Τοῦ Δημητρίου Ἰ. Τσελεγγίδη, καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ Ἡ ἐργασία ὡς φυσικὴ δραστηριότητα τοῦ ἀνθρώπου, καὶ μία ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς του, ὄχι μόνο καταφάσκει στὸ καθαυτὸ εἶναι του, ἀλλὰ ἐκφράζει σὲ ἰδιαίτερα σημαντικὸ βαθμὸ καὶ τὴν ἐσώτερη-πνευματικὴ ποιότητά του. Σύμφωνα μὲ τὴ σύγχρονη ἐκκοσμικευμένη θεώρηση τῆς ζωῆς, ὁ χαρακτήρας τῆς ἐργασίας εἶναι κατεξοχὴν οἰκονομικὸς καὶ κοινωνικός. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ἐργάζεται γιὰ νὰ καλύψει τὶς βιοτικὲς ἀνάγκες του καὶ νὰ καταξιώσει κοινωνικὰ τὴν ὕπαρξή του. Μέσα ὅμως στὸ πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἐργασία τοῦ ἀνθρώπου ἐμπλουτίζεται θεολογικὰ καὶ συνδέεται ὀργανικὰ μὲ τὸν γενικότερο ἐσχατολογικὸ προσανατολισμὸ τῶν πιστῶν. Εἰδικότερα, ὁ θεολογικὸς ἐμπλουτισμὸς τῆς ἔννοιας τῆς ἐργασίας ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες σὲ συνάρτηση μὲ τὸν ἐσχατολογικὸ προσανατολισμὸ τους προσφέρουν σαφῶς εὐρύτερο καὶ κυρίως βαθύτερο περιεχόμενο στὴν ἀνθρώπινη ἐργασία. Ἀλλ’ ἐδῶ εἶναι ἴσως χρήσιμες καὶ ἀπαραίτητες κάποιες ἐννοιολογικὲς διευκρινίσεις. Μιλώντας γιὰ ἐσχατολογικὸ προσανατολισμὸ ἐννοοῦμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας δὲν προσδιορίζει τὴ σχέση του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ πράγματα μὲ βάση τὴν ἀμεσότητα τοῦ παρόντος, ἀλλὰ μὲ βάση τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ποὺ διασφαλίζεται ἐνδοκοσμικὰ μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, νοηματοδοτεῖ τὸ παρὸν καί, χωρὶς νὰ περιορίζεται ἀπὸ αὐτό, ἐπεκτείνεται στὴν αἰωνιότητα. Θεμελιῶδες χαρακτηριστικό τοῦ παραπάνω ἐσχατολογικοῦ προσανατολισμοῦ τῶν πιστῶν εἴναι η πρόγευση τῆς μέλλουσας βασιλείας στὸ παρὸν τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ σαφὴς καὶ «ἐν πολλὴ αἰσθήσει» πρόγευση τῶν ἐσχάτων στὸ ἑκάστοτε ἱστορικὸ παρὸν εἶναι ἐκείνη, ποὺ δίνει ἐμπειρικῶς τὴν δυνατότητα σχετικοποιήσεως τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου. Ως ζωντανὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας οἱ πιστοὶ βρίσκονται βιωματικῶς στὸ μεθόριο τοῦ παρόντα καὶ τοῦ μέλλοντα αἰώνα, ἀντλώντας ἀπὸ τὴν «ἀρχιμήδεια» αὐτὴ θέση δυνατότητες γιὰ πνευματικὲς παρεμβάσεις στὰ πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Παρεμβάσεις, ποὺ ἔχουν πάντοτε διορθωτικὸ καὶ θεραπευτικὸ χαρακτήρα. Ἡ μέλλουσα αἰώνια ζωὴ γίνεται μέτρο καὶ κριτήριο, μὲ τὰ ὁποία ἀνακρίνεται καὶ κρίνεται ἡ παροῦσα ζωὴ μαζὶ μὲ τὶς κοινωνικὲς δομὲς καὶ λειτουργίες της. Τὸ ἱστορικὸ παρὸν συνδεόμενο ὀργανικὰ μὲ τὸ αἰώνιο μέλλον ἐμπλουτίζεται μὲ ἀξίες καὶ δυνατότητες, οἱ ὁποῖες ἀπεγκλωβίζουν τὰ πράγματα καὶ τὶς σχέσεις τοῦ παρόντος σὲ βαθμό, ποὺ αὐτὰ νὰ παίρνουν προοπτικὲς αἰωνιότητας.[1] Μετὰ τὶς εἰσαγωγικὲς αὐτὲς διευκρινίσεις, θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ παρουσιάσουμε μιὰ σύντομη θεολογία τῆς ἐργασίας, ὅπως αὐτὴ προκύπτει ἀπὸ τὴν θεολογικὴ σκέψη τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι, σημειωτέον, διακρίθηκαν ἰδιαίτερα καὶ στὸν πρακτικὸ χῶρο τῆς ἐργασίας, ἀφοῦ ἀνέπτυξαν πρωτοποριακὴ ποιμαντική, κοινωνικὴ καὶ συγγραφικὴ δράση. Καταρχήν, θὰ πρέπει νὰ ποῦμε, ὅτι ἡ θεολογικὴ σκέψη τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ὅπως καὶ ὅλων τῶν ἄλλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι θεοκεντρικὴ καὶ ἀκριβέστερα θεανθρωποκεντρική. Οἱ θεολογικὲς θέσεις τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν γιὰ τὴν ἐργασία εἶναι σὲ διευρυμένη μορφή, οὐσιαστικά, οἱ ἴδιες ἀλήθειες, ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ Θεὸς στὴν Ἁγία Γραφή. Ἔτσι, ἡ διδασκαλία τῶν Τριῶν Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων γιὰ τὴν ἐργασία, καθὼς ἐμπνέεται ἀπὸ τὸ ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα, δὲν ἔχει ὑποκειμενικὸ χαρακτήρα, ἀλλὰ ἀποτελεῖ αὐθεντικὴ διδασκαλία τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας στὸ σύνολό της. Ἡ ἐργασία καθεαυτὴν ἔχει τὸ αἰώνιο πρότυπό της στὸν Τριαδικὸ Θεό. Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς καὶ μετὰ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου ἐργάζεται, ὅπως μᾶς διαβεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: «Ὁ Πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, καγῶ ἐργάζομαι»[2]. Ἡ ἀκατάπαυστη ἐργασία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο ἀναφέρεται στὴ συνεχῆ πρόνοια τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴ σύνολη κτίση: «Καὶ ἐργασίαν λέγει τὸ διακρατεῖν τὰ γεγενημένα… καὶ ἠνιοχεῖν τὸν σύμπαντα χρόνον», σημειώνει ὁ χρυσορρήμονας Πατέρας. Ἂν δὲν συνέβαινε αὐτό, πῶς θὰ ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑπάρχει τὸ σύμπαν; Ἂν δηλαδὴ τὸ «χέρι» τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέγει, δὲν τὰ κυβερνοῦσε ὅλα καὶ τὸ ἀνθρώπινο γένος[3]; Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ πληροφορεῖται «τὴν διηνεκῆ τοῦ Πατρὸς ἐργασίαν» παρατηρώντας ὄχι μόνο τὴν κίνηση τοῦ ἥλιου καὶ τῆς σελήνης, ἀλλὰ καὶ τὶς λειτουργίες ὅλης τῆς ἄλογης καὶ λογικῆς φύσεως. Ὅσα βλέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ συμβαίνουν στὴ φύση, δὲν συμβαίνουν ἀπὸ μόνα τους, ἀλλὰ ὀφείλονται στὴν ἀγαπητικὴ φροντίδα καὶ τὴν προνοητικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Τὰ παραπάνω ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τὰ θεμελιώνει καὶ βιβλικῶς. «Ἀνατέλει γάρ, φησίν», σημειώνει, «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς, καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους»[4]. Καὶ πάλιν εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς πῦρ βαλλόμενον, οὕτως ὁ Θεὸς ἀμφιέννυσιν [5], καὶ περὶ τῶν πετεινῶν διαλεγόμενος πάλιν ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτὰ»[6]. Ἀλλά, καὶ κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, τὸ δημιουργικὸ «πρόσταγμα» τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ ἀκατάπαυστα στὸν κόσμο, ἡ δημιουργία συνεχίζεται, καὶ ὁ Θεὸς ἐργάζεται.