Στο greek-observatory και τις Ειδήσεις Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
Οικονομια

Πλεόνασμα 11,4 δισ. ευρώ αλλά παροχές μόνο 1,1 δισ: Η νέα πραγματικότητα του ελληνικού προϋπολογισμού

Επί δεκαετίες η Ελλάδα ζούσε με ελλείμματα και δανεικά. Στα Μνημόνια έμαθε με τα πρωτογενή πλεονάσματα. Και από φέτος, όπως και όλη η Ευρώπη, με το «όριο ετήσιας αύξησης καθαρών πρωτογενών κρατικών δαπανών».

Όπως αναφέρει το newmoney.gr, ενώ η κυβέρνηση πανηγυρίζει για ένα εντυπωσιακό πρωτογενές πλεόνασμα 11,4 δισ. ευρώ (4,8% του ΑΕΠ) για το 2024, οι παροχές που ανακοινώνει για το 2025 περιορίζονται μόλις στο 1,1 δισ. ευρώ. Η εξήγηση κρύβεται στον έναν νέο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό κανόνα για τον «δείκτη αύξησης δαπανών» που λίγοι γνωρίζουν, αλλά είναι η (πραγματική) βάση στην οποία πρέπει να στηρίζεται κάθε νέα εξαγγελία για παροχές.

Ο «δείκτης» που αλλάζει τους κανόνες

Στο παρελθόν, η δημοσιονομική πολιτική των χωρών της Ευρωζώνης επικεντρωνόταν κυρίως στο έλλειμμα και το χρέος.

Από τον Απρίλιο του 2024, με το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης, έχει εισαχθεί ένα νέο εργαλείο: το ετήσιο όριο αύξησης κρατικών δαπανών, που γίνεται το κεντρικό μέσο παρακολούθησης και συμμόρφωσης με τους δημοσιονομικούς κανόνες.

Τι σημαίνει αυτό πρακτικά;

Κάθε χώρα έχει ένα συγκεκριμένο όριο στο πόσο μπορεί να αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες της κάθε χρόνο, ανεξάρτητα από το πόσο μεγάλο πλεόνασμα πέτυχε την προηγούμενη χρονιά. Για την Ελλάδα, το ετήσιο όριο αύξησης δαπανών για το 2025 είναι 3,7% σε σχέση με το 2024.

Με απλά λόγια, ακόμα κι αν μία ευρωπαϊκή χώρα έχει ένα αστρονομικά υψηλό υπερπλεόνασμα (ακόμα και της τάξεως πχ των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ), δεν μπορεί να ξοδέψει όσα θέλει. Είναι σαν να βρίσκει κάποιος πχ 1.000 ευρώ παραπάνω στο πορτοφόλι του, αλλά να μην του επιτρέπεται να ξοδέψει παρά μόνο τα 100.

Πώς λειτουργεί ο «δείκτης δαπανών»;

Με βάση την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους και τα χαρακτηριστικά κάθε οικονομίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καθορίζει το ποσοστό αύξησης των δαπανών που επιτρέπεται ετησίως για κάθε χώρα.

Το πλαφόν αυτό στην αύξηση δαπανών παίρνει σαν βάση, τις συνολικές δαπάνες της γενικής κυβέρνησης που έκανε το κράτος την προηγούμενη χρονιά.

Για την Ελλάδα, εν προκειμένω, οι δαπάνες γενικής κυβέρνησης του 2023 ήταν σχεδόν 100 δισεκατομμύρια ευρώ. Το όριο αύξησης για το 2024 ήταν 2,6%. Άρα το 2024 μπορούσε να αυξήσεις τις κρατικές δαπάνες της κατά 2,6 δισ. ευρώ, από 100 δισ. το 2023 στην Ελλάδα σε 102,6 δισ. ευρώ το 2024 -και όχι παραπάνω

Περιορισμοί αλλά και ευελιξία

Ο κανόνας αυτός απαγορεύει υπέρβαση της «οροφής» δαπάνης κάθε έτους.

Προσφέρει όμως και κάποιες μικρές ευελιξίες.

Για παράδειγμα, συνυπολογίζει, μεταξύ άλλων, και τις δαπάνες για τόκους (ένα μέρος από το πλεόνασμα, πρέπει να εξοφλεί τόκους και χρέη του παρελθόντος), ή δαπάνες για εθνική συμμετοχή σε προγράμματα της ΕΕ (οι δαπάνες αυτές έχουν προτεραιότητα γιατί έτσι κάθε χώρα κερδίζει και άλλα 50%-130% επιπλέον κονδύλια από ΕΕ) ή έκτακτες μη προβλεπόμενες δαπάνες (πχ θεομηνίες).

