Ένα ερώτημα απασχολεί ουσιαστικά και εκ των πραγμάτων την ηγεσία κυβέρνησης και ΣΥΡΙΖΑ, μετά τις τελευταίες εξελίξεις στο μέτωπο των συζητήσεων μεταξύ των δανειστών (δηλαδή ανάμεσα σε Βερολίνο και ΔΝΤ για την ακρίβεια) και με βάση τα όσα συζητήθηκαν στην εξάωρη πεντάωρη συνεδρίαση χθες της πολιτικής γραμματείας του κόμματος: Εάν θα πρέπει να γίνει αποδεκτή η όποια συμφωνία δοθεί προς την ελληνική πλευρά στο Εurogroup της 15ης Ιουνίου ή θα επιδιωχθεί μία πολιτική «καθαρή λύση για το χρέος» (με όλο το ρίσκο της καθυστέρησης ή της απόρριψης) στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις 22 του ίδιου μήνα.
Και στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί ο στόχος ούτε εκεί, εάν και πάλι πρέπει να γίνει ή όχι αυτή η «κακή» πρόταση των δανειστών ή η κυβέρνηση να αρνηθεί τώρα οποιονδήποτε συμβιβασμό, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα θεωρηθεί κλεισμένη η δεύτερη αξιολόγηση και θα έχει εξασφαλίσει τη καταβολή της μεγάλης δόσης από τους δανειστές, ώστε να πληρώσει τις δανειακές υποχρεώσεις της τον Ιούλιο. Για τον σκοπό αυτό άλλωστε, το κλείσιμο αυτής καθαυτής της β' αξιολόγησης, εργάζεται πυρετωδώς και όπως, δήλωνε κυβερνητικός αξιωματούχος «όλα τα προαπαιτούμενα θα είναι έτοιμα από την ελληνική πλευρά τις επόμενες ημέρες με στόχο να πάμε στο Eurogroup με το μόνο ζήτημα ανοιχτό να είναι το χρέος».
Η κυβέρνηση εξακολουθεί να δηλώνει με αισιοδοξία ότι είναι εφικτή μία συμφωνία στο επικείμενο Eurogroup, που θα περιλαμβάνει συμφωνία για το ελληνικό χρέος, με τρόπο που να εντάσσει τη χώρα στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ και να την οδηγεί σε έξοδο στις αγορές το 2018.
Ωστόσο, δεν υπάρχει η ίδια σιγουριά και στο παρασκήνιο. Στις κυβερνητικές συσκέψεις των ημερών και στη συνεδρίαση της πολιτικής γραμματείας συζητούνται όλα τα σενάρια, ακόμη και το χειρότερο, μετά τη διαφαινόμενη σύμπλευση Βερολίνου και ΔΝΤ για την παρουσία του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα και το θέμα του χρέους. Να μην δοθεί δηλαδή η παραμικρή σοβαρή λύση για το χρέος, ούτε κάποιος οδικός χάρτης για έξοδο στις αγορές και φυσικά τίποτα για την ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ.
Ο φόβος είναι διάχυτος και η αμηχανία εμφανής σε Μαξίμου και Κουμουνδούρου.
Γι’ αυτό και η πολιτική γραμματεία στην ανακοίνωσή της επανήλθε στις απειλές προς τους δανειστές ότι εάν δεν δοθεί λύση στο θέμα του χρέους και πάντως μία συνολική συμφωνία, που να διευθετεί αποτελεσματικά το ελληνικό ζήτημα, τότε η κυβέρνηση θα ακυρώσει τα δημοσιονομικά μέτρα για το 2019 και 2020 που ψήφισε πρόσφατα η Βουλή.
Η απειλή μοιάζει περισσότερο με απέλπιδα προσπάθεια μίας κάποιας πίεσης στο μέτωπο Βερολίνου - ΔΝΤ, αλλά και κινητοποίησης άλλων δυνάμεων όπως η Κομισιόν, ή το Παρίσι, που θεωρούνται πιο ευνοϊκά διακείμενοι πόλοι εξουσίας προς την ελληνική πλευρά.
Έχοντας ωστόσο απέναντί της η κυβέρνηση μία κοινή γραμμή Σόιμπλε - Λαγκάρντ δύσκολα μπορεί να περιμένει θεαματική μεταστροφή στο Εurogroup υπέρ μίας επιθυμητής λύσης. Η επίσημη ελληνική θέση πάντως παραμένει σταθερή: «Δεν απορρίψαμε μια πρόταση στις 22 για να τη δεχτούμε στις 15, ωστόσο εάν υπάρξουν οι αναγκαίες αλλαγές που θα λύνουν τα χέρια της ΕΚΤ θα μπορούσαμε να το δούμε».
Οι ελπίδες πάντως παραμένουν: «Βρισκόμαστε σε στάση αναμονής, τονίζουν και προσθέτουν πως αναμένουν την πρόταση και τις αλλαγές που μπορούν να γίνουν ώστε να υπάρχουν λεκτικές διατυπώσεις που μπορεί να δίνουν τη δυνατότητα στην ΕΚΤ να εντάξει τη χώρα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης» έλεγε κυβερνητική πηγή.
Μετά τη συνεδρίαση της πολιτικής γραμματείας δεν έγιναν διαφωτιστικές δηλώσεις για τις προθέσεις της κυβέρνησης. Πέρα από τα όσα ανέφερε αργότερα η ανακοίνωση του οργάνου, διατυπώθηκαν στη συνεδρίαση δύο απόψεις: η μία υποστήριξε ότι η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να αποδεχθεί όποια λύση προτείνουν οι δανειστές και να συνεχιστεί η προσπάθεια για την έξοδο στις αγορές (ου μην και για την ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση) και η άλλη, μειοψηφική μάλλον, που τάχθηκε υπέρ της απόρριψης μίας συμφωνίας, που θα οδηγήσει την κυβέρνηση σε πολιτική ήττα και σύντομα σε πολλαπλό αδιέξοδο.