[7] Εἶναι προφανές, ὅτι ἐδῶ ἡ ἐργασία τοῦ Θεοῦ ἔχει τὴν ἔννοια τῆς ἄκτιστης ἐνέργειάς του. Ἀλλὰ καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἐργασία του ἔχει ὀντολογικὴ θεμελίωση, ἀποτελεῖ γνώρισμα τοῦ «κατὰ φύσι», εἶναι φυσιολογικὸ γνώρισμά του. Ἡ ψυχὴ μάλιστα τοῦ ἀνθρώπου κινεῖται ἐκ φύσεως ἀκατάπαυστα. «Τὸν ἄνθρωπον», παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «ἔμπρακτον ἐποίησε ὁ Θεὸς καὶ κατὰ φύσιν αὐτῶ ἔστι τῷ ἐργάζεσθαι»[8]. Πέρα ὅμως ἀπὸ τὴν φυσιολογικότητά της, ἡ ἐργασία εἶναι ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ μάλιστα ἐντολή, ποὺ δόθηκε σ’ αὐτὸν πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση του στὴν ἁμαρτία. «Καὶ ἔλαβεν Κύριος ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, ὂν ἔπλασε, καὶ ἔθετο αὐτὸν ἐν τῷ παραδείσω τῆς τρυφῆς ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φύλασσειν»[9], διαβάζουμε στὸ κείμενο τῆς Γενέσεως. Ποιό ἦταν ὅμως τὸ νόημα τῆς ἐντολῆς γιὰ τὴν ἐργασία στὸν παράδεισο; Ὅπως ἕνας φιλόστοργος πατέρας ἐπινοεῖ γιὰ τὸ μικρὸ παιδί του, ποὺ ἀπολαμβάνει πολλὴ ἄνεση καὶ ἐλευθερία, καὶ τοῦ ἀναθέτει κάποια μικρὴ καὶ ἀνάλογη μὲ τὶς δυνατότητές του φροντίδα, ἔτσι καὶ ὁ Θεός, λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, δίνει τὴν ἐντολὴ γιὰ ἐργασία καὶ φροντίδα τοῦ παραδείσου, «ἴνα μὴ ἀποσκιρτήση ἐκ τῆς ὑπερβαλλούσης ἀνέσεως ὁ ἄνθρωπος». Ὁ παράδεισος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ἐργασία τοῦ ἀνθρώπου. Ἂν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κάθε φροντίδα, θὰ ἀπέκλινε πρὸς τὴ ραθυμία, ἐξαιτίας τῆς πολλῆς ἀνέσεώς του. Ἀπασχολούμενος ὅμως ἐκεῖ μὲ κάποια ἀνώδυνη ἐργασία, θὰ διακατέχονταν ἀπὸ περισσότερη εὐφροσύνη καὶ θὰ προωθοῦνταν ἤρεμα στὴν τελειωτική του πορεία[10]. Ἡ χωρὶς κόπο καὶ ταλαιπωρία ἐργασία του θὰ τοῦ παρεῖχε «πολλὴν τὴν φιλοσοφίαν»[11]. Ἡ ἀνάμιξη τοῦ κόπου μὲ τὴν ἐργασία ὁρίστηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μετὰ τὴν πτώση καὶ τὴν ἔξωση ἀπὸ τὸν παράδεισο ὡς μέρος τοῦ «ἐπιτιμίου» γιὰ τὴν ἀνυπακοὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεὸ[12]. Ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδὰμ ἔκανε πλέον τὴν ἐργασία ἐπίπονη. Ὁ Θεὸς ὅρισε στὸν ἄνθρωπο «μὲ τὸν ἱδρώτα τοῦ προσώπου του νὰ τρώει τὸ ψωμί του». Βέβαια, τὰ ὅσα εἶπε ὁ Θεὸς στὸν Ἀδάμ, εἶναι φανερό, σημειώνει ὁ Μ. Βασίλειος, ὅτι «πάσι τοῖς ἐξ αὐτοῦ γεγεννημένοις εἴρηται»[13], ἰσχύουν δηλαδὴ καὶ γιὰ ὅλους τούς ἀπογόνους τοῦ Ἀδάμ. Ἀπὸ τὰ παραπάνω εἶναι φανερό, ὅτι ὁ Θεὸς δημιουργώντας τὸν ἄνθρωπο δὲν τὸν θέλησε ἀργὸ καὶ ἀκίνητο ἀλλὰ δραστήριο σ’ αὐτά, ποὺ τοῦ ἁρμόζουν, τόσο μέσα ὅσο καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν παράδεισο»[14]. Ἡ ἐργασία, ποὺ ὅρισε ὁ Θεὸς ὡς ὑποχρέωση στὸν ἄνθρωπο πρὶν ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν πτώση, ἔχει κατὰ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες σαφως παιδαγωγικὸ χαρακτήρα. Ο Θεὸς κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο μετὰ τὴν πτώση εἰσήγαγε τὸν κόπο στὴν ἐργασία «διὰ τὸ χρήσιμον καὶ λυσιτελές». Καί, ἐνῶ φαίνεται ὡς τιμωρία ἡ ρήση τοῦ Θεοῦ: «ἐν ἰδρώτι τοῦ προσώπου σου φαγῆ τὸν ἄρτον σου»[15] ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι «νουθεσία τίς ἐστι καὶ σωφρονισμὸς καὶ τῶν τραυμάτων τῶν ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας γενομένων φάρμακον»[16]. Ἡ ἐργασία συμβάλλει στὴν εὔκολη ἀπομάκρυνση τῶν πονηρῶν λογισμῶν ἀπὸ τὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου[17] ἐνεργώντας ὡς θεραπευτικὸ φάρμακο. Αὐτὴ καθιστὰ τὴν ψυχὴ καθαρότερη καὶ τὸ νοῦ ὑγιέστατο. «Ὁ ἐν ἐργασία ὧν», σημειώνει ὁ χρυσορρήμονας Ἱεράρχης, «οὐδὲν ταχέως περιττὸν παραδέξεται οὔτε ἐν ἔργοις οὔτε ἐν λόγοις οὔτε ἐν ἐννοίαις· ὅλη γὰρ διόλου συντάττεται πρὸς τὸν ἐπίπονον βίον ἡ ψυχὴ»[18]. Ἡ κοπιαστικὴ ζωή, ἐξαιτίας τῆς ἐργασίας, γίνεται σχολεῖο τῆς ἀρετῆς[19]. Αὐτὸς εἶναι οὐσιαστικὰ καὶ ὁ παιδαγωγικὸς λόγος, ποὺ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος συνιστᾶ στοὺς γονεῖς νὰ παρέχουν ἀπὸ τὴν νηπιακὴ ἀκόμη ἡλικία στὰ παιδιὰ τους κάποια ἐργασία, ποὺ νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς σωματικὲς καὶ διανοητικὲς ἱκανότητές τους. Συγκεκριμένα, τὰ παιδιὰ ὀφείλουν νὰ κάνουν μόνα τους ὅλα, ὅσα εἶναι στὶς δυνατότητές τους καὶ ἀφοροῦν τὴ λειτουργικότητα τῆς οἰκογένειας σὲ καθημερινὴ βάση[20]. Ἀλλὰ ὁ κόπος τῆς ἐργασίας, κατὰ τὸν ἱερὸ Πατέρα, παρέχει καὶ εὐχαρίστηση στὸν ἄνθρωπο, ἐνῶ παράλληλα συμβάλλει καὶ στὴν ἀπόκτηση ἀκλόνητης ὑγείας[21], ὄχι μόνο τοῦ σώματος ἀλλὰ καὶ τῆς ψυχῆς. Ἄλλωστε, ὁ κόπος δὲν ἀφορᾶ μόνο τὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχή. Ἔτσι, ἡ πρόσκτηση λ.χ. τῆς ἀρετῆς, κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, εἶναι ὑπόθεση ψυχοσωματική. Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι «διπλούς», «διπλοῦν εἶναι προσήκει καὶ τὸ τῆς ἀρετῆς σπούδασμα πόνοις τὲ σώματος καὶ ψυχῆς ἀσκήμασι κατορθούμενον. Πόνοι δὲ σώματος οὒχ ἡ ἀργία, ἀλλὰ τὸ ἔργον ἐστὶ»[22]. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐπαινεῖ τὸν ἀνθρώπινο μόχθο, ποὺ καταβάλλεται τόσο γιὰ τὴν ἀπόκτηση ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴν διαφύλαξη τοῦ καρποῦ τῆς ἐργασίας, ἐξαίροντας μάλιστα τὴν συμβολὴ τοῦ νοῦ γι’ αὐτὴν καὶ σημειώνοντας, πὼς ὅ,τι ἀποκτᾶ κανεὶς μὲ κόπο τὸ ἐκτιμᾶ περισσότερο καὶ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν διατήρησή του[23]. Ὁ ἐργαζόμενος, κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, ὀφείλει νὰ μὴν αὐτονομεῖ τὴν ἐργασία του, γιατί ἔτσι καλλιεργεῖ ἀτομοκρατική συνείδηση. Ἀντίθετα, θὰ πρέπει νὰ ἔχει τὴν συνείδηση, ὅτι λειτουργεῖ ὡς μέλος ἑνὸς ὀργανικοῦ σώματος. Βέβαια, ὅταν κάποιος δὲν ἀνταποκρίνεται μὲ ἐπιμέλεια στὴν ἐργασία του, ζημιώνεται ὁ ἴδιος, περισσότερο ὅμως κινδυνεύει ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι ἐνεργεῖ εἰς βάρος τοῦ κοινοῦ σώματος[24]. Και ἀκουσίως ἀκόμη ὁ ἐργαζόμενος ἄνθρωπος, κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, φθάνει στὸ συμφέρον του μόνο μέσω τῶν συμφερόντων τοῦ πλησίον του. Τὸ ζητούμενο ὅμως εἶναι ὄχι ἁπλῶς τὸ ἑκουσίως ἀλλὰ καὶ τὸ ἀγαπητικῶς.[25] Ἀπὸ τὸν κόπο τῆς ἐργασίας δὲν δικαιοῦται νὰ ἑξαιρεθεῖ κανείς. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, παρατηρεῖ ὁ Μέγας Καππαδόκης, «κατὰ τὴν πρώτην ἡλικίαν τοῖς γονεύσιν ὑποτασσόμενος, ἅπαντα πόνον σωματικὸν πράως καὶ εὐπειθῶς συνδιέφερεν». Γιατί, βέβαια, ἡ ὑποταγὴ στοὺς γονεῖς ἀποδεικνύει, ὅτι ὑπέμεινε τοὺς κόπους μὲ εὐπείθεια[26]. Ἄλλωστε, καὶ πρὶν ἀρχίσει τὸ δημόσιο σωτηριῶδες ἔργο του ὁ Χριστός, εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι ἀσκοῦσε τὴν ἐργασία τοῦ ξυλουργοῦ [27]. Ἀλλὰ καὶ ὁ κορυφαῖος τῶν Ἀποστόλων, ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἐργαζόταν ὄχι μόνο τὴν ἥμερα ἀλλὰ καὶ τὴ νύχτα. Αὐτός, πού, κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, δὲν ἦταν καθόλου τυχαῖος ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἦταν ἐκεῖνος, ποὺ διέτασσε δαιμόνια, ἦταν δάσκαλος ὅλης τῆς οἰκουμένης καὶ εἶχε τὴν φροντίδα γιὰ τὴν Ἐκκλησία σ’ ὅλο τὸν τότε γνωστὸ κόσμο, καὶ δικαιοῦνταν νὰ ζεῖ ἀπὸ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου[28]. Κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο, ἡ ἐργασία συνιστᾶται μέσα στὰ πλαίσια τοῦ φυσιολογικοῦ καὶ τοῦ μέτρου, ἐνῶ ἡ ἀργία χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Ἁγία Γραφὴ ὡς «ἀταξία»[29]. Ὁ μέγας Ἱεράρχης ὑπενθυμίζει ἐδῶ τὴν Β’ Ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρὸς τοὺς συμπολίτες μας Θεσσαλονικεῖς. «Ἀκούομεν τίνας ἐν ὑμὶν ἀτάκτως περιπατοῦντας, μηδὲν ἐργαζομένους»[30]. Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν ἴδια Ἐπιστολὴ σημειώνει: «Οὐκ ἠτακτήσαμεν ἐν ὑμίν, οὐδὲ δωρεὰν ἄρτον ἐφάγομεν παρὰ τινός, ἀλλ’ ἐν κόπω καὶ μόχθω νύκτα καὶ ἡμέραν ἐργαζόμενοι πρὸς τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαι τινὰ ὑμῶν»[31]. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος σημειώνει ἰδιαίτερα τὸν χειρωνακτικὸ χαρακτήρα τῆς ἐργασίας του λέγοντας: «ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὐσι μετ’ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὖται».[32] Κατὰ συνέπεια, ἂν ἡ ἐργασία σηματοδοτεῖται θετικὰ ὡς ἀγαθό, ἡ ἀργία ἀπορρίπτεται καὶ χαρακτηρίζεται ἀπερίφραστα ὡς κακὸ[33]. Ἡ ἐργασία ἀνήκει στὰ «κατὰ φύσιν», ἐνῶ ἡ ἀργία ἀνήκει, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, στὰ «παρὰ φύσιν». Ἔτσι, «παρὰ φύσιν ἐστὶ τὸ ἀργεῖν»[34]. Ἡ ἀργία, κατὰ τὸν ἴδιο Ἱεράρχη, εἶναι «κακίας μέρος, μᾶλλον δὲ καὶ ὑπόθεσις καὶ ρίζα πονηρά», ἀφοῦ «πάσαν κακίαν ἐδίδαξεν ἡ ἀργία»[35], καὶ εἰδικότερα, «διδάσκαλος πονηρίας ἐγένετο ἐξ ἀρχῆς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτὴν»[36]. Καί, ὅπως ἡ σωματικὴ ἀργία βλάπτει τὸ σῶμα, ἔτσι καὶ ἡ ἀργία τῶν ἀγαθῶν κινήσεων τῆς ψυχῆς βλάπτει καὶ ἐξασθενίζει τὴν ψυχὴ [37].’Ὅ,τι εἶναι τὸ χαλινάρι στὸ ἄλογο, εἶναι στὴν ἀνθρώπινη φύση ἡ ἐργασία [38].Ἐπειδὴ ἡ παροῦσα ζωὴ εἶναι τόπος ἀσκήσεως καὶ παιδαγωγίας, καὶ ἐπειδὴ ἡ ἄνεση καὶ ἡ ἀπραξία καταστρέφουν τοὺς περισσότερους ἀνθρώπους, ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε καὶ ἀσχολίες καὶ κόπο, λέγει ὁ ἱερὸς Πατέρας, ὥστε νὰ λειτουργοῦν σὰν κάποια χαλινάρια, γιὰ νὰ συγκρατοῦν καὶ νὰ τιθασσεύουν τὴν ὑπερηφάνεια τοῦ νοῦ μας[39]. Καί, ἐνῶ σὲ ὅλους γενικὰ ἡ ἀργία ἐνεργεῖ διαβρωτικὰ[40], ὅταν συμβεῖ νὰ ἐπιβληθεῖ στὴ νεότητα, τότε αὐτὴ «θηρίου παντὸς ἀγριωτέρα γίνεται»[41]. Ἀπαντώντας στὸ ἐρώτημα: «εἰ χρὴ ἐργάζεσθαι», ὁ Μ. Βασίλειος ἀποδοκιμάζει τὴν ἀργία καὶ θεμελιώνει βιβλικὰ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἐργασίας. Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος παραγγέλλει στοὺς Θεσσαλονικεῖς: «εἰ τὶς οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω»[42], ὑπογραμμίζει, κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, τὸ πόσο κακὸ εἶναι ἡ ἀργία. Ὅπως εἶναι ἀναγκαία ἡ καθημερινὴ τροφή, ἔτσι εἶναι ἀναγκαία καὶ ἡ ἐργασία. Καί, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς συνέδεσε τὴν ὀκνηρία μὲ τὴν πονηρία λέγοντας ἐκεῖνο τὸ γνωστό: «πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρὲ» [43], θὰ πρέπει νὰ φοβᾶται κανείς, μήπως κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως ζητηθεῖ ἡ ἐργασία, ποὺ ἀναλογεῖ στὴ δύναμή μας ἀπὸ Ἐκεῖνον, ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴν δύναμη νὰ ἐργαζόμαστε»[44]. Τὸ χωρίο τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «εἰ τὶς οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω»[45], ἔχει τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἔννοια, ποὺ ἔχει ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ: «ἄξιος ὁ ἐργάτης τῆς τροφῆς αὐτοῦ»[46], καὶ ἀποτελεῖ οὐσιαστικὰ διαφορετικὴ διατύπωση μὲ ἀρνητικὴ ἐκφορά. Καὶ τὰ δύο αὐτὰ χωρία, τὸ ἕνα ἔμμεσα καὶ τὸ ἄλλο ἄμεσα, συνιστοῦν, θὰ λέγαμε, τὸ δικαίωμα τῆς συντηρήσεως τοῦ ἄνθρωπου διὰ τῆς ἐργασίας. Τοῦτο ὅμως δὲν σημαίνει, ὅτι ἐδῶ βρίσκεται καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ἐργασίας, κατὰ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες. Γιὰ νὰ προσεγγίσουμε σωστὰ καὶ σὲ βάθος τὸν σκοπὸ τῆς ἐργασίας γιὰ τὸν ἄνθρωπο τῆς Ἐκκλησίας, θὰ πρέπει νὰ λάβουμε σοβαρὰ ὑπόψη τὸ πλαίσιο τῆς θεολογικῆς σκέψεως τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, μέσα στὸ ὁποῖο, ἐντασσόμενα τὰ λεγόμενα γιὰ τὴν ἐργασία, γίνονται εὔκολα κατανοητὰ καὶ ἐλαχιστοποιεῖται ὁ κίνδυνος τῶν παρανοήσεων. Οἱ Τρεῖς Οἰκουμενικοὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας προϋποθέτουν τὴν θεμελιώδη πρόταξη τῶν δύο πρώτων καὶ μεγάλων ἐντολῶν: Τὴν πρώτη ἐντολὴ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεό, καὶ τὴν «δευτέραν τὴ τάξει καὶ ὁμοία ἐκείνη, μᾶλλον δὲ συμπληρωτικὴν τῆς προτέρας καὶ ἐξ αὐτῆς ἠρτημένην, τὴν περὶ τοῦ ἀγαπᾶν τὸν πλησίον»[47], κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο. Καταρχήν, ὡς πρὸς τὴν τήρηση τῆς πρώτης ἐντολῆς, ὁ ἄνθρωπος καλεῖται σὲ συνεχῆ, σταθερὴ καὶ ἀμετεώριστη ἀγαπητικὴ ἀναφορὰ τοῦ ὅλου εἶναι του στὸν Θεό. Ἡ συνεχὴς αὐτὴ ἀγαπητικὴ ἀναφορὰ πετυχαίνεται κατεξοχὴν μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, ὄχι ὅμως ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον ἀπὸ αὐτήν. Κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, ὁ ἀπόστολος Παῦλος προβάλλει τὴν ἀναγκαιότητα δύο πραγμάτων, ποὺ θὰ πρέπει νὰ συμβιβάζονται λειτουργικὰ μεταξύ τους, νὰ συνδυάζονται καὶ νὰ μὴν αὐτονομοῦνται, ὥστε νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ εὐαρεστεῖ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὰ δύο. Συγκεκριμένα, ὁ ἀπόστολος Παῦλος προβάλλει στοὺς πιστοὺς τόσο τὸ «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε»[48] ὅσο καὶ τὸ «νύκτα καὶ ἡμέραν ἐργαζόμενοι».[49] Πῶς ὅμως μποροῦν νὰ ἐφαρμόζονται αὐτὲς οἱ προτροπὲς στὴν πράξη; Γιὰ τὴν προσευχή, λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, κάθε καιρὸς εἶναι κατάλληλος. Μὲ τὴν καρδιὰ του μπορεῖ κανεὶς νὰ ὑμνεῖ τὸν Θεὸ πάντοτε. Ἀλλά, καὶ παρὰ τὴν ἐργασία του, ὁ πιστὸς μπορεῖ νὰ ἐκπληρώνει τὴν ὑποχρέωση τῆς προσευχῆς, ἀπὸ τὴ μιὰ εὐχαριστώντας τὸν Θεό, ποὺ τοῦ ἔδωσε τὴν δύναμη γιὰ τὴν ἐργασία, τὴν σοφία τοῦ νοῦ γιὰ τὴν ἀνάληψη τῆς ἐπιστήμης, ποὺ τοῦ χάρισε τὴν ὕλη τῶν ἐργαλείων καὶ τὰ ὑλικὰ τῶν τεχνῶν, ὁπουδήποτε καὶ ἂν ἐργάζεται, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη προσευχόμενος νὰ κατευθύνεται ἡ ἐργασία του «πρὸς τὸν σκοπόν τῆς πρὸς Θεὸν εὐαρεστήσεως»[50].Ἀπὸ ἐδῶ γίνεται σαφές, ὅτι ὁ ἀπώτερος καὶ κύριος σκοπὸς τῆς ἐργασίας πρέπει νὰ εἶναι ἡ εὐαρέστηση τοῦ Θεοῦ. Καὶ φυσικὰ ἡ κίνηση τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν εὐαρέστηση τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι κατεξοχὴν ἀγαπητικὴ καὶ κατ’ ἐπέκταση κοινωνική. Πῶς ὅμως καὶ πότε μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἐργασία μας, εὐάρεστη στὸν Θεό; Ἀναφερόμενος ὁ Μ. Βασίλειος εἰδικότερα στὸ σκοπὸ τῆς ἐργασίας δίνει μία ρηξικέλευθη ἀπάντηση στὸ παραπάνω ἐρώτημα, ποὺ κινεῖται ἀπόλυτα μέσα στὸ πνεῦμα τῆς Ἐπὶ τοῦ Ὅρους Ὁμιλίας τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἐργαζόμενος, λέγει, πρέπει νὰ γνωρίζει, ὅτι ὀφείλει νὰ ἐργάζεται ὄχι γιὰ νὰ καλύψει τὶς ἀνάγκες του, ἀλλὰ γιὰ νὰ τηρήσει τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον. «Ἐκεῖνο μέντοι εἰδέναι χρή», σημειώνει ὁ οὐρανοφάντορας Ἱεράρχης, «ὅτι ὁ ἐργαζόμενος, οὒχ ἴνα ταῖς ἑαυτοῦ χρείαις ὑπηρετῆ διὰ τῶν ἔργων, ἐργάζεσθαι ὀφείλει, ἀλλ’ ἴνα τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου πληρώση, τοῦ εἰπόντος· Ἐπείνασα, καὶ ἐδώκατε μοὶ φαγεῖν»[51], καὶ τὰ ἑξῆς. Καὶ συμπεραίνει: «Σκοπὸς οὒν ἐκάστω προκεῖσθαι ὀφείλει ἐν τῷ ἔργω ἡ ὑπηρεσία τῶν δεομένων, οὐχὶ ἡ ἴδια αὐτοῦ χρεία»[52]. Ὡς σκοπὸς δηλαδὴ σὲ κάθε ἐργασία πρέπει νὰ τίθεται ἐκ τῶν προτέρων ἡ ὑπηρεσία σ’ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη καὶ ὄχι ἡ προσωπικὴ ἀνάγκη τοῦ ἐργαζομένου. Ἔτσι κατανοεῖται καὶ ἡ θέση τοῦ Μεγάλου Ἱεράρχη, ὅτι ἐκεῖνο, ποὺ ἀποθηκεύει κανείς, ἀνήκει σ’ ὅποιον τὸ ἔχει ἀνάγκη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀδικεῖ κανεὶς τόσους, ὅσους μποροῦσε νὰ βοηθήσει μὲ τὰ ἀποθηκευμένα[53]. Μέσα στὸ ἴδιο πνεῦμα καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θὰ πεῖ, πὼς εἶναι ντροπὴ νὰ κρατᾶμε γιὰ τὸν ἑαυτὸ μας ὅσα ἀνήκουν στοὺς ἄλλους[54]. Γιὰ ποιὸ λόγο ὅμως νὰ γίνει μιὰ τέτοια σκοποθεσία τῆς ἐργασίας; Γιατί μὲ τὸν τρόπο αὐτό, παρατηρεῖ ὁ Μ. Βασίλειος, θὰ ἀποφευχθεῖ τὸ μεγάλο ἁμάρτημα τῆς φιλαυτίας, ἐνῶ ταυτόχρονα θὰ λάβει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὴν εὐλογία τῆς «φιλαδελφίας»[55], μία καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς διαβεβαιώνει, ὅτι «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἐνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοὶ ἐποιήσατε»[56]. Ἀλλά, μήπως τὰ παραπάνω ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, πού συνιστᾶ στοὺς Θεσσαλονικεῖς νὰ τρῶνε τὸ ψωμὶ τους ἐργαζόμενοι; Ὁ Μ. Βασίλειος διευκρινίζει, ὅτι αὐτὸ ἔχει λεχθεῖ πρὸς τοὺς «ἄτακτους καὶ ἀργούς». Μὲ ἄλλα λόγια, θέλει νὰ πεῖ, ὅτι προτιμότερο ἀπὸ τὴν ἀργὴ ζωὴ εἶναι τὸ νὰ φροντίζει ὁ καθένας τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ μὴ ζεῖ εἰς βάρος τῶν ἄλλων. Στοὺς «ἀτάκτως περιπατοῦντας», στοὺς «μηδὲν ἐργαζομένους, ἀλλὰ περιεργαζομένους» παραγγέλλει ὁ ἀπόστολος Παῦλος νὰ τρῶνε τὸ ψωμὶ τους ἐργαζόμενοι ἥσυχα[57], προβάλλοντας καὶ ὡς παράδειγμα τὸν ἑαυτό του ποὺ ἐργαζόταν νύχτα μέρα γιὰ νὰ μὴν γίνεται βάρος σὲ κανέναν[58]. Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν τελείωσή του, ὀφείλει νὰ ἐργάζεται[59], «ἴνα ἔχη μεταδιδόναι τῷ χρείαν ἔχοντι»[60] Ἂν ὁ ἀπόστολος Παῦλος, παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐνῶ δὲν ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ ἐργάζεται, ἐξαιτίας τοῦ ἀποστολικοῦ ἔργου του, ὅμως ἐργαζόταν, καὶ μάλιστα μέρα νύκτα, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ βοηθεῖ κι ἄλλους, πολὺ περισσότερο αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ κάνουν ὅσοι δὲν εἶναι ἐπιφορτισμένοι μὲ ἐπιπλέον ἐργασία[61]. Τόσο ὁ Μ. Βασίλειος ὅσο καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος κατανοοῦν καὶ ἑρμηνεύουν τὸν σκοπὸ τῆς ἐργασίας στὸ πλαίσιο τῆς Ἐπὶ τοῦ Ὅρους Ὁμιλίας. Κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο στὴν Ἐπὶ τοῦ Ὅρους Ὁμιλία κακίζεται ἡ μέριμνα, ὄχι ὅμως καὶ ἡ ἐργασία. Τὸ νὰ μὴ μεριμνᾶ κάποιος δὲν σημαίνει τὸ νὰ μὴν ἐργάζεται, ἀλλὰ τὸ νὰ μὴν προσηλώνεται στὰ βιοτικὰ πράγματα. Γιατί εἶναι δυνατὸν νὰ ἐργάζεται κάποιος, χωρὶς νὰ ἀποταμιεύει γιὰ τὸ μέλλον, ὅπως καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ ἐργάζεται κάποιος, χωρὶς νὰ μεριμνᾶ καθόλου. Δὲν ταυτίζεται ἡ μέριμνα μὲ τὴν ἐργασία οὔτε ἐργάζεται ὁ πιστός, ἐπειδὴ ἔχει τὴν ἐμπιστοσύνη του στὴν ἐργασία, ἀλλὰ γιὰ νὰ δίνει σὲ ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει ἀνάγκη.[62] Κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, ὁ Χριστὸς στὴν Ἐπὶ τοῦ Ὅρους Ὁμιλία μᾶς ἀπαγόρευσε νὰ ζητοῦμε τὰ πρὸς τὸ ζῆν καὶ μᾶς συνέστησε νὰ ζητοῦμε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δικαιοσύνη του[63]. Τὸ πῶς ὅμως πρέπει νὰ ζητοῦμε, μᾶς τὸ διευκρίνισε καλά. Ἀπὸ τὴ μία μεριὰ μᾶς ἐμπόδισε νὰ ἐργαζόμαστε «τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην», τί θὰ φᾶμε δηλαδὴ καὶ τί θὰ πιοῦμε, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μᾶς δίδαξε νὰ ἐργαζόμαστε «τὴν βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον»[64]. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς σὲ ἄλλη συνάφεια μᾶς φανέρωσε, ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ τροφή, ποὺ μένει αἰωνίως. «Ἐμὸν βρῶμα ἐστιν», εἶπε ὁ Χριστός, «ἴνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρὸς»[65]. Ἐὰν ὅμως τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι νὰ χορτάσουμε αὐτὸν ποὺ πεινᾶ, νὰ ντύσουμε τὸν γυμνὸ κ.λ.π.[66], τότε εἶναι ἐντελῶς ἀναγκαῖο, λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, νὰ μιμηθοῦμε τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος μᾶς ὑπέδειξε να ἐργαζόμαστε μὲ κόπο τὸ ἀγαθὸ γιὰ νὰ βοηθοῦμε, ὅσους ἔχουν ἀνάγκη»[67]. Πολὺ περισσότερο, μάλιστα, νὰ ἐνεργοῦμε ἔτσι, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς μᾶς διαβεβαιώνει, ὅτι ἀποδέχεται γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτὸ του τὴν φροντίδα, ποὺ παρέχουμε στοὺς ἀδυνάτους, καὶ μᾶς ὑπόσχεται γι’ αὐτή μας τὴν φροντίδα τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν[68]. Μέσα στὸ ἴδιο πνεῦμα ἀκριβῶς κινεῖται καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ὅταν ὁ Χριστὸς λέει: «μὴ ἐργάζεσθε τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην», δὲν ἐννοεῖ νὰ μένουμε ἀργοί, σημειώνει ὁ ἱερὸς Πατέρας, γιατί καὶ ἡ ἀργία εἶναι κατεξοχὴν «ἀπολλυμένη βρῶσις». Ἐννοεῖ, νὰ ἐργάζεσθε καὶ νὰ μεταδίδετε. Αὐτὸ δὲν εἶναι «ἀπολλυμένη βρῶσις». Ὅποιος, ἐνῶ μένει ἀργός, τρώει καὶ φροντίζει γιὰ τὴν τρυφή, αὐτὸς ἐργάζεται τὴν «ἀπολλυμένην βρῶσιν». Ὅποιος ὅμως ἐργάζεται καὶ τρέφει τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ντύνει, αὐτὸς ἐργάζεται τὴν «βρῶσιν τὴν μένουσαν διηνεκῶς», ἡ ὁποία ταυτίζεται μὲ τὰ ἀγαθὰ τῆς μέλλουσας βασιλείας τοῦ Θεοῦ[69]. Ἀλλά, ἂν ὁ κύριος σκοπὸς τῆς ἐργασίας εἶναι, τελικά, νὰ γίνουμε εὐάρεστοι στὸν Θεὸ δείχνοντας πρακτικῶς ἀγαπητικὴ στήριξη στὸν πάσχοντα πλησίον, στὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου συναντοῦμε τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, προκύπτει εὐλόγα τὸ ἐρώτημα: Μὲ ποιὸν τρόπο θὰ πρέπει νὰ ἐργαζόμαστε; Οἱ τιμώμενοι σήμερα προστάτες τῆς Παιδείας μᾶς παρουσιάζουν μὲ πολλὴ σαφήνεια αὐτὸν τὸν τρόπο. Ὁ ἐργαζόμενος, λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, θὰ πρέπει νὰ εἶναι προσεκτικὸς στὴν ἐργασία του, καὶ νὰ τὴν φροντίζει μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον, σὰν νὰ τὴν ἐποπτεύει ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Νὰ τὴν κάνει «ἐν ἀόκνω σπουδὴ» καὶ νὰ τὴν ὁλοκληρώνει κατὰ τρόπο ἄμεπτο καὶ μὲ αὐξημένη ἐπιμέλεια. Νὰ μὴ μεταπηδᾶ ἀπὸ τὴ μιὰ ἐργασία στὴν ἄλλη. Ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ φύση του δὲν μπορεῖ νὰ καταφέρνει μὲ ἐπιτυχία πολλὰ πράγματα ταυτόχρονα. Εἶναι χρησιμότερο νὰ κάνει κανεὶς μία ἐργασία μὲ φιλοπονία, ἀπὸ τὸ νὰ ἀσχολεῖται μὲ πολλὰ κατὰ ἐλλιπῆ τρόπο. Ἄλλωστε, ὁ μερισμὸς σὲ πολλὰ καὶ ἡ μετάβαση ἀπὸ τὸ ἕνα στὸ ἄλλο δὲν ὁδηγεῖ στὴν ὁλοκλήρωση τῶν ἔργων. Ἀποτελεῖ ἐλαφρότητα ἤθους, ἢ φανερώνει τὴν προΰπαρξη ἐλαφρότητας, ἢ καὶ ἂν δὲν ὑπῆρχε, τὴν ἐγκαθιστᾶ. Ἀλλά, ὅπως τὸ νὰ μεταβαίνει κανεὶς αὐθαίρετα ἀπὸ τὴ μιὰ ἐργασία στὴν ἄλλη εἶναι ἀσύμφορο, ἔτσι καὶ ὅταν τοῦ ζητᾶται κάποια ἐργασία καὶ δὲν ἀνταποκρίνεται, αὐτὸ εἶναι ἀξιόμεμπτο καὶ τροφοδοτεῖ τὸ πάθος τῆς αὐθάδειας.