Από την άλλη «αφαιρεί» (και άρα δίνει περιθώρια υπέρβασης δαπάνης) τυχόν μέτρα αύξησης των φορολογικών εσόδων που λαμβάνει η χώρα. Και επιπλέον, αν μια χρονιά μια χώρα δεν εξαντλήσει το επιτρεπτό όριο αύξησης, μπορεί να το μεταφέρει και να το αξιοποιήσει σε μια επόμενη «δύσκολη» χρονιά, που θα χρειαστεί ακόμα μεγαλύτερη αύξηση κρατικών δαπανών.

Αυτή την ευελιξία κατάφερε να αξιοποιήσει πέρυσι η ελληνική κυβέρνηση, ώστε να ανακοινώσει την εβδομάδα που πέρασε παροχές 1,1 δισ. ευρώ που θα «πέσουν» μέσα στο 2025, αλλά και να μπορεί να μεταφέρει και 900 εκατ. – 1 δισ. αύξηση δημοσίων δαπανών στο 2026!

Στην Αθήνα ο πρόεδρος της Ευρωζώνης: Λύσεις «win-win» σε δασμούς και αμυντικές δαπάνες

1,1 δισ. φέτος και 1 δισ. το 2026

Για το 2025, το όριο ετήσιας αύξησης κρατικών δαπανών της χρονιάς ήταν 3,7% σε σχέση με τις δαπάνες του 2024.

Ωστόσο, μετά και την ανακοίνωση των νέων μέτρων που ανέρχονται σε 1,1 δισ. ευρώ, καθώς και άλλων παροχών που ανακοινώθηκαν μετά την κατάθεση του Προϋπολογισμού του 2025 (όπως το επίδομα επικινδυνότητας των ένστολων, η απαλλαγή από φαρμακευτική δαπάνη για χαμηλοσυνταξιούχους, οι αυξήσεις στο δημόσιο λόγω αύξησης κατώτατου μισθού), η εκτιμώμενη αύξηση δαπανών για το 2025 ανέρχεται σε 4,5% σε σχέση με το 2024.

Πώς είναι δυνατόν να ξεπερνά το όριο του 3,7%;

Η απάντηση βρίσκεται στην «έξυπνη» διαπραγμάτευση που έκανε η Αθήνα το 2024:

1. Για το 2024, το όριο αύξησης δαπανών ήταν 2,6%

2. Η κυβέρνηση διαπραγματεύτηκε και πέτυχε να μην καταγραφούν σαν αύξηση δαπάνης παροχές ύψους 2 δισ. ευρώ, επικαλούμενη ότι αυτά «ισοσκελίστηκαν» από έσοδα 2 δισ. από «μόνιμα» μέτρα καταπολέμησης της φοροδιαφυγής (με POS, myDATA κλπ, ασχέτως της συγκυριακής αύξησης εσόδων από ΦΠΑ λόγω ανάπτυξης ή ακρίβειας κλπ).

3. Οι νέοι κανόνες επιτρέπουν, αν περισσεύει περιθώριο αύξησης κάποια χρονιά, κάθε χώρα να μπορεί να μεταφέρει ένα μέρος του σε επόμενη χρονιά.

Το «μαξιλάρι» του 2024

Έτσι, με βάση τον «αλγόριθμο» υπολογισμού του ορίου επιτρεπτής αύξησης δαπανών, η Ελλάδα μπόρεσε να υπερβεί το ετήσιο όριο αύξησης δαπανών (3,7%) έως 0,3% του ΑΕΠ, δηλαδή έως 700 εκατ. ευρώ, φτάνοντας συνολικά στο 4,5%. Ενώ κρατά και «κάβα» άλλο 1 δισ. για επιπλέον δαπάνες το 2026, πέραν του ορίου 3,6% (δηλαδή σχεδόν 3,8 δισ. ευρώ) που επιτρέπεται να αυξηθούν τη χρονιά εκείνη οι κρατικές δαπάνες.

Συνεπώς το εντυπωσιακό πρωτογενές πλεόνασμα του 4,8% του ΑΕΠ για το 2024 (έναντι πρόβλεψης 2,5% στον προϋπολογισμό του 2025) δημιούργησε ένα σημαντικό «μαξιλάρι» για την κυβέρνηση.

