
Τα κράτη -μέλη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) υιοθέτησαν επίσημα την πρώτη παγκόσμια συμφωνία για την πανδημία. Η απόφαση-ορόσημο της 78ης Παγκόσμιας Συνέλευσης Υγείας συνοψίζει περισσότερα από τρία χρόνια εντατικών διαπραγματεύσεων που ξεκίνησαν από τις κυβερνήσεις ως απάντηση στις μεγάλες επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού και με γνώμονα τον στόχο να καταστεί ο κόσμος πιο ασφαλείς από μελλοντικές πανδημίες -και πιο δίκαιος στην αντιμετώπιση τους.
Η συμφωνία, ωστόσο, δεν έγινε δεκτή από όλες τις χώρες, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν συμμετείχαν, γεγονός που δημιουργεί ερωτήματα ως προς την καθολική της εφαρμογή.
«Ο κόσμος είναι σήμερα ασφαλέστερος χάρη στην ηγεσία, τη συνεργασία και τη δέσμευση των κρατών-μελών μας για την υιοθέτηση της ιστορικής συμφωνίας του ΠΟΥ για την πανδημία», δήλωσε ο Δρ. Tedros Adhanom Ghebreyesus, Γενικός Διευθυντής του ΠΟΥ. «Η συμφωνία αποτελεί νίκη για τη δημόσια υγεία, την επιστήμη και την πολυμερή δράση. Θα διασφαλίσει ότι, συλλογικά, μπορούμε να προστατεύσουμε καλύτερα τον κόσμο από μελλοντικές απειλές πανδημιών. Αποτελεί, επίσης, αναγνώριση από τη διεθνή κοινότητα ότι οι πολίτες, οι κοινωνίες και οι οικονομίες μας δεν πρέπει να αφεθούν ευάλωτες για να υποστούν ξανά απώλειες, όπως αυτές που υπέστησαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού».
Οι κυβερνήσεις ενέκριναν τη συμφωνία του ΠΟΥ για την πανδημία σε μια σύνοδο ολομέλειας της Παγκόσμιας Συνέλευσης Υγείας, του κορυφαίου οργάνου λήψης αποφάσεων του ΠΟΥ. Η έγκριση ακολούθησε την έγκριση της συμφωνίας με ψηφοφορία (124 υπέρ, 0 αντιρρήσεις, 11 αποχές) στην Επιτροπή από τις αντιπροσωπείες των κρατών μελών.
«Ξεκινώντας κατά τη διάρκεια της κορύφωσης της πανδημίας του κορωνοϊού, οι κυβερνήσεις από όλες τις γωνιές του κόσμου έδρασαν με μεγάλο σκοπό, αφοσίωση και επείγοντα χαρακτήρα, ασκώντας έτσι την εθνική τους κυριαρχία, για να διαπραγματευτούν την ιστορική συμφωνία του ΠΟΥ για την πανδημία που εγκρίθηκε», δήλωσε ο Δρ. Teodoro Herbosa, Γραμματέας του Υπουργείου Υγείας των Φιλιππίνων και Πρόεδρος της φετινής Παγκόσμιας Συνέλευσης Υγείας.
«Τώρα που η Συμφωνία πήρε σάρκα και οστά, πρέπει όλοι να δράσουμε με τον ίδιο επείγοντα χαρακτήρα για να εφαρμόσουμε τα κρίσιμα στοιχεία της, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων που εξασφαλίζουν ισότιμη πρόσβαση σε σωτήρια προϊόντα υγείας που σχετίζονται με την πανδημία. Στο πλαίσιο αυτό, προβλέπεται ότι οι φαρμακοβιομηχανίες που συμμετέχουν στη συμφωνία θα διαθέτουν το 20% της παραγωγής τους σε εμβόλια, θεραπείες και διαγνωστικά μέσα στον ΠΟΥ, ώστε να διασφαλιστεί η πρόσβαση των φτωχότερων χωρών. Καθώς η πανδημία του κορωνοϊού ήταν μια έκτακτη ανάγκη που συνέβη μία φορά στη ζωή, η συμφωνία του ΠΟΥ προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία να αξιοποιήσουμε τα διδάγματα που αντλήσαμε από την κρίση και να διασφαλίσουμε ότι οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο θα είναι καλύτερα προστατευμένοι, εάν εμφανιστεί μια μελλοντική πανδημία».
Η συμφωνία του ΠΟΥ για την πανδημία καθορίζει τις αρχές, τις προσεγγίσεις και τα εργαλεία για καλύτερο διεθνή συντονισμό σε διάφορους τομείς, προκειμένου να ενισχυθεί η παγκόσμια υγειονομική αρχιτεκτονική για την πρόληψη, την ετοιμότητα και την αντιμετώπιση πανδημιών. Αυτό περιλαμβάνει την ισότιμη και έγκαιρη πρόσβαση σε εμβόλια, θεραπευτικά και διαγνωστικά.
Όσον αφορά την εθνική κυριαρχία, η συμφωνία αναφέρει ότι «καμία διάταξη της Συμφωνίας του ΠΟΥ για την πανδημία δεν ερμηνεύεται ότι παρέχει στη Γραμματεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, συμπεριλαμβανομένου του Γενικού Διευθυντή του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, οποιαδήποτε εξουσία να κατευθύνει, να διατάσσει, να τροποποιεί ή να προδιαγράφει με άλλο τρόπο την εθνική ή/και εσωτερική νομοθεσία, κατά περίπτωση, ή τις πολιτικές οποιουδήποτε μέρους, ή να δίνει εντολή ή να επιβάλλει με άλλο τρόπο απαιτήσεις από τα μέρη να λαμβάνουν συγκεκριμένες ενέργειες, όπως απαγόρευση ή αποδοχή ταξιδιωτών, επιβολή εντολών εμβολιασμού ή θεραπευτικών ή διαγνωστικών μέτρων ή εφαρμογή αποκλεισμών».
Η συμφωνία δεν έχει ακόμη τεθεί πλήρως σε ισχύ, καθώς απομένει η έγκριση ενός παραρτήματος για την ανταλλαγή παθογενών πληροφοριών, οι διαπραγματεύσεις για το οποίο αναμένεται να ξεκινήσουν τον Ιούλιο και ενδέχεται να διαρκέσουν έως δύο χρόνια.