[70] Ὁ Μ. Βασίλειος ἐπιμένει ἰδιαίτερα στὸν προσωπικὸ κόπο καὶ τὸν ζῆλο, ποὺ ὀφείλει νὰ ἐπιδεικνύει ὁ καθένας στὴν ἐργασία του, ἐνεργοποιώντας ἔτσι τὸ θυμικό τῆς ψυχῆς γιὰ νὰ παίρνει ἡ ἐργασία του ἔντονα δραστήριο χαρακτήρα. Τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει πρόφαση στὸν ὑγιῆ ἄνθρωπο γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τοῦ κόπου. Ἡ ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον, στὴν ὁποία ἀποβλέπει ἡ ἐργασία, θὰ πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ περνᾶ μέσα ἀπὸ τὸν προσωπικὸ κόπο τῆς ἐργασίας.[71] Ἐδῶ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος εἰσηγεῖται καὶ ἕνα συγκεκριμένο εἶδος ἔμπονης ἀγάπης. Ἀλλά, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν κόπο, ὁ ἐργαζόμενος, κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, καλεῖται νὰ δείξει τὴν ἀγάπη του σ’ αὐτούς, ποὺ συμβαίνει νὰ ὑπηρετεῖ, λέγοντάς τους καὶ κάποια παρηγορητικὰ λόγια, ὥστε ἡ ἐργασία του νὰ γίνεται εὐπρόσδεκτη, νὰ εἶναι «ἅλατι ἠρτυμένη». Γενικότερα, καλεῖται νὰ ἐργάζεται, σὰν νὰ ὑπηρετεῖ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Νὰ μὴ περιφρονεῖ καμιὰ ἐργασία, ἔστω καὶ ἂν φαίνεται, πὼς εἶναι εὐτελὴς[72], ἀφοῦ καὶ ὁ Χριστὸς ὑπηρέτησε τοὺς μαθητές του καὶ «οὐκ ἀπηξίωσε καὶ τὰ εὐτελῆ τῶν ἔργων ποιῆσαι»[73]. Ἄριστος τρόπος ἐργασίας εἶναι, τέλος, κατὰ τὸν Μεγάλο Καππαδόκη, ὅταν ἡ ὀφειλόμενη ἐργασία γίνεται μὲ φρόνημα ταπεινό, χωρὶς ἔπαρση, χωρὶς ὀργὴ καὶ χωρὶς γογγυσμὸ[74]. Σὲ ἀντίθετη περίπτωση, ποὺ ἡ ἐργασία γίνεται μὲ ραθυμία ἡ μὲ ἔπαρση, ἡ ἐργασία αὐτὴ εἶναι ἠθικῶς μολυσμένη. Γι’ αὐτό, καὶ ἂν κάτι τέτοιο συμβεῖ σὲ μοναχικὴ ἀδελφότητα, συνιστᾶ τὴν ἄμεση ἀποξένωση ἀπὸ αὐτὴν τῶν ἔργων τοῦ ὀκνηροῦ, τοῦ ἀντιλόγου καὶ τοῦ γογγύζοντος ὡς μὴ εὐαρέστων στὸν Θεὸ[75]. Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, ἀξιόμεμπτη εἶναι ἡ ἐργασία, ποὺ γίνεται μὲ βίαιο τρόπο, ποὺ ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τοῦ μέτρου, καὶ ὅταν παίρνει τὸν χαρακτήρα τῆς πλεονεξίας[76]. Ἀλλὰ ἡ παραπάνω στάση τοῦ ἄνθρωπου ἔναντι τῆς ἐργασίας καθεαυτὴν θέτει εὐλόγα ἐρωτήματα καὶ γιὰ τὴ στάση τοῦ ἐργαζόμενου ἔναντι τοῦ ἐργοδότη, ἀνεξάρτητα ἂν αὐτὸς εἶναι φυσικὸ πρόσωπο ἢ θεσμικὸς φορέας. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος κάνει μία πολὺ διεισδυτικὴ καὶ λεπτὴ παρέμβαση στὶς ἐργασιακὲς σχέσεις καὶ ἐπισημαίνει τὰ ὑπαρξιακὰ ὅρια τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀληθινῆς δουλείας τοῦ ἀνθρώπου. Σχολιάζοντας τὸ χωρίο τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Τιμῆς ἠγοράσθητε, μὴ γίνεσθε δοῦλοι ἀνθρώπων»[77], παρατηρεῖ, ὅτι ὁ λόγος αὐτὸς δὲν ἀπευθύνεται μόνο πρὸς ὅσους ἦταν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δοῦλοι, ἀλλὰ ἔχει λεχθεῖ καὶ γιὰ τοὺς μὴ δούλους, τοὺς (θεσμικὰ) ἐλεύθερους. Γιατί, ὅπως σημειώνει, εἶναι δυνατόν, ἐνῶ εἶναι κάποιος (θεσμικὰ) δοῦλος, νὰ μὴν εἶναι οὐσιαστικὰ δοῦλος, καὶ ἐνῶ κάποιος εἶναι (θεσμικὰ) ἐλεύθερος, νὰ εἶναι στὴν πραγματικότητα δοῦλος. Καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ δοῦλος νὰ μὴν εἶναι δοῦλος; Τοῦτο εἶναι δυνατόν, ὅταν ὅλα ὅσα κάνει αὐτός, τὰ κάνει γιὰ τὸν Θεό. Ὅταν δὲν ὑποκρίνεται οὔτε χάνει κάτι ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια. Τότε, ἐνῶ εἶναι (θεσμικὰ) δοῦλος σὲ ἀνθρώπους, εἶναι (στὴν πραγματικότητα) ἐλεύθερος. Καί, πῶς πάλι, ἐνῶ εἶναι (θεσμικὰ) ἐλεύθερος, γίνεται (στὴν πραγματικότητα) δοῦλος; Γίνεται δοῦλος, ὅταν ὑπηρετεῖ τοὺς ἀνθρώπους μὲ πονηριά, ἢ γιὰ λόγους γαστριμαργίας, ἢ ἀπὸ ἐπιθυμία τῶν χρημάτων, ἢ γιὰ ἀπόκτηση δυνάμεως (ἐξουσίας). Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὁ ἄνθρωπος εἶναι περισσότερο δοῦλος ἀπ’ ὅλους, παρότι εἶναι (θεσμικὰ) ἐλεύθερος. Τὸν ἄνθρωπο τὸν βλάπτει οὐσιαστικὰ ἡ «φύσει» δουλεία, δηλαδὴ ἡ δουλεία τῆς ἁμαρτίας. Ἂν ὁ ἐργαζόμενος δὲν εἶναι δοῦλος αὐτῆς τῆς δουλείας, θὰ πρέπει νὰ εἶναι αἰσιόδοξος καὶ νὰ εὐφραίνεται, γιατί κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀδικήσει, ἐπειδὴ ἔχει ἀδούλωτο τὸ ἦθος του. Αντίθετα, ἂν κάποιος εἶναι δοῦλος στὴν ἁμαρτία, καὶ χιλιάδες φορὲς νὰ εἶναι (θεσμικὰ) ἐλεύθερος, δὲν τοῦ εἶναι κανένα ὄφελος ἡ ἐλευθερία του.[78] Μπορεῖ ὅμως κανεὶς νὰ ἀποδέχεται κάθε εἶδος προσφερόμενης ἐργασίας; Καὶ ποιὰ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποτελέσουν κριτήρια ἐπιλογῆς γιὰ τὴν ἐπαγγελματικὴ ἀπασχόλησή του; Ὁ Μ. Βασίλειος ἀποφεύγει νὰ κατονομάσει λεπτομερῶς ὅλες τὶς τέχνες καὶ τὰ ἐπαγγέλματα τῆς ἐποχῆς του, ποὺ δὲν πρέπει κάποιος νὰ τὰ ἀσκεῖ. Καταρχὴν εἶναι ἀποδεκτὴ κάθε ἐργασία, ἡ ὁποία «καπηλείας ἁπάσης… καὶ αἰσχροκέρδειας ἀπήλλακται»[79]. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μνημονεύει σὲ μιὰ Ἐπιστολὴ του ἕναν παλαιὸ ἀθηναϊκὸ νόμο, ποὺ ἀναφέρεται στὸν ἐπαγγελματικὸ προσανατολισμὸ τῶν νέων, θὰ λέγαμε σήμερα. Σύμφωνα μὲ τὸ νόμο αὐτόν, ὅταν οἱ νέοι φθάσουν στὴν ἐφηβεία, πρέπει νὰ ὁδηγοῦνται στὶς διάφορες τέχνες μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο: Νὰ ἐκτίθενται σὲ δημόσιο χῶρο τὰ σύνεργα τῆς κάθε τέχνης καὶ νὰ ὁδηγοῦνται μπροστά τους οἱ νέοι. Ὁ κάθε νέος νὰ μαθαίνει τὴν τέχνη ἐκείνη, τῆς ὁποίας τὰ σύνεργα τοῦ προσφέρουν χαρὰ καὶ στὰ ὁποῖα προστρέχει. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐπιδοκιμάζει τὸν τρόπο αὐτό, ἐπειδὴ θεωρεῖ ὡς κριτήριο ἐπιλογῆς τοῦ ἐπαγγέλματος τὶς φυσικὲς κλίσεις τοῦ ἀνθρώπου. [80]Βέβαια ὁ Μ. Βασίλειος θὰ συμπληρώσει, ὅτι χρειάζεται καὶ ἄρτια εἰδίκευση στὴν τέχνη. Δὲν εἶναι σωστό, λέγει, νὰ ἀσκεῖ κάποιος τὴν τέχνη, ποὺ ἁπλῶς ἐπιθυμεῖ, ἀλλὰ ἐκείνη, γιὰ τὴν ὁποία θὰ κριθεῖ κατάλληλος μετὰ ἀπὸ τὴ σχετικὴ δοκιμασία[81]. Σὲ κάθε περίπτωση ἐπιλογῆς τοῦ ἐπαγγέλματος ὅμως θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε ὡς ἐπιδίωξή μας τὴν λιτότητα καὶ τὴν ἁπλότητα, ἀποφεύγοντας νὰ ὑπηρετοῦμε ἀνόητες καὶ βλαβερὲς ἐπιθυμίες ἀνθρώπων, μὲ τὸ νὰ κατασκευάζουμε αὐτά, ποὺ ἐπιζητοῦν αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ ἄνθρωποι[82]. Ἐξειδικεύοντας τὴν παραπάνω θέση του ὁ Μ. Βασίλειος γράφει τὰ ἑξῆς διευκρινιστικά: Οἱ ἀσχολούμενοι λ.