῎Ετι δεόμεθα ὑπέρ μακαρίας μνήμης καί αἰωνίου ἀναπαύσεως πάντων τῶν ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου κεκοιμημένων εὐσεβῶς ὀρθοδόξων χριστιανῶν, βασιλέων, πατριαρχῶν, ἀρχιερέων, ἱερέων, ἱερομονάχων, ἱεροδιακόνων, μοναχῶν, πατέρων, προπατόρων, πάππων, προπάππων, γονέων, συζύγων, τέκνων, ἀδελφῶν καί συγγενῶν ἡμῶν ἐκ τῶν ἀπ’ ἀρχῆς καί μέχρι τῶνἐσχάτων, καί ὑπέρ τοῦ συγχωρηθῆναι αὐτοῖς πᾶν πλημμέλημα ἑκούσιόν τε καί ἀκούσιον.
Στήν Ἱερά Μητρόπολη Μαντινείας καί Κυνουρίας μέ πρωτοπόρο τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ, τούς Ἱερεῖς μας καί τούς εὐσεβεῖς χριστιανούς μας βρεθήκαμε στούς Ἱερούς Ναούς καί τά κοιμητήριά μας, μέ μόνο μέλημα τήν προσευχή γιά τούς νεκρούς μας.
Ὅλοι τήν ἡμέρα αὐτή προστρέξαμε μέ τά κόλλυβα ἀπό νωρίς στούς Ναούς. Ἀνάβοντας ἕνα κεράκι καί προσφέροντας θυμίαμα στά μνήματα τῶν προσφιλῶν μας κεκοιμημένων.
Τί ὀνομάζεται Ψυχοσάββατο
Τό Σάββατο πρίν ἀπό τήν Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω ἀποκαλεῖται «Σάββατο τῶν Ψυχῶν» ἤ Ψυχοσάββατο. Εἶναι τό πρῶτο ἀπό τά δύο Ψυχοσάββατα τοῦ ἔτους (τό δεύτερο εἶναι τό Σάββατο πρίν ἀπό τήν Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς). Ὁ λόγος πού ἡ Ἐκκλησία μας καθιέρωσε τά Ψυχοσάββατα, παρ’ ὅτι κάθε Σάββατο εἶναι ἀφιερωμένο στούς κεκοιμημένους, εἶναι ὁ ἑξῆς: Ἐπειδή πολλοί κατά καιρούς ἀπέθαναν ἄγνωστοι, σέ ἀκαθόριστο χρόνο, σέ τόπους ἄγνωστους, στήν θάλασσα ἤ στά ὅρη καί τούς κρημνούς, ἤ ὅπου ἀλλοῦ, καί μερικοί λόγῳ πτώχειας ἤ γιά διάφορους ἄλλους λόγους δέν ἀξιώθηκαν τῶν διατεταγμένων Μνημοσύνων, «οἱ θεῖοι Πατέρες φιλανθρώπως κινούμενοι ἐθέσπισαν τό Μνημόσυνο αὐτό ὑπέρ πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος εὐσεβῶς τελευτησάντων Χριστιανῶν». Ἰδιαιτέρως δέ ἐπειδή ἡ Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω εἶναι ἀφιερωμένη στήν ἀνάμνηση τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καί οἱ κεκοιμημένοι μας ἀκόμη δέν ἐκρίθηκαν, τούς μνημονεύουμε σήμερα και, ἐπικαλούμενοι τό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ, Τόν παρακαλοῦμε διά τοῦ Μνημοσύνου τό ὁποῖο τελοῦμε νά τούς χαρίζει τήν αἰώνιο ζωή. Συγχρόνως δέ ἐνθυμούμεθα κι ἐμεῖς τό βέβαιον τοῦ θανάτου καί «διεγειρόμεθα πρός μετάνοιαν…».
Ἡ Ἐκκλησία μας διδάσκει ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἕνα καθολικό γεγονός καί ἵσταται μέ δέος στό ἄκουσμα αὐτοῦ. Στεκόμαστε πάντες μέ συγκίνηση ἐμπρός στούς τάφους τῶν νεκρῶν μας, τῶν νεκρῶν πού εἶναι θαμμένοι στά κοιμητήρια τῶν Χωριῶν καί τῶν Πόλεών μας. Ξέρουμε καλά ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας ἀποτελεῖται ἀπό δύο μέρη πού συνιστοῦν ἕνα σῶμα, τήν Στρατευομένη καί τήν Θριαμβεύουσα. Στρατευομένη Ἐκκλησία εἴμαστε ὅλοι ἐμεῖς οἱ ζῶντες καί Θριαμβεύουσα ὅλοι οἱ κεκοιμημένοι ἀδελφοί μας, ἀπό τοῦ Ἀδάμ μέχρι καί τῆς σήμερον. Αὐτούς λοιπόν τούς κεκοιμημένους, οἱ ὁποῖοι μέ διαφόρους τρόπους ἀπῆλθαν ἀπό τόν κόσμο τοῦτο, μνημονεύει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας τήν ἡμέρα τοῦ Ψυχοσάββατου καί γιά αὐτούς ἐμεῖς προσευχόμεθα αὐτήν τήν ἡμέρα. Τόν κάθε ἄνθρωπο ὁ Θεός τόν κάλεσε κοντά Του μέ ξεχωριστό τρόπο, καί μόνον Αὐτός γνωρίζει τούς βαθύτερους λόγους πρός σωτηρίαν ἑκάστου, νέο ἤ γέροντα, ἄντρα ἤ γυναίκα, ἀσθενῆ ἤ ὑγιῆ, ἀπρόοπτα καί ἀναπάντεχα ἤ μέ φυσιολογικό θάνατο. Ὅλα αὐτά μᾶς κάνουν νά αἰσθανόμαστε τήν ἀνάγκη γιά προσευχή ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων καί ἰδίως γιά ἐκείνους τούς ὁποίους ἐλησμόνησαν ἀκόμη καί οἱ ἴδιοι οἱ συγγενεῖς τους καί δέν τελοῦν γιά αὐτούς Μνημόσυνα.
+ π.Ι.Σ.