην προκατάληψη και την απόρριψη. Μετέφερε με πιο φρέσκες ιδέες το ταλέντο του στους αυτοσχεδιασμούς, τη σχεδόν ακροβατική υπερδραστηριότητα και τη σωματική του αντοχή στην επιθεώρηση. Σε αυτό το δύσκολο είδος που, όπως έλεγε, ο ηθοποιός βρίσκεται διαρκώς μεταξύ αέρος, σκηνής και κοινού. Και κατάφερε να σταθεί με το κεφάλι ψηλά απέναντι σε όσους έλεγαν ότι είναι κρίμα να πηγαίνει χαμένος ένας τόσο ικανός ηθοποιός. Λεφτά δεν έκανε, έλεγε χωρίς να παραπονιέται. «Δεν έχω κότερα, δεν έχω ιδιωτικές πισίνες, έχω μόνο δάνειο να πληρώσω και μένω σε ένα σπίτι με ενοίκιο εκτός Αθηνών», τόνιζε υπογραμμίζοντας ότι η μεγαλύτερη ανταμοιβή του είναι η αναγνώριση του κόσμου με ένα απλό «Γεια σου, Στάθη!» στον δρόμο. Ηταν η πιο ακριβή επιβράβευση αυτό το ανεπιτήδευτο εύσημο μέσα στην ανωνυμία του πλήθους γι’ αυτόν που αθόρυβα βοηθούσε όποιον είχε ανάγκη χωρίς να προβάλλει τη φιλανθρωπία του.

Στα 45 χρόνια καριέρας του απέναντι στον θεατή, άλλωστε, σεβάστηκε όλα τα είδη της υποκριτικής τέχνης που υπηρέτησε: κωμωδία, δράμα, αρχαία τραγωδία, επιθεώρηση, σί­ριαλ. Τίμησε με πειστικότητα, ειλικρίνεια και καλλιτεχνική δεινότητα εξίσου την κινηματογραφική σκηνή, το θεατρικό σανίδι, το τηλεοπτικό στούντιο, όπου καλλιέργησε με την ατάκα, την κίνηση και τον ρυθμό του μια αμφίδρομη σχέση αγάπης με το κοινό.

 Δεν επαναπαύτηκε στις δάφνες του δημοφιλούς λαϊκού ηθοποιού με το φουλάρι, τα μεγάλα ή μικρά γυαλιά και το πασίγνωστο πλατύ χαμόγελο. Πήρε δίχως έπαρση ρίσκα, αναμετρήθηκε με σπουδαίους και προσέγγισε με ζήλο απαιτητικούς μικρούς ρόλους, πάντα με μια σπίθα αέρινης τρέλας και μια δόση εσωτερικής μελαγχολίας, ξεδιπλώνοντας τη μεγάλη γκάμα των ερμηνευτικών του χαρισμάτων. Με το άμεσο χιούμορ και τον υπαινικτικό του σαρκασμό, έσπρωξε με ενθουσιασμό την ισόρροπη συγγένεια της τέχνης του με τη ζωή ως τα έσχατα προπύργια των εκφραστικών του μέσων. Χωρίς να προδώσει καμία από τις παραστάσεις στις οποίες είχε αφήσει ένα κομμάτι της καρδιάς του. Εως ότου μετά από άνιση αλλά θαρραλέα μάχη έσβησαν γι’ αυτόν τα φώτα της ράμπας. Με ένα φινάλε δυνατό σαν τους σπαρακτικά δραματικούς μονολόγους στο τέλος των επιθεωρήσεών του. Οταν σκορπούσε δάκρυα συγκίνησης στους θεατές, που προηγουμένως είχαν ξελιγωθεί στα γέλια. Με αυτήν τη λίγο πρόζα, λίγο σαρκαστική παρλάτα έβαζε καλλιτεχνικά την παρηγορητική υπογραφή του συνδέοντας την ψυχαγωγική κωμωδία με το σατυρικό δράμα. Σφραγίζοντας με μια «καληνύχτα» σαν αντεστραμμένο «Βασικά καλησπέρα σας» τις μικρές και τις μεγάλες τραγωδίες της ζωής. Ισως ένας λόγος παραπάνω για να θυμάται και αύριο το κοινό αυτόν τον αυθεντικά σπάνιο λαϊκό ηθοποιό. 

Tags
Back to top button