χ. μὲ τὴν ὑφαντουργία νὰ ἀναλαμβάνουν αὐτό, ποὺ εἶναι σύμφωνο μὲ τὸν χριστιανικὸ τρόπο ζωῆς, καὶ ὄχι αὐτό, ποὺ ἐπινοοῦν οἱ ἀκόλαστοι γιὰ νὰ θηρεύουν καὶ νὰ παγιδεύουν τοὺς νέους. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὶς ἄλλες τέχνες. Θὰ πρέπει νὰ παρέχουν τὸ χρήσιμο καὶ νὰ καλύπτουν τὸ ἀναγκαῖο. Θεμελιῶδες πάντως κριτήριο ἐπιλογῆς κάποιας ἐργασίας ἔναντι πολλῶν ἄλλων θὰ πρέπει νὰ εἶναι, ὅτι δὲν θὰ ὑπάρχει σ’ αὐτὴν τίποτε, ποὺ νὰ βλάπτει τὸν πρωταρχικὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς[83]. Συμπερασματικῶς, θὰ μπορούσαμε νὰ σταθοῦμε στὰ ἑξῆς: Ὁ Θεὸς ἔθεσε τὶς φυσικὲς καταβολὲς τῆς ἐργατικότητας στὸν ἄνθρωπο καὶ μὲ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ θελήματός Του στὴν Ἐκκλησία ὁριοθέτησε τὸν σκοπὸ τῆς ἐργασίας, διασφαλίζοντας ἔτσι τὶς καταβολὲς αὐτὲς ἀπὸ κάθε ἐσφαλμένο προσανατολισμὸ τοῦ ἐμπαθοῦς ἀνθρώπου. Ἀνταποκρινόμενος ὁ ἄνθρωπος ἀγαπητικῶς στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐργασία φανερώνει στὴν πράξη τὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη του πρὸς τὸν πλησίον, ἀφοῦ ὁ σκοπὸς τῆς ἐργασίας εἶναι ἡ βοήθεια ὅσων ἔχουν ἀνάγκη, ἡ ἀγαπητικὴ δηλαδὴ συνάντηση μὲ τὸν Χριστό, ποὺ βρίσκεται στὰ πρόσωπα τῶν ἀδυνάτων. Σκοπὸς τῆς ἐργασίας, κατὰ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες, δὲν εἶναι ἡ ὅποια οἰκονομικὴ ἢ κοινωνικὴ διασφάλιση τοῦ ἑαυτοῦ μας, γιατί, τότε, ἡ τήρηση τῆς ἐντολῆς τῆς ἐργασίας θὰ σήμαινε τὴν θεολογικὴ κατοχύρωση τῆς ἰδιοτέλειας καὶ τῆς φιλαυτίας μας. Θὰ πρέπει, βέβαια, νὰ γίνει σαφὴς διάκριση ἀνάμεσα στὸ αὐτονόητο δικαίωμα τῆς συντηρήσεως τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς ἐργασίας του καὶ στὸν καθαυτὸ σκοπὸ τῆς ἐργασίας. Στὶς μέρες μας ἡ ὑπόθεση τῆς ἐργασίας ἔχει καταστεῖ οἰκονομικὸ καὶ κοινωνικὸ πρόβλημα, ποὺ ἀπασχολεῖ σοβαρὰ τὶς ἑκάστοτε Κυβερνήσεις. Κυρίως ὅμως θίγει ἔντονα τόσο τοὺς ἄνεργους, ποὺ δὲν βρίσκουν ἐργασία, ὅσο καὶ τοὺς ἐργαζόμενους, ἐξαιτίας τῶν δυσμενῶν ἐργασιακῶν σχέσεων. Τὸ πρόβλημα εἶναι ἐξαιρετικὰ περίπλοκο καὶ συνδέεται ἀναπόφευκτα μὲ τὶς γενικότερες τεχνολογικές, οἰκονομικές, ἐθνικὲς καὶ διεθνεῖς συγκυρίες. Ἐκεῖνο ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε μὲ βάση τὴν θεολογικὴ σκέψη τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν γιὰ τὴν ἐργασία εἶναι ὅτι ἡ Πολιτεία ἔχει ὑποχρέωση νὰ παρέχει ἐργασία σὲ ὅλους τούς πολίτες της, γιατί, ὅπως λέχθηκε, ἡ ἀργία —καὶ μὲ τὴ σύγχρονη μορφή της ἡ ἀκούσια ἀνεργία— δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς φυσιολογικὴ κατάσταση, ποὺ νὰ ὑφίσταται νομοτελειακά. Καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν μία φυσιολογικὴ Πολιτεία νὰ ἀνέχεται τὴν διαβρωτικὴ αὐτὴ κατάσταση καὶ νὰ μὴν παρεμβαίνει θεραπευτικά, ἔστω καὶ ἐπώδυνα γιὰ κάποιους, στὸ κοινωνικὸ σῶμα της. Ὅσο γιὰ τὴν ποιότητα τῶν ἐργασιακῶν σχέσεων εἶναι προφανές, ὅτι αὐτὴ συναρτᾶται ἄμεσα μὲ τὸ συγκεκριμένο πρότυπο καὶ τὸ ποιὸν τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ καλλιεργεῖ ἡ ἴδια ἡ κοινωνία μας. Τὸ μήνυμα, βέβαια, τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν γιὰ τὴν ἐργασία ἀπευθύνεται κυρίως στὸν καθένα προσωπικά, παρὰ σὲ θεσμικοὺς παράγοντες. Ἂν ὡς ἐπιμέρους πρόσωπα λάβουμε τὸ μήνυμα, τότε ἐκ τῶν πραγμάτων θὰ τὸ λάβει καὶ ἡ Πολιτεία. Πάντως, ἔχουμε τὴ γνώμη, ὅτι τὰ σύγχρονα προβλήματα, ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ἐργασία καὶ τὶς ἐργασιακὲς σχέσεις, μποροῦν νὰ βροῦν γενικότερα τὶς λύσεις τους, ἐὰν γίνει ἀποδεκτὸς ὁ τρόπος ζωῆς, ποὺ προτείνει ἡ Ἐκκλησία, μικρὸ δεῖγμα τοῦ ὁποίου μᾶς ἔδωσαν σήμερα οἱ τιμώμενοι ἅγιοι τῆς Παιδείας. Ἐδῶ ὅμως κάποιοι, ἴσως θέσουν τὸ εὔλογο ἐρώτημα: «Ἐμεῖς βλέπουμε νὰ αὐξάνει καθημερινῶς ἡ ἀνεργία, καὶ ἡ ἀνατέλλουσα παγκοσμιοποίηση κάνει ἀκόμη πιὸ δυσοίωνα τὰ πράγματα. Καί, ἐνῶ θέλουμε νὰ ἐργασθοῦμε, δὲν βρίσκουμε ἐργασία γιὰ νὰ καλύψουμε τὰ πρὸς τὸ ζῆν καὶ νὰ προσφέρουμε καὶ κάτι στὸν συνάνθρωπό μας. Σὲ ποιόν, ἑπομένως, θὰ πρέπει νὰ ἀπευθυνθοῦμε καὶ σὲ ποιὸν νὰ ἐλπίσουμε;». Στὴν ἐπίκαιρη καὶ διάπυρη αὐτὴ ἐρώτηση θὰ ἤθελα στηριζόμενος στὴ σκέψη τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν νὰ πῶ σύντομα τὰ ἑξῆς: Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴ μία μᾶς συνιστᾶ, τὸ «μὴ πεποίθατε ἐπ’ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων»[84], παρὰ μόνο στὸν Θεό, «τὸν δίδοντα τροφὴν τοῖς πεινῶσι»[85], καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ Χριστὸς μᾶς λέγει: «Μὴ μεριμνᾶτε γιὰ τὴ ζωὴ σας λέγοντας: τί θὰ φᾶμε; ἢ τί θὰ πιοῦμε; ἢ τί θὰ ντυθοῦμε; Γιατί, γιὰ ὅλα αὐτὰ ἀγωνιοῦν ὅσοι δὲν ἐμπιστεύονται τὸν Θεό. Ὁ οὐράνιος Πατέρας σᾶς γνωρίζει καλά, ὅτι ἔχετε ἀνάγκη ἀπ’ ὅλα αὐτά. Γι’ αὐτὸ πρῶτα ἀπ’ ὅλα νὰ ἐπιζητεῖτε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν ἐπικράτηση τοῦ θελήματός Του, καὶ ὅλα αὐτὰ θὰ ἀκολουθήσουν»[86]. Ὅποιος τηρεῖ αὐτὲς τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, γίνεται σίγουρα δέκτης καὶ τῆς ὑλοποιήσεως τῆς ὑποσχέσεώς του. Ὅλα τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴ ζωὴ θὰ τὰ προσθέσει ὁ Θεὸς σύμφωνα μὲ τὴν αὐτοδέσμευσή του. Ἡ ἀνεργία καὶ ἡ στέρηση τῶν ἀναγκαίων, τόσο σὲ προσωπικὸ καὶ κοινοτικὸ ἐπίπεδο ὅσο καὶ σὲ ἐπίπεδο λαῶν, εἶναι κατὰ κανόνα φυσικὰ ἐπακόλουθα τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό. Στην προκειμένη περίπτωση ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου εἶναι πολὺ εὔγλωττη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος, ὡς ἄσωτος υἱός, αὐτονομήθηκε καὶ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα, ἀκολούθησε κατὰ σκόπιμη παραχώρηση τοῦ Θεοὺ «λιμὸς ἰσχυρός». Αλλά, καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετανόησε, «ἐλθῶν εἰς ἑαυτόν», ὁ ἀγαπῶν Θεὸς τὸν ἀποκατέστησε στὴν προτέρα του ὑλικὴ θέση[87]. Εἶναι ἀποκαλυπτικὰ ἀλλὰ καὶ αἰσιόδοξα ὅσα ποιητικῶς μᾶς καταθέτει ὁ προφήτης καὶ βασιλιὰς Δαβίδ: «ἐγήρασα καὶ οὐκ εἶδον δίκαιον ἐγκαταλελειμμένον, οὐδὲ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ζητοῦν ἄρτους»[88], μᾶς λέγει, καὶ παράλληλα διακηρύσσει: «πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ»[89]. *Ἀποτελεῖ Πανηγυρικὸ Λόγο, ποὺ ἐκφωνήθηκε κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν (30 Ἰανουαρίου 2001) στὴν αἴθουσα τελετῶν τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Δημοσιεύτηκε τὸ ἴδιο ἔτος (2001) αὐτοτελῶς ἀπὸ τὴν Ὑπηρεσία Δημοσιευμάτων τοῦ Α.Π.Θ. [1]Βλ. σχετικὰ Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανικὴ Ἠθική, Θεσσαλονίκη 1091, σ. 124-134. [2] Ἰω. 5, 17. [3] Βλ. Ὑπόμνημα εἰς τὴ Γένεσιν, Ὁμιλία l, PG 53, 89. [4] Μθ. 5, 45. [5] Μθ 6, 30. [6] Μθ. 6, 26, στὴν Ὁμιλία ΛΗ’ PG 59, 214. [7] Βλ. Εἰς τὴν Ἑξαήμερον 2, Ὁμιλία Θ’, PG 29, 189 BC «Νόησον ρῆμα Θεοῦ διὰ τῆς κτίσεως τρέχον, καὶ τότε ἀρξάμενον, καὶ μέχρι νῦν ἐνεργοῦν, καὶ εἰς τέλος δεξιόν, ἕως ἂν ὁ κόσμος συμπλήρωση… Τοῦτο ἐναπέμεινε τὴ γῆ πρόσταγμα, καὶ οὐ παύεται ἐξυπηρετούμενη τῷ κτίσαντι». [8] Εἰς τὰς Πράξεις, Ὁμιλία ΛΕ’,3, PG 60, 257. [9] Γέν. 2, 15. [10]. Βλ Ὁμιλία ΙΔ’, PG 53, 113, 114. [11]. Βλ. Ὁμιλία ΙΘ’, PG 49, 189. [12] Βλ. Ὁμιλία ΛΣΤ’, PG 59, 206. [13] Ἀσκητικαὶ Διατάξεις, PG 31, 1348 C. [14] Βλ. ο.π. [15] Γέν. 3, 19. [16] Εἰς Ἀκύλαν καὶ Πρίσκιλλαν, Ὁμιλία Α’ 5, PG 51, 194. Πρβλ. Εἰς Ἀνδριάντας, Ὁμιλία Β’, PG 49, 45: «Ἐξ ἀρχῆς ὁ Θεὸς πόνον τῷ ἀνθρώπω συνέζευξεν, οὐχὶ τιμωρούμενος αὐτόν, οὐδὲ κολάζων, ἀλλὰ σωφρονίζων καὶ παιδεύων». [17] Εἰς Ἀνδριάντας, Ὁμιλία ΙΘ’, 1, PG 49, 188-189. [18] Εἰς Ἃ’Κορινθίους, Ὁμιλία Ε’, 6, PG 61, 47. [19] Εἰς Ἀνδριάντας, Ὁμιλία ΙΘ’, 1, PG 49, 188, 189. [20] Βλ. Περὶ κενοδοξίας καὶ ὅπως δεῖ τοὺς γονέας ἀνατρέφειν τὰ τέκνα, 70, Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (ΕΠΕ), τόμ. 30, σ. 684. [21] Βλ Εἰς Ἀνδριάντας, Ὁμιλία Β’, PG 49, 45. [22] Ἀσκητικαὶ Διατάξεις, PG 31, 1352ΑΒ. [23] Βλ Ἔπη Ἠθικά, Β’, PG 37, 669-67OA. Πρβλ. Λόγος Μ’, 21, Εἰς τὸ ἅγιον Βάπτισμα, PG 36, 388Α. [24] Βλ Ὄροι κατ’ ἐπιτομήν, PG 31, 1180Α. [25] Βλ Εἰς Α’ Κορινθίους, Ὁμιλία ΚΕ’, PG 61, 211-212. [26] Βλ. Ἀσκητικαὶ Διατάξεις PG 31, 1356D-1357A. [27]. Βλ. Μθ 13, 54-55 καὶ Mx. 6, 3. [28] Βλ. Εἰς Ἀκύλαν καὶ Πρίσκιλλαν, Ὁμιλία Α’, PG 51, 194. [29] Ἀσκητικαὶ Διατάξεις, PG 31, 1349ΑΒ. [30] Β’ Θέσ. 3, 11. [31] Β’ Θέσ. 3, 7-8. [32] Πρξ. 11, 34. [33] Βλ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ἀκύλαν καὶ Πρίσκιλλαν, Ὁμιλία Β’, PG 51, 195. [34] Εἰς τὰς Πράξεις, Ὁμιλία ΛΕ’, PG 60, 257. [35] Εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους, Ὁμιλία ΙΣΤ’, PG 62, 112-113. [36] Εἰς Ἀνδριάντας, Ὁμιλία ΙΘ’, PG 49, 189. [37] Εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους, Ὁμιλία Α’, PG 63, 87. [38] Εἰς Ἀκύλαν καὶ Πρίσκιλλαν, Ὁμιλία Α’, PG 51, 193-194. [39] Εἰς ψαλμὸν Η’, 7, PG 55, 119. [40] Εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην, Ὁμιλία ΛΣΤ’, PG 59, 206. [41] Εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον, Ὁμιλία ΛΖ’, PG 57, 427. [42] Β’ Θέσ. 3, 10. [43]. Μθ. 25, 20. [44] Βλ Ὄροι κατὰ Πλάτος Β’, PG 31, 1009Β-1013Α. [45] Β’ Θέσ. 3, 10. [46] Μθ. 10, 10. [47] Ὄροι κατὰ πλάτος, PG 31, 908ΑΒ. [48]. Α’ Θέσ. 5, 17. [49]. Β’ Θέσ. 3, 8. [50] Βλ. Ὄροι κατὰ πλάτος Β’, PG 31, 1009Β-1013Α. [51]Μθ. 25, 35. [52] Ὄροι κατὰ πλάτος Β’, PG 31, 1024D-1025A. [53]Βλ. Ὁμιλία εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν, 7, PG 31, 277Α. [54] Βλ. PG 35, 889Α. [55] Βλ. Ὄροι κατὰ πλάτος Β’, PG 31, 1025Α. [56] Μθ. 25, 40. [57] Βλ. Β’ Θέσ. 3, 12. [58] Βλ. Β’ Θέσ. 3, 8. [59] Βλ. Ὄροι κατὰ πλάτος Β’, PG 31, 1025Β. [60] Ἔφ. 4, 28. [61] Βλ. Εἰς τὴν Β’ πρὸς Θεσσαλονικεῖς, Ὁμιλία Ε’, PG 62, 494. [62] Βλ. Ὁμιλία ΜΔ, PG 59, 249. [62] Βλ. ΜΘ, 31-33. [64] Ἰω. 6, 27. [65] Ἰω. 4, 34. [66] Βλ. ΜΘ. 25, 35-36. [67] Βλ. Πρξ. 20, 35 καὶ Ἔφ. 4, 28. [68] Βλ Ὄροι κατ’ ἐπιτομή, PG 31, 1220Β-1221Α. [69] Βλ. Ὁμιλία ΜΔ’, PG 59, 248-249. [70] Βλ. Ὄροι κατὰ πλάτος Β’, PG 31, 1024ΑΒ. [71] Βλ. Ὄροι κατὰ πλάτος Β’, PG 31,1009Β-1013Α. [72] Βλ. Λόγος Ἀσκητικὸς Α’, PG 31, 645ΑΒ. [73] Βλ. Ἀσκητικαὶ Διατάξεις, PG 31, 1412Β. [74] Βλ. Λόγος Ἀσκητικὸς Α’, PG 31, 645ΑΒ. [75] Βλ Ὄροι κατὰ πλάτος, PG 31, 989D-992C. [76] Βλ. Ἐπιστολὴ 33, PG 37, 73. [77] Α ‘Κορ. 7,23. [78] Βλ. Εἰς Α’ Κορινθίους, Ὁμιλία ΙΘ’, PG 61, 156-157. [79] Ἀσκητικαὶ Διατάξεις, PG 31, 1360B. [80] Βλ. Ἐπιστολὴ ΡΟΗ’ PG 37, 289Β. [81] Βλ. Ὄροι κατὰ πλάτος, PG 31, 102ΙΑ. [82] Βλ ‘Ὄροι κατὰ πλάτος, PG 31, 1016D-1017A. [83] Βλ. Ὄροι κατὰ πλάτος, PG 31, 1017ABC. Πρβλ Ἰωάννου Χρυσοστόμου, PG 02, 262 καὶ PG 61, 560. [84] Ψαλμ. 145, 3. [85] Ψαλμ. 145, 7. [86] Βλ Μθ. 6, 31-33. [87] Βλ. Λκ. 15, 11-32. [88] Ψαλμ. 36, 26 [89] Ψαλμ. 33, 11 Δημητρίου Ι. Τσελεγγίδη, «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΖΩΗ», Μελέτες Συμβατικῆς Θεολογίας, Ἐκδόσεις Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη