Ο δημόσιος λόγος της ευρωπαϊκής άκρας Δεξιάς μετακινείται τις ημέρες των γιορτών από τα κλασικά της πεδία —μετανάστευση, ασφάλεια, «νόμος και τάξη»— σε ένα νέο, πιο συναισθηματικό μέτωπο: τα Χριστούγεννα. Κόμματα και ηγεσίες επιχειρούν να «οικειοποιηθούν» τη γιορτή, παρουσιάζοντάς την ως διακριτικό της χριστιανικής ταυτότητας και της πολιτισμικής συνέχειας της Ευρώπης, απέναντι σε έναν εχθρικό, κοσμικό ή woke χώρο που -κατά την αφήγησή τους- επιδιώκει να την αποδυναμώσει.
Όπως αναφέρει το , το μοτίβο θυμίζει ευθέως το αμερικανικό αφήγημα περί «πολέμου κατά των Χριστουγέννων», που κυκλοφορεί εδώ και χρόνια στα δεξιά media, με τον Ντόναλντ Τραμπ να έχει κατά καιρούς ισχυριστεί ότι «έφερε πίσω» το «Καλά Χριστούγεννα», ως πράξη αντίστασης στην πολιτική ορθότητα. Στην Ευρώπη, η ίδια γραμμή «μεταφράζεται» σε μια ευρύτερη πολιτισμική αντιπαράθεση, όπου τα Χριστούγεννα γίνονται το πιο πρόσφατο πεδίο μιας σύγκρουσης για σύμβολα, γλώσσα και δημόσιο χώρο.
Στην Ιταλία, η Τζόρτζια Μελόνι έχει εντάξει την υπεράσπιση των χριστουγεννιάτικων εθίμων στον πυρήνα της πολιτικής της ταυτότητας. Με παρεμβάσεις της έχει παρουσιάσει τη γιορτή ως κομμάτι της «απειλούμενης» κληρονομιάς της χώρας και έχει καταγγείλει «ιδεολογικές» απόπειρες να αλλοιωθεί. Έχει υπερασπιστεί τη δημόσια παρουσία της φάτνης, διερωτώμενη σε παλαιότερες τοποθετήσεις της «Πώς μπορεί η κουλτούρα μου να σε προσβάλλει;», ενώ έχει τονίσει ότι τα παιδιά πρέπει να μαθαίνουν τις αξίες της Γέννησης και να μη συνδέουν τη γιορτή μόνο με φαγητό και δώρα.
Παρόμοια δυναμική καταγράφεται στη Γαλλία και την Ισπανία, όπου το Εθνικό Μέτωπο και το Vox αντιπαρατίθενται σε κοσμικές ή «ουδέτερες» επιλογές στη δημόσια σφαίρα και υπερασπίζονται τη διατήρηση θρησκευτικών συμβόλων σε δημαρχεία και δημόσιους χώρους. Στη Γερμανία, το AfD προειδοποιεί ότι οι χριστουγεννιάτικες αγορές «χάνουν τον γερμανικό χαρακτήρα τους», ενισχύοντας ισχυρισμούς ότι μουσουλμανικά έθιμα εκτοπίζουν χριστιανικά, σε μια προσπάθεια να παρουσιάσει τη γιορτή ως πεδίο «άμυνας» απέναντι σε μια πολιτισμική απειλή.
Στην περίπτωση της Μελόνι, όμως, το μήνυμα δεν μένει μόνο στις δηλώσεις. Το κόμμα της, οι Αδέλφια της Ιταλίας, έχει μετατρέψει την υπόθεση σε χριστουγεννιάτικο πολιτικό θέαμα. Κάθε Δεκέμβριο διοργανώνει ένα πολιτικό φεστιβάλ με χριστουγεννιάτικη αισθητική, με Άγιο Βασίλη, παγοδρόμιο και τεράστιο δέντρο φωτισμένο στα χρώματα της ιταλικής σημαίας.