Από πού προήλθε όμως αυτή η (μόνιμη) υπεραπόδοση;

• υπέρβαση φορολογικών εσόδων κατά περίπου 1 δισ. ευρώ, λόγω μείωσης της φοροδιαφυγής και αύξησης των αποδοχών των εργαζομένων και συνταξιούχων.

• σημαντική αύξηση εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές κατά 862 εκατ. ευρώ, λόγω της ταχύτερης αύξησης των μισθών (7,4% αντί 5,2% που προβλεπόταν), της μεγαλύτερης μείωσης της ανεργίας (στο 10,1% αντί 10,3%) και της εφαρμογής της κάρτας εργασίας

• Βελτίωση εσόδων από αξιοποίηση της περιουσίας των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης: 430 εκατ. ευρώ

• Λοιπά έσοδα φορέων γενικής κυβέρνησης: 270 εκατ. ευρώ

• Βελτιωμένο αποτέλεσμα Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων: 100 εκατ. ευρώ

• Εξοικονόμηση δαπανών κεντρικής διοίκησης: 542 εκατ. ευρώ

• Βελτίωση αποτελέσματος νομικών προσώπων γενικής κυβέρνησης: 748 εκατ. ευρώ

Όπως προκύπτει, μεγάλο μέρος του υπερπλεονάσματος δεν οφείλεται μόνο στους έμμεσους φόρους, αλλά κυρίως στην αύξηση των εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές, αποτυπώνοντας το όφελος από τη μείωση της ανεργίας και την αύξηση των μισθών.

Γιατί μπήκε ο νέος κανόνας

Δαπάνες και παροχές δεν εξαρτώνται έτσι πλέον όπως παλιά από τα πλεονάσματα (που πάντως επιδιώκεται να υπάρχουν με βάση το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Σταθερότητας που υποβάλλει κάθε χώρα στις Βρυξέλλες) αλλά τον δείκτη που καθορίζει το ύψος των δαπανών κάθε χρονιάς.

Ο νέος κανόνας δαπανών έχει σχεδιαστεί για να επιτρέπει την εφαρμογή αντικυκλικής πολιτικής. Αυτό σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις μπορούν να διατηρούν σταθερές τις δαπάνες τόσο σε περιόδους ανάκαμψης, όσο όμως και σε περιόδους επιβράδυνσης ή ύφεσης της οικονομίας.

Επιπλέον, ο κανόνας αυτός βοηθά στη μείωση του δημόσιου χρέους, το οποίο για την Ελλάδα προβλέπεται να μειωθεί από 153,7% το 2024 σε 133,4% έως το 2028.

Τι σημαίνει αυτό για το μέλλον;

Ότι παρά τους περιορισμούς, η ελληνική κυβέρνηση διατηρεί κάποια περιθώρια ελιγμών. Σύμφωνα με τους νέους κανόνες, επιπλέον δημοσιονομικός χώρος για νέες πρωτοβουλίες μπορεί να δημιουργηθεί από την εφαρμογή μόνιμων μέτρων είτε στο σκέλος των εσόδων, είτε στην πλευρά των δαπανών.

Για την Ελλάδα, αυτό σημαίνει ότι ο δημοσιονομικός χώρος μπορεί να προκύψει από την επίτευξη των στόχων για τη μείωση της φοροδιαφυγής και την επανεξέταση των δημοσίων δαπανών.

Επιπλέον, η καλή πορεία της οικονομίας συνεχίζεται και το 2025, με το πρωτογενές πλεόνασμα στο πρώτο δίμηνο του έτους να είναι βελτιωμένο σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό (4,092 δισ. ευρώ από 2,992 δισ. ευρώ).

Καταλυτικό ρόλο θα παίξει η κατάληξη της συνολικής διαπραγμάτευσης που γίνεται στην ΕΕ για την εξαίρεση (ρήτρα διαφυγής) των αμυντικών δαπανών από τον υπολογισμό των κανόνων αυτών, δηλαδή κατά πόσον και πώς θα απελευθερωθούν άλλα κονδύλια για να δοθούν επιπλέον παροχές.

Καθώς πάντως όλα τα παραπάνω ήταν ψηφισμένα και γνωστά σε όλη την Ευρώπη πριν από τις ευρωεκλογές του 2024, καμία συζήτηση ή εξαγγελία για παροχές από πλεόνασμα δεν μπορεί να σταθεί, αν δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τον «άγνωστο» αυτόν ευρωπαϊκό κανόνα για το «ταβάνι» στην αύξηση κρατικών δαπανών κάθε έτους σε κάθε χώρα της Ευρώπης.

Tags
Back to top button