Ο Δημήτρης Λιγνάδης ήταν ένα είδος νεοελληνικού celebrity. Γιος ενός διαπρεπούς φιλολόγου και κριτικού θεάτρου, με τα απαραίτητα διαπιστευτήρια «αριστεροφροσύνης» της Μεταπολίτευσης, προσαρμόστηκε κι ο ίδιος εύκολα στα μονοπάτια της «προοδευτικής» θολοκουλτούρας. Πώς κατέληξε καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, όπως ακριβώς παλαιότερα ο αείμνηστος μπαμπάς του, είναι ένα ερώτημα.
Πιθανόν ο νεότερος Λιγνάδης να ήταν ταλαντούχος ως ηθοποιός, δεν το γνωρίζω. Σίγουρα όμως ήταν ταλαντούχος, εκτός από το ψωνιστήρι, και στο… παραμύθιασμα των ψωνισμένων. Των ανόητων «επωνύμων» της πολιτικής, της τέχνης και του χρήματος που σπρώχνονταν για να εξασφαλίσουν μια φωτογραφία μαζί του.
Γι’ αυτό και ο ίδιος αυτάρεσκα σε μια συνέντευξή του μόλις πριν από μερικούς μήνες χλεύαζε την αφέλεια των επώνυμων θαυμαστών του λέγοντας: «Ακόμη και να κατουρήσω στη σκηνή, θα πουν… “Μμμμ τι τόλμη ο Λιγνάδης!”» Είχε απόλυτο δίκιο. Γι’ αυτό και δεν την πάτησε από επωνύμους που ήξεραν, αλλά δεν μιλούσαν. Αποκαθηλώθηκε από τα ανώνυμα θύματά του που αποφάσισαν ότι ήρθε η ώρα να τον τιμωρήσουν.
Η περίπτωσή του, λοιπόν, μοιάζει εξαιρετικά με αυτή του, μακαρίτη πλέον, Τζέφρι Επσταϊν στην Αμερική. Μοναδική διαφορά ότι εκείνος ήταν τραπεζίτης και πάμπλουτος. Ηταν όμως επίσης φιλότεχνος, «διασκεδαστής επωνύμων» και απόλυτα διεστραμμένος. Ο Επσταϊν, όπως ο Λιγνάδης, είχε διασυνδέσεις με την «αφρόκρεμα» της πολιτικής και επιχειρηματικής σκηνής στις ΗΠΑ. Μέχρι και σε Ευρωπαίους γαλαζοαίματους έφτανε η μπογιά του. Τους έκανε όλους να περνούν καλά. Μέχρι που ήρθε η ώρα της πρώτης καταγγελίας και ακολούθησε χιονοστιβάδα αποκαλύψεων. Τότε μονομιάς οι επώνυμοι «εξαφανίστηκαν». Ούτε που ήθελαν να τον ξέρουν.
Δυστυχώς για εκείνους, τους ήξερε απ’ την καλή και απ’ την ανάποδη ο τραπεζίτης. Τις αδυναμίες και τα βίτσια τους. Γι’ αυτό και χαιρόταν να επιδεικνύει έναν πίνακα ζωγραφικής με τον Μπίλ Κλίντον σε ναζιάρικη πόζα, να φοράει το μπλε φόρεμα της Μόνικα Λεβίνσκι και να επιδεικνύει τις κόκκινες γυαλιστερές γόβες του.
Ο Κλίντον δεν του έκοψε ποτέ την καλημέρα για αυτόν τον διασυρμό. Είτε δεν το είδε ως προσβολή είτε απλά ο Επσταϊν τους είχε του χεριού του και μπορούσε να… κατουράει επί σκηνής για να εισπράττει χειροκροτήματα, όπως φανταζόταν ο Λιγνάδης.
Ο Αμερικανός, βέβαια, δεν πρόλαβε να μιλήσει για τους επώνυμους φίλους του. Βρέθηκε κρεμασμένος, κατά μυστήριο τρόπο, στις φυλακές υψίστης ασφαλείας που τον φιλοξενούσαν. Και ο Λιγνάδης δεν έχει προλάβει να συνέλθει από το σοκ. Προς το παρόν κάνει το παγόνι και γλείφει ακόμη και τη Μενδώνη που τον δίκασε προκαταβολικά για να γλιτώσει τη θεσούλα της. Αλίμονο όμως αν μεθαύριο μέσα στην απελπισία του αποφασίσει να μιλήσει. Κάτι μου λέει ότι θα κλάψουνε μανούλες, εκεί… ψηλά στον Υμηττό, που λέει και το τραγούδι.