Στο greek-observatory και τις Ειδήσεις Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Περὶ τῶν θέσεων τῆς Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐπὶ τῶν κειμένων τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης

Τoῦ Βασίλειου Εὐσταθίου
Δρ. Φυσικοῦ, πτ. ΕΚΠΑ Κ.Θεολογίας


Ἡ εἰσήγηση τῆς Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐπὶ τῶν τελικῶν κειμένων τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης στὶς 26 Νοεμβρίου 2016, ὅπως καὶ ἡ ἐπιστολὴ τῆς Ἱερῆς Κοινότητας τοῦ Ἁγίου Ὄρους λίγο πρὶν τὴν Σύνοδο αὐτὴ στὶς 25 Μαρτίου 2016, ποὺ ἀφοροῦσε τὰ προσυνοδικὰ κείμενα (τῆς ὁποίας ἐπιστολῆς τὶς βασικὲς θέσεις ἐπαναλαμβάνει πάλι ἡ εἰσήγηση, ἔχοντας ὡς βασικὸ ἄξονα τὴν ἀνάγκη τροποποιήσεων τῶν κειμένων, τόσο τῶν προσυνοδικῶν πρὶν τὴν Σύνοδο, ὅσο καὶ τῶν τελικῶν κειμένων μετὰ τὴν Σύνοδο, καθῶς στὸ σύνολό τους οἱ οὐσιαστικὲς προσυνοδικὲς προτάσεις τοῦ Ἁγίου Ὄρους δὲν λήφθηκαν ὑπόψιν καὶ δὲν υἱοθετήθηκαν μὲ τὸν ἕνα ἤ ἄλλο τρόπο ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης), ἐκφράζουν βαρυσήμαντες θέσεις ἐπὶ τῶν κειμένων αὐτῆς τῆς Συνόδου ποὺ ἀκαταμάχητα διαφωτίζουν σὲ πολλὰ καίρια σημεία τῶν κειμένων ποιὸ εἶναι τὸ περιεχόμενο καὶ τὸ νόημά τους, ἀναδεικνύοντας τὸ προβληματικό χαρακτήρα τους, ποὺ σὲ πολλὲς περιπτώσεις ὀφείλεται στὴν ἀμφισημεία καὶ ἀσάφειά τους.

Κατ᾿ ἀρχὴν ἀναφέρεται λοιπόν ἡ εἰσήγηση στὸ θέμα τῆς ἀναγνώρισης τῶν ἑτεροδόξων ὡς Ἐκκλησία, στὸ ὁποῖο ἡ Ἱερὰ Κοινότητα πρὸ τῆς Συνόδου εἶχε διαφωνήσει («Βασικόν αἴτημα τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος ἦτo νά μή ἀναγνωρισθοῦν οἱ ἑτερόδοξοι ὡς Ἐκκλησίαι, διότι μόνον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας εἶναι ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία»), ὅπως καὶ ἡ ΙΣΙ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὶς προτάσεις της ἐπὶ τῶν προσυνοδικῶν κειμένων τὸν ἴδιο καιρὸ εἶχε διαφωνήσει, ἀλλὰ παρὰ ταῦτα ὡς γνωστὸ ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης ἀποδέχθηκε τὴν ὀνομασία τους ὡς Ἐκκλησία. Ἐφόσον αὐτὴ ἦταν ἡ κατάληξη τοῦ αἰτήματός της αὐτοῦ, τονίζει παρακάτω ἡ εἰσήγηση ὅτι τουλάχιστον μετὰ τὴν ἀναφορὰ σὲ «ἑτεροδόξους χριστιανικάς Ἐκκλησίας», θὰ ἔπρεπε «ρητῶς νά ἀντιδιαστέλλεται ἡ ἑτεροδοξία των ἀπό τήν ἀποστολικήν ἀλήθειαν, πίστιν  καί παράδοσιν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων», γιὰ τὸν λόγο ὅτι «Ἔτσι ὁριοθετεῖται ἡ Ἐκκλησία ἀπό τάς αἱρέσεις, αἱ ὁποῖαι σφετερίζονται τήν ἀποστολικήν ἀλήθειαν». Λίγο παρακάτω ἡ εἰσήγηση γράφει ἀκόμα σχετικὰ μὲ τὸ θέμα αὐτὸ, ὅτι ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία εἶναι μία καὶ πρέπει νὰ εἶναι αὐτὸ σαφὲς στὸ συνοδικὸ κείμενο, πράγμα ποὺ δὲν εἶναι: «Πάντως μία σαφής διατύπωσις, ἡ ὁποία θά ἐδήλωνε τήν μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας ὅπως πολλάκις ἐτονίσθη ἀπό Ὀρθοδόξους θεολόγους, ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί ἀπό τόν Παναγιώτατον Οἰκουμενικόν Πατριάρχην κ.κ. Βαρθολομαῖον εἰς ὁμιλίαν του εἰς τόν πάνσεπτον Ναόν τοῦ Πρωτάτου θά ἀνέπαυε τήν ἁπανταχοῦ Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καί τό Ὀρθόδοξον πλήρωμα».

Ἐδῶ θέλουμε νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ἡ παράγραφο 1 τοῦ σχετικοῦ συνοδικοῦ κειμένου («Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον») ἀναφέρει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Ὡστόσο στην αρχή της παραγράφου 6 τοῦ ἴδιου συνοδικοῦ κειμένου ὑπάρχει μιὰ ἀσύμβατη στὴν παραπάνω, διαφορετική, νέα τοποθέτηση, κατὰ τὴν ὁποία διαχωρίζεται ἡ ὀντολογικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ τὶς φαινομενολογικά ἀναγνωριζόμενες κατ’ ὄνομα ἐκκλησίες, ὅπου ὁ ρόλος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μετὰ ἀπὸ αὐτὸν τὸν διαχωρισμὸ κάθε ἄλλο παρὰ σαφῆς μπορεῖ νὰ εἶναι, ἐνῶ ἀντιθέτως εἶναι εὔκολο καὶ φυσικὸ νὰ θεωρηθεῖ καὶ αὐτὴ ὡς μία κατ’ ὄνομα ἐκκλησία, ἐφόσον μάλιστα δὲν ὑπάρχει καμιὰ σχετικὴ διευκρίνιση τοῦ συνοδικοῦ κειμένου νὰ ὁρίζει σαφῶς τὴν ὀνομασία τῶν ἑτεροδόξων «ἐκκλησίες», ὡς τεχνικὸ ὅρο ἤ ὡς ψευδεπίγραφη, καὶ νὰ ἀποφεύγεται ἔτσι ὁ προφανὴς κίνδυνος τῆς παρέκκλισης στὴν προτεστάντικη θεωρία περὶ αὀράτου καὶ ὁρατῆς ἐκκλησίας, χωρὶς ὅμως καὶ πάλι στὴν περίπτωση ποὺ γινόταν αὐτὸ τὸ πρόβλημα στὸ συνοδικὸ κείμενο νὰ ἐξαλείφεται. Ἔτσι στήν παράγραφο 21 τοῦ ἴδιου κειμένου  λέγεται μὲν ὅτι «αἱ μή Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι παρεξέκλιναν ἐκ τῆς ἀληθοῦς πίστεως τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας», ἀλλὰ, ἐκτὸς τοῦ ὅτι αὐτὸ ἔπρεπε νὰ εἶχε ἤδη ἀναφερθεῖ πολὺ νωρίτερα μαζὶ μὲ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ ὅρου «ἑτεροδόξων», δὲν εἶναι σαφὲς μετὰ τὰ ὅσα ἀναφέρει ἡ παράγραφος 6 ποὺ γράψαμε παραπάνω, ἅν ὡς μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία ἐννοεῖται ἡ Ὀρθόδοξη, ὅπως ὄντως αὐτὴ καὶ μόνο εἶναι.