Το γεγονός, που παλαιότερα γινόταν πιο «χαμηλόφωνα» προς το τέλος του καλοκαιριού, έχει μεταφερθεί σε εμβληματικό σημείο στο Καστέλ Σαντ’Άντζελο, προσελκύοντας οικογένειες, τουρίστες και περίεργους επισκέπτες. Η εικόνα είναι χαρακτηριστική: κόσμος μπαίνει για τα φώτα και τη μουσική και μετά αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται σε πολιτική διοργάνωση, σε μια συνάντηση όπου η πολιτική «μαλακώνει» μέσα σε γιορτινό περιτύλιγμα.
Για στελέχη του κόμματος, ο συμβολισμός παρουσιάζεται ως αυτονόητος. Η γραμμή είναι ότι οι παραδόσεις αποτελούν «ρίζες» και συνεπώς πρέπει να «γιορτάζονται και να προστατεύονται».
Ωστόσο, όπως επισημαίνουν αναλυτές, η θρησκεία λειτουργεί συχνά περισσότερο ως πολιτισμικός κώδικας παρά ως πίστη. Ακόμη κι αν πολλοί από τους πολιτικούς που «σηκώνουν» την καμπάνια δεν είναι ιδιαίτερα θρησκευόμενοι και παρότι ένα μέρος των ψηφοφόρων τους δεν είναι ενεργά εκκλησιαζόμενο, ο χριστιανισμός αξιοποιείται ως πολιτισμικός δείκτης, ως συνθηματική οριοθέτηση του «εμείς» απέναντι στο «εκείνοι». Σε αυτή τη λογική, η έννοια του «πολιτισμικού χριστιανισμού» γίνεται εργαλείο ταυτότητας και πολιτικής έντασης, ειδικά μετά από περιόδους που στην Ευρώπη κυριάρχησε η αίσθηση «σύγκρουσης πολιτισμών» λόγω τρομοκρατικών επιθέσεων.
Στο ίδιο πλαίσιο, η άκρα Δεξιά επιχειρεί να αξιοποιήσει τη δυσκολία που έχουν συχνά προοδευτικοί χώροι να μιλούν για θρησκεία στη δημόσια ζωή. Η χρήση ουδέτερων εκφράσεων τύπου «καλές γιορτές» προβάλλεται από τα ακροδεξιά κόμματα ως ένδειξη «πολιτισμικής αυτοϋπονόμευσης». Στην Ιταλία, για παράδειγμα, έχουν υπάρξει επιθέσεις από τη Λέγκα και τους Αδελφούς της Ιταλίας προς σχολεία που αφαίρεσαν θρησκευτικές αναφορές από χριστουγεννιάτικα τραγούδια, ενώ στην Γένοβα δεξιοί σχηματισμοί κατηγόρησαν τη δήμαρχο ότι «χαστούκισε την παράδοση» επειδή δεν τοποθέτησε φάτνη στα γραφεία της.
Μέσα σε αυτό το αφήγημα, η φράση «Δεν ντρεπόμαστε να πούμε ‘Καλά Χριστούγεννα’» εμφανίζεται ως πολιτική δήλωση, με την άκρα Δεξιά να προσθέτει ότι αναγνωρίζει τη θρησκευτική ελευθερία, αλλά θεωρεί πως τα Χριστούγεννα είναι η γιορτή που «νοιάζει περισσότερο» και άρα δεν πρέπει να ξεχνιούνται οι «ρίζες» της.
Οι επικριτές αντιτείνουν ότι πολλές από τις χριστουγεννιάτικες παραδόσεις είναι σχετικά νεότερες και έχουν διαμορφωθεί όσο από τη θρησκεία άλλο τόσο και από το εμπόριο. Παρ’ όλα αυτά, τα Χριστούγεννα παραμένουν πολιτικά ισχυρά ακριβώς επειδή είναι φορτισμένα με οικογενειακές τελετουργίες, παιδικές μνήμες και τοπική ταυτότητα. Και σε αυτό το έδαφος, η «διεκδίκηση» της γιορτής λειτουργεί ως όχημα για κάτι ευρύτερο: μια προσπάθεια ελέγχου του πολιτισμικού πεδίου.