του Μ. Γ. Μερακλή, Καθηγητή Λαογραφίας Παν/μίου Αθηνών
Κυριακή του Πάσχα
Α. Γενικά. 1. Λέξεις και φράσεις σχετικές με την γιορτή και τα εθιζόμενα. 2. Εορτάσιμος στολισμός της εκκλησίας με κλαδιά δεντρολίβανου. 3. Οι λαμπάδες της Λαμπρής (χρώμα, στολισμός κ.λπ.).
Β. Η Ανάσταση. 1. Χρόνος τέλεσης. Προσέλευση στην εκκλησία. 2. Τα εθιζόμενα όταν ο ιερέας εκφωνεί το «Δεύτε, λάβετε φως». 3. Τα εθιζόμενα, όταν ο ιερέας που διαβάζει το Ευαγγέλιο πει: «Και σεισμός εγένετο μέγας». 4. Τα εθιζόμενα, όταν ψάλλεται το «Χριστός Ανέστη». 5. Περιφορά της εικόνας της Ανάστασης γύρω από τον ναό. 6. Τα κόκκινα αυγά. Αγιασμός τους στην εκκλησία. 7. Διανομή ψητού αρνιού η αυγών και άρτου στους εκκλησιαζόμενους («οι οποίοι τα φέρουν ως καθηγιασθέντα εις τον οίκον των και όλοι μεταλαμβάνουν εξ αυτών». 8. Το Πάσχα των βοσκών. 9. Αναστάσιμος χαιρετισμός. Το φίλημα της αγάπης. 10. Επίσκεψη στο νεκροταφείο. Προσφορές σε νεκρούς. Το μερτικό του πεθαμένου.Γ. Η επιστροφή από την Ανάσταση και τα εθιζόμενα στο σπίτι. 1. Το άγιο η καινούργιο φως. 2. Άλλες χρήσεις των κεριών της Ανάστασης. 3. Χαιρετισμός των δέντρων η φοβέρισμα των άκαρπων. 4. Εξορκισμός των φύλλων και των κοριών. 5. Ανανέωση του αυγού της Παναγίας. 6. Τα λαμπροκούλουρα. 7. Νυκτερινό γεύμα. 8. Το πασχαλινό αρνί. 9. Ωμοπλατοσκοπία (μαντείες με την ωμοπλάτη του ζώου).
Δ. Η δεύτερη Ανάσταση. 1. Η λιτανεία της εικόνας της Ανάστασης. 2. Ευλόγηση νωπού τυριού, γιαουρτιού, κ.λπ. και διανομή στους εκκλησιαζόμενους (στην Ρόδο «όλες οι μαντρατόρισσες» πήγαιναν κατά την δεύτερη Ανάσταση από τα προϊόντα τους και, αφού τα ευλογούσε ο παπάς, τα μοίραζαν στους εκκλησιαζόμενους. 3. Το φίλημα της αγάπης. Αδερφοποιτοί (γίνονταν εκείνη την ημέρα). 4. Δεισιδαίμονες συνήθειες.
Ε. Άλλα έθιμα. 1. Πυρές. 2. Καύση του Ιούδα η του Εβραίου. 3. Ο χορός του Πάσχα. 4. Αγώνες. 5. Κούνιες. 6. Προλήψεις και δεισιδαίμονες συνήθειες. 7. Επισκέψεις, ευχές, δώρα. Διάγραμμα (με παραδείγματα πάντα) υπάρχει βέβαια και για την εβδομάδα της Διακαινησίμου, αλλά το παραλείπουν.
Η ένταξη της χαράς της Αναστάσεως στα λαϊκά έθιμα
Η χαροποιός ουσία της Αναστάσεως διατρανώνεται βέβαια και μέσα στην Εκκλησία, από την Εκκλησία την ίδια, που καλεί σε μιαν ευφροσύνη δίχως όρια: «Ουρανοί μεν επαξίως ευφραινέσθωσαν, γη δε αγαλλιάσθω, εορταζέτω δε κόσμος, ορατός τε άπαξ και αόρατος (…) ευφροσύνη αιώνιος». Αυτή την μέγιστη χαρά, που ευνόητο είναι θεολογικά να μετέχει έντονα της μεταφυσικής, ο λαϊκός άνθρωπος και πολιτισμός, ευνόητα επίσης, την προσλαμβάνει και την εσωτερικεύει αυθόρμητα, αλλά και με μιαν έντονη διάθεση να την γειώσει στο έπακρο, γιατί είναι, όπως θα έλεγε ο Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, «γεωχαρής».
Ήδη και στις ημέρες της λύπης, όπως στην Μ. Δευτέρα, που ο λαός την ταίριαζε ομοιοκατάληκτα με την «μεγάλη μαχαίρα» η την Μ. Τρίτη με την «μεγάλη θλίψη», ενστάλαξε στην θλίψη και το πένθος δόσεις χαράς, σε μια πρόγευση, θα έλεγε κανείς, της άφατης ευφροσύνης της Λαμπρής. Οι αγερμοί των παιδιών, που συνεπάγονται τραγούδια αλλά και χορό συχνά (άλλωστε και μόνη η παρουσία των παιδιών είναι καθ’ εαυτήν χαρμόσυνη), αρχίζουν ήδη από το Σάββατο του Λαζάρου με τα αισιόδοξα λαζαρικά τραγούδια τους, προεξαγγελτικά του θανάτου και της ανάστασης του Χριστού (γι’ αυτό κιόλας ονόμαζαν την ημέρα αυτή «η πρώτη Λαμπρή»). Στο χωριό Ναίμονα του Μικρού Αίμου (στην δυτική παραλία της Ευξείνου) τα κορίτσια που «λαζαρίζανε» έπιαναν το χορό και πήγαιναν να τραγουδήσουν στα σπίτια χορεύοντας, στην Νίσυρο τα τραγούδια ανήγελλαν ήδη την άνοιξη: «Μάρτης μας ήρτε / καλώς μας ήρτε /καλώς μας ήρτε /όρη ανθείτε /πουλάκια κελαηδείτε». Χαρούμενοι αγερμοί διέτρεχαν, όπως δείχνει και το παραπάνω διάγραμμα, και μέρες της Μ. Εβδομάδας· ακόμα και την Μ. Παρασκευή: στο Καστανόφυτο Καστοριάς τα παιδιά έπαιρναν από την εκκλησία το χελιδόνι (ξύλινο ομοίωμα περιστεριού, που κατ’ οικονομίαν μεταβαλλόταν στον χαρούμενο άγγελο της άνοιξης), το κρατούσαν μ’ ένα ξύλο ψηλά, το στόλιζαν με λουλούδια και το περιέφεραν στα σπίτια μαζεύοντας δώρα, κόκκινα αυγά συνήθως. Η ευφρόσυνη διάθεση προφανώς κορυφωνόταν, στο συμβολικό επίπεδο, με τον χορό του Πάσχα, όπου «πιάνονταν» όλοι, βεβαίως και ο ιερέας. Την ίδια μέρα γίνονταν τα αγωνίσματα (πήδημα, τρέξιμο, λιθάρι, πάλη), οι κούνιες των κοριτσιών, δεμένες συνήθως από τα δέντρα, ένα πασίχαρο παιχνίδι, παρθενικό, που το διαπερνούσαν κιόλας τα πρώτα ερωτικά ρίγη:
«Κουνήσετε τις έμορφες, κουνήσετε τις άσπρες
κουνήσετε τις λεμονιές, που ‘ναι ανθούς γεμάτες»!
Στην πιο πικρή μέρα, την Μ. Πέμπτη, όπου σταυρώνεται ο Χριστός, θριαμβεύει εντούτοις το κόκκινο χρώμα (γι’ αυτό την ονόμαζαν και Κόκκινη Πέμπτη). Δεν περιορίζονταν στην βαφή των αυγών. Κρεμούσαν κόκκινα υφάσματα απ’ τα παράθυρα των σπιτιών. Στην Μεσημβρία «βουτούσαν» στην μπογιά όπου έβαφαν τ’ αυγά κι ένα πανί και το κρεμούσαν σαράντα μέρες έξω απ’ το παράθυρο («κοκκινοπεφτιάτικο» πανί, «χρειαζόταν» για «όλα τα πράγματα», π.χ. στα ξόρκια). Στην Καστοριά άπλωναν στα παράθυρα κόκκινες βελέντζες και κόκκινα μαντίλια. Ωστόσο όλα αυτά θύμιζαν πιο πολύ γάμο. Συχνά το γαμήλιο φλάμπουρο (μπαϊράκι) ήταν κόκκινο η στολισμένο με κόκκινο βαμμένο μαλλί· σε πολλά μέρη τελούσαν το «κίνιασμα» (βάψιμο με κινά) της νύφης (της έβαφαν κόκκινα τα μαλλιά, τα νύχια, τα πέλματα), ο νυφικός πέπλος ήταν συχνά κόκκινος, στην γαμήλια πομπή (εφ’ όσον ήταν έφιππη) ανέβαζαν τον γαμπρό σε κόκκινο άλογο, στολισμένο και με κόκκινο μαντίλι (αντλώ πάλι απ’ τα πολύτιμα «ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας»).
Το πανδαιμόνιο των κρότων, που ανέβαζαν την ένταση και την έξαψη της χαράς, άρχιζε κιόλας από το Μ. Σάββατο. Αμέσως μετά το «Ανάστα ο Θεός» χτυπούσαν τα σήμαντρα κι οι καμπάνες, πυροβολούσαν, σε μερικά μέρη άναβαν στο προαύλιο της εκκλησίας και μεγάλες φωτιές από κληματόβεργες και κορμούς δέντρων (Μάδυτος), αλλού έριχναν απ’ τα παράθυρα «ο,τι αγγείον άχρηστον, προς χαράν του Χριστού» (Ζάκυνθος).
Το φίλημα της αγάπης
Και δεν πρέπει να παραλειφθεί το «φίλημα της αγάπης». Στα χωριά της Πυλίας, παλιά, έβγαιναν ένας ένας από την εκκλησία στην δεύτερη Ανάσταση, φιλούσαν τους άλλους και στέκονταν στην σειρά, «για να τον ανασπαστούνε κι αυτόν όσοι θα βγαίνανε στερνότερα. Έτσι κάναν μια αράδα ως την άκρη. Δίναν τα χέρια, λέγαν Χριστός Ανέστη, φιλιόντανε και όσοι ήτανε μαλωμένοι και θέλανε να συγχωρεθούνε, συγχωριόντανε κιόλα». Ήταν αυτό ένα φίλημα χριστιανικής, γήινα πάντως και κάποτε αισθησιακά βιούμενης, αγάπης. Νομίζω πως όμορφα έδινε αυτή την μοναδική σχεδόν μείξη η καλύτερα κράση σε μια πασχαλινή ανάμνησή του ο μεσόκοπος πια Παλαμάς: «Ποτέ δεν είχα παρασταθεί σε τέτοιο πανηγύρι, σαν την λειτουργία της Λαμπρής. Τίποτα από τα συνηθισμένα τυπικά. Ο κόσμος πυκνότατος, αστράφτοντας μέσα στα γιορτερά του, η ώρα, με τα πρώτα της αυγής θαμποχαράματα, το φέγγος από τις λαμπάδες, το φως, το ανέσπερο, που η λάμψη του δεν μοιάζει με κανέν’ από τα φώτα των άλλων ημερών και γιορτών, καθώς τα κόκκινα αυγά, που ξεχωρίζει ως και η ουσία τους από τα άλλα τα πεζά της καθημερινής ζωής τ’ αυγά, οι δέησες, οι ψαλμοί, από τα τροπάρια των παπάδων ίσα με τα παγκάρια των επιτρόπων, όλα λαμπριάτικα εκεί μέσα λαμπριάτικα φορούσανε και της ψυχής μου, καθώς ήτανε και το κορμί μου λαμπροφορεμένο. Όμως ο,τι ξεχωριστά με χαροποιούσεν ήταν η μεγαλόστομη πανηγυρική από το στόμα του λειτουργού, μέσ’ από την Ωραία Πύλη του ιερού ευχή· λυρικό συγχωροχάρτι, επί δικαίους και αμαρτωλούς, για την χάρη και την χαρά της Ανάστασης: «Αναστάσεως ημέρα και λαμπρυνθώμεν». Καλοί, κακοί, ευλογημένοι. «Βάλτε να φάτε, φέρτε να πιούμε. Μακαρισμένοι και κολασμένοι, αδέρφια όλοι εμπάτ’ ελεύθεροι στην χαρά του Κυρίου, και μ’ εκείνην ευφρανθείτε». Έτσι τα εξηγούσα τα λόγια του παπά, τα εξαγγελμένα από τα ύψη της Ωραίας Πύλης. Χριστός ανέστη. Φιληθείτε. Μέσα στα βάθη της καρδιάς μου η δίψα ενός φιλιού, μαζί και αχώριστα μυστηριακού και σαρκικού, κρατιόνταν, σαν αχόρταστη, άσβεστη…». Η μυστηριακή χάρη. Και η ενδοκοσμική χαρά.
Η αναστάσιμη συνεστίαση στους τάφους των αγαπημένων
Έτσι βιώνοντας, σε μια δική του εκδοχή, την χριστιανική χαρμολύπη ο λαϊκός άνθρωπος, συχνάζει και στους νεκρούς του. Και στις ημέρες της θλίψης και στην ημέρα της χαράς. Την Μ. Πέμπτη έκαναν ύψωμα, έβραζαν σιτάρι, πήγαιναν στην εκκλησία, ο παπάς έκανε συλλείτουργο και μνημόνευε τις ψυχές. Η κίνηση αυτή δεν έχει ολότελα χαθεί. Και ολοζώντανη είναι η επίσκεψη στο νεκροταφείο την Μ. Παρασκευή, το ίδιο και το Μ. Σάββατο. Ενώ την ίδια την ημέρα της Λαμπρής αυτή παίρνει την μορφή μιας χαρούμενης συνεστίασης και συνάντησης με τους νεκρούς. «Θα τολμούσε κανείς να πει τις συναντήσεις αυτές ευφρόσυνες και αισιόδοξες, όπως τις μεταβάλλει η συντροφικότητα των ατόμων που συμμετέχουν, μέσα σ’ ένα περιβάλλον πλημμυρισμένο από το πράσινο και τα λουλούδια, κι ας πρόκειται για ένα νεκροταφείο». Έτσι έγραψα κάπου αλλού, παραπέμποντας σε μια μαρτυρία που είναι η μόνη, την οποία δεν παίρνω εδώ από τα «ζητήματα» του Γεωργίου Μέγα (την οφείλω στο μεταπτυχιακό μαθητή μου κ. Γιώργο Βοζίκα και είναι