Στὴ συνέχεια ἡ εἰσήγηση ἀναφέρεται στὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι δυνατὸν νὰ ξαναενωθοῦν οἱ ἑτερόδοξοι μὲ τὴν Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ὁ ὁποῖος εἶναι μὲ «τήν ἐπιστροφήν των εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν καί εἰς τήν ἁγιοπνευματικήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας». Βέβαια τὸ συνοδικὸ κείμενο αποφεύγει νὰ ἀναφερθεῖ σὲ ὁποιοδήποτε σημεῖο του σὲ τέτοια ἐπιστροφὴ καὶ γράφει μόνο περὶ «ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος μετά τῶν ἄλλων Χριστιανῶν», ἔστω καὶ ἄν συνεχίζει μὲ τὴν φράση «ἐν τῇ Μιᾷ, Ἁγίᾳ, Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ», ἡ ὁποῖα ὅμως εἰδικὰ μετὰ τὴν παράγραφο 6 τοῦ ἰδίου κειμένου, ὅπως ἐξηγήσαμε, θὰ ἔπρεπε νὰ διευκρινίζεται μὲ σαφήνεια ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ  Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ μόνο αὐτή, πράγμα ποὺ δὲν τὸ κάνει. Τότε καὶ μόνο θὰ προέκυπτε ἀβίαστα καὶ μονοσήμαντα ὅτι ἠ ἔνωση τῶν ἑτεροδόξων μὲ τὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη, εἶναι δυνατὴ μόνο μὲ τὴν ἐπιστροφή τους σὲ αὐτή. Γι᾿ αὐτὸ στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ ἁγιορεῖτες πατέρες στὴν εἰσήγησή τους τονίζουν τὴν ἀνάγκη μιὰς «σαφής διατύπωσις, ἡ ὁποία θά ἐδήλωνε τήν μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας», ὅπως ἤδη ἀναφέραμε παραπάνω, ὅπου ἐδῶ ἐννοεῖται βέβαια ἡ Ὀρθόδοξη.


Ὡς πρὸς τὴν ἀναφορὰ τοῦ συνοδικοῦ κειμένου στὴν συμμετοχὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στοὺς διαχριστιανικοὺς διαλόγους καί στήν Οἰκουμενικὴ Κίνηση «πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος μετά τῶν ἄλλων Χριστιανῶν ἐν τῇ Μιᾷ, Ἁγίᾳ, Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ», ἡ ὁποῖα «ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καί παραδόσεως ἐντός νέων ἱστορικῶν συνθηκῶν», ἡ εἰσήγηση κατ’ ἀρχὴν ἀναφέρει τὰ ὅσα ἤδη εἶπαμε παραπάνω περὶ τῆς ἀποκατάστασης «τῆς ἑνότητος μετά τῶν ἄλλων Χριστιανῶν», ὅπου μόνο ἄν τὸ κείμενο διατυπωνόταν σωστά, τότε καὶ ἡ συμμετοχὴ αὐτὴ θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ὅτι γίνεται πρὸς τὴν σωστὴ κατεύθυνση ποὺ «ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καί παραδόσεως ἐντός νέων ἱστορικῶν συνθηκῶν». Ὡστόσο ἡ εἰσήγηση τονίζει ὅτι «Σύμφωνος πρός τό πνεῦμα καί τό γράμμα τῶν προγενεστέρων ὁμολογιακῶν της κειμένων ἡ Ἱερά Κοινότης εἶχε ζητήσει ἀπό τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον νά λάβῃ ὑπ’ ὄψιν τάς εὐλόγους ἀντιρρήσεις της διά τήν συμμετοχήν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τό ‘Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν’ (Π.Σ.Ε.), καθώς καί τήν σαφῆ ἀντίθεσίν της εἰς τάς καταδικαζομένας ὑπό τῶν Ἱερῶν Κανόνων συμπροσευχάς, τούς λειτουργικούς ἀσπασμούς καί ὁτιδήποτε ἄλλο δίνει τήν ἐντύπωσιν ‘ὅτι εἴμεθα τό ἴδιο’.».

Παρακάτω δὲ ἡ εἰσήγηση τονίζει ὅτι «Ὅσον ἀφορᾶ δέ τήν παρουσίαν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τό Π.Σ.Ε., εἶναι μέν θετική ἡ δήλωσις τοῦ συνοδικοῦ κειμένου ὅτι αὗται ‘συμβάλλουν [σ.σ. ἐννοεῖται μόνον] εἰς τήν προώθησιν τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καί συνεργασίας ἐπί τῶν μειζόνων κοινωνικοπολιτικῶν προκλήσεων’  (παράγρ. 17), ὅμως ἡ συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τό Π.Σ.Ε. θεμελιώνεται εἰς τήν «Δήλωσιν τοῦ Τορόντο» (1950), ἡ ὁποία εἶναι κείμενον θεολογικῶς μή ἀποδεκτόν.», δηλαδὴ εἶναι ἀπαράδεκτο γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία. Καὶ συνεχίζει «Εἶναι σοβαρόν ἐν προκειμένῳ τό ἐρώτημα, ἄν εἰς τό ἑξῆς ἡ «Δήλωσις τοῦ Τορόντο» ἐγκρίνεται συνοδικῶς ὡς ἔγκυρον καταστατικόν κείμενον ἀναφορᾶς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας!». Ἐπίσης προσθέτει ἡ εἰσήγηση ὅτι «λείπει ἀναγκαία ἐπισήμανσις ὅτι ἀπαγορεύονται αἱ ‘διομολογιακαί συμπροσευχαί’», ἀλλὰ καί «δέν ἀπορρίπτωνται ἀπόψεις τοῦ Π.Σ.Ε περί Ἐκκλησίας καί Βαπτίσματος, αἱ ὁποῖαι ἔχουν γίνει κοινῶς ἀποδεκταί (καί ἀπό τούς μετέχοντας Ὀρθοδόξους)», ἐνῶ εἶναι φυσικὰ αἱρετικὲς καὶ ἀσύμβατες μὲ τὴν Ὀρθοδοξία.

Ἡ εἰσήγηση ἐξηγεῖ γιὰ τὴν σχέση μὲ τοὺς ἑτερόδοξους ὅτι τὸ σχετικὸ συνοδικὸ κείμενο («Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον») στὴν παράγραφο 6 «δίδει χῶρον εἰς τήν ἀντορθόδοξον θεωρίαν ὅτι Ὀρθόδοξοι καί Ρωμαιοκαθολικοί ‘εὑρίσκονται πλέον ὑπό καθεστώς ὄχι τετελεσμένου σχίσματος, ἀλλά διακοπῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας (ἀκοινωνησία)’. Ἡ θεωρία αὕτη συσκευάζει Ὀρθοδόξους καί Ρωμαιοκαθολικούς εἰς τήν Μίαν Ἐκκλησίαν καί ἀντιλαμβάνεται τήν ἑτεροδοξίαν ὡς διαφορετικήν διατύπωσιν τῆς ἰδίας ἀποστολικῆς πίστεως!».

Συνεχίζει ἡ εἰσήγηση τονίζοντας γιὰ τὴν δυνατότητα κοινωνίας μὲ τοὺς ἑτεροδόξους ὅτι (στην παράγραφο 20) «Λείπουν διατάξεις αἱ ὁποῖαι θά ἀπέτρεπον πράξεις καί δηλώσεις πού ἐμφανίζουν τούς ἑτεροδόξους μέ αὐθεντικόν Βάπτισμα καί Ἱερωσύνην, καί τήν ‘ἐκκλησίαν’ των μέ σῴζουσαν Χάριν», ποὺ σημαίνει μὲ ἄλλα λόγια ὅτι δίνεται δυνατότητα να γίνει αποδεκτή η Βαπτισματικὴ Θεολογία. Καὶ συνεχίζει ὅτι «συνεπῶς εἶναι ἐντελῶς ἐλλιπής ἡ παράγραφος 23, ἡ ὁποία λέγει ὅτι ὁ διάλογος πρέπει νά συνοδεύεται ‘διά πράξεων ἀμοιβαίας κατανοήσεως καί ἀγάπης’».

Στὸ θέμα τῆς συνέχισης τῶν ἄκαρπων διαλόγων τὴν ὁποία ὑπερασπίζεται τὸ ἴδιο συνοδικὸ κείμενο, ἡ εἰσήγηση τῶν ἁγιορειτῶν πατέρων ἀναφέρει: «Συμφώνως πρός τό συνοδικόν κείμενον διάλογοι οἱ ὁποῖοι δέν ἐπιτυγχάνουν συμφωνίαν ἐπί ἑνός θέματος δέν διακόπτονται, ἀλλ᾽ ἀντιθέτως, καταγραφομένης τῆς θεολογικῆς διαφωνίας, συνεχίζονται (παράγρ. 11). Ἀναμφιλέκτως εἶναι ὀρθόν νά ὁλοκληρώνεται ἕνας διάλογος παρά τάς δυσχερείας. Ὅμως ἡ συνέχισις ἤ ἡ διακοπή ἑνός διαλόγου δέν εἶναι μόνον πρακτικόν θέμα, ἀλλά ἔχει καί ἐκκλησιολογικήν καί σωτηριολογικήν σημασίαν. Οἱ ἄκαρποι διαλόγοι συντελοῦν εἰς τό νά ἀμβλύνεται ἡ δογματική εὐαισθησία τῶν Ὀρθοδόξων θεολόγων πού μετέχουν εἰς αὐτούς, καθώς καί τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος. Τί σημαίνει ἑπομένως ὅτι οἱ διάλογοι συνεχίζονται; Σχετικά μέ τό μεῖζον θέμα τῆς Οὐνίας π.χ.: Ἀρκεῖ ἡ ἁπλή καί ἐπαινετή παράθεσις τῆς λέξεως «οὐνία» (παράγρ. 23) μεταξύ τῶν μορφῶν ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ, ὅταν ἡ Οὐνία εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν ἐκκλησιολογικόν πρόβλημα πού ἔπρεπε νά λυθῇ πρό τῆς ἐνάρξεως τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου τό 1980; Πῶς θά ἑρμηνεύεται πλέον τό πρόβλημα τῆς Οὐνίας, ὡς πρακτικός ἀνταγωνισμός ἤ ὡς ἐκκλησιολογική ἐκτροπή;».

Ἐξηγεῖ ἡ εἰσήγηση γιὰ τοὺς συμβιβασμοὺς σὲ θέματα πίστεως ὅτι: «Μετά τήν ὀρθήν διακήρυξιν εἰς τό τέταρτον συνοδικόν κείμενον ‘Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία…’, καί τήν ρητήν διαβεβαίωσιν τῆς Ἐγκυκλίου ὅτι οἱ ‘ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διεξαγόμενοι διάλογοι οὐδέποτε ἐσήμαιναν, οὔτε σημαίνουν καί δέν πρόκειται νά σημάνουν ποτέ οἱονδήποτε συμβιβασμόν εἰς ζητήματα πίστεως’, θεολογικαί συμφωνίαι ὡς τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων ἐπί τῆς Χριστολογίας (1989, 1990) καί τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τῆς ἐκκλησιολογίας μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν εἰς τό Μπαλαμάντ (1993) δέν δύνανται νά ἰσχύουν, καθόσον εἶναι προφανεῖς ‘συμβιβασμοί εἰς ζητήματα πίστεως’». Καὶ βέβαια δὲν εἶναι μόνο αὐτὲς οἱ ὑπογραφὲς κοινῶν θεολογικῶν κειμένων ποὺ δὲν πρέπει νὰ ἱσχύουν, ἀλλὰ καὶ ἀρκετὲς ἄλλες (ὑπογραφὲς τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε τὸ 2006, τῆς Ραβέννα τὸ 2007, τοῦ Πουσὰν τὸ 2013).

Ἐπαναλαμβάνει ἡ εἰσήγηση αὐτὸ ποὺ δὲν ἔλαβε ὑπόψιν της ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης ὅτι «Θεμελιῶδες ἐπίσης αἴτημα τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος Ἁγίου Ὄρους ἦτο νά διατυπωθῇ μέ εὐκρίνειαν ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική παράδοσις ἀναγνωρίζει ὡς ‘ἔσχατον κριτήν’ ἐπί θεμάτων πίστεως τήν συνείδησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἐκφραζομένην ἐνίοτε καί διά μεμονωμένων μελῶν Αὐτῆς καί ἐπιβεβαιουμένην τελικῶς διά συνοδικῆς ἀποφάσεως Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων».

Ξανατονίζει ἡ εἰσήγηση τὴν ἀνάγκη γιὰ «Τήν ἀναφοράν εἰς τάς μεγάλας, μετά τήν ἁγίαν Ζʹ Οἰκουμενικήν, συνόδους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπί Μεγάλου Φωτίου (879-880), ἐπί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ (1341-1351) καί τάς ἐν Κωνσταντινουπόλει (1282-84 καί 1484), αἱ ὁποῖαι ἠκύρωσαν τάς ἐν Λυῶνι καί Φλωρεντίᾳ ἑνωτικάς ψευδοσυνόδους», καθόσον «διά τῆς διδασκαλίας αὐτῶν αἱ δογματικαί καί ἐκκλησιολογικαί διαφοραί μετά τῶν ἑτεροδόξων (περί τό Φιλιόκβε, τήν κτιστήν Χάριν, τό παπικόν πρωτεῖον κ.λπ.) ἀποσαφηνίζονται πλήρως καί τίθενται ὑγιεῖς βάσεις διά τούς διμερεῖς θεολογικούς διαλόγους», τὶς ὁποῖες τελικῶς ἀνέφερε μὲν ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης, ὄχι ὅμως στὰ βασικὰ της κείμενα, ἀλλὰ στὴν Ἐγκύκλιό της.

Ἐπαναλαμβάνει ἡ εἰσήγηση τὸ βαρυσήμαντο καὶ οὐσιαστικὸ κείμενό τῶν ἁγιορειτῶν, ποὺ πρότειναν νὰ συμπεριληφθεῖ σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ κείμενα τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης, ὅμως αὐτὴ τὸ παρέλειψε: «Εἰς τό κείμενον ‘Ἡ Ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ’ ἐπροτείναμεν, ὡς Ἁγιορεῖται καί κληρονόμοι τῆς ἡσυχαστικῆς ἀσκητικῆς παραδόσεως, μίαν πλέον ἀνεπτυγμένην ἀναφοράν εἰς τήν ὀρθόδοξον διδασκαλίαν περί τῆς ἐν Χριστῷ ἀσκήσεως, τῆς νοερᾶς προσευχῆς καί τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὡς αὕτη διετυπώθη κυρίως ὑπό τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί πραγματώνεται μόνον ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἀνεξαρτήτως αὐτῆς, ἤτοι κατ᾽ ἀντίθεσιν πρός τάς διαφόρους πεπλανημένας ψυχοσωματικάς τεχνικάς, συναντωμένας εἰς παλαιά καί σύγχρονα μυστικιστικά ρεύματα», ὅπου ἡ ἐπιστολὴ τῆς Ἱερὰς Κοινότητας σημείωνε καὶ τὸ ἐξῆς στὴ συνέχεια: «ἤ μέ τήν αὐτόνομον ἀνάπτυξη τῆς ἀνθρωπίνου νοήσεως καὶ γνώσεως».

Ἡ εἰσήγηση τελειώνοντας τὴν ἀναφορὰ της στὰ συνοδικὰ κείμενα τονίζει ὅτι πρέπει νὰ διατυπωθοῦν ὀρθότερα καὶ νὰ διορθωθοῦν «αἱ ἀμφισημίαι εἰς τά συνοδικά κείμενα, ἡ ἀσάφεια τῶν ὁποίων δημιουργεῖ προϋποθέσεις δι᾽ οἰκουμενιστικήν ἑρμηνείαν των καί ἑπομένως ὁδηγεῖ εἰς κρίσιν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, καθώς εἰς τούς ἐν ἐξελίξει θεολογικούς διαλόγους εἶναι δύσκολον νά παραμερισθοῦν τά ‘κεκτημένα’ τῶν παρελθουσῶν δεκαετιῶν. Τά κείμενα τῆς Συνόδου πρέπει νά ὑπερβοῦν τήν μονομέρειαν», ἡ ὁποία ἐξηγεῖ «ὀφείλεται εἰς τό ὅτι αὐτά ἠγνόησαν τήν ἰσχυράν θεολογικήν παράδοσιν πού ἐχάραξαν σύγχρονοι θεοφόροι Πατέρες καί ἔγκριτοι θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι διεῖδον τήν πορείαν τῶν οἰκουμενικῶν διαλόγων ὡς μίαν οἰκουμενιστικήν παρέκκλισιν.» καὶ ἐπισημαίνει ὅτι «Ὄχι μόνον ‘ζηλωτικαί’, ὡς λέγεται, ἀλλά καί ὑγιεῖς φωναί ἀναζητοῦν λόγον ἀληθείας διά νά πεισθοῦν καί νά ἀναπαυθοῦν». Τότε μόνο, ἀναφέρουν οἱ ἁγιορείτες πατέρες, ὅταν γίνουν οἱ «τροποποιήσεις εἰς τά προσυνοδικά κείμενα, διά νά δοθῇ εἰς τόν κόσμον συνοδικός λόγος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καθαρός ἀπό στοιχεῖα πού δέν σώζουν, ἀλλά ἐγκλωβίζουν εἰς τόν παρόντα αἰῶνα», θὰ «φανῇ πῶς ἔχει ἡ ἀλήθεια, διά νά ἀναπαυθοῦν οἱ πιστοί πού μέ ἀγάπην καί ἀγωνίαν περιμένουν τόν λόγον μας» καὶ θὰ «ἀποσοβηθοῦν ἔριδες καί καταστάσεις πού βλάπτουν τήν Ἐκκλησίαν καί ἐμποδίζουν τήν οἰκοδομήν τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ». Καὶ καταλήγουν συμπερασματικὰ «Προσβλέπομεν μετ’ ἐλπίδος εἰς τήν περαιτέρω θεολογικήν ἐπεξεργασίαν καί πλέον αὐθεντικήν διατύπωσιν τῶν συνοδικῶν κειμένων, ὥστε αὐτά νά ἀνταποκρίνωνται εἰς τήν ἐκπλήρωσιν τῆς σωτηριώδους ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον». Ἀμὴν.

Tags
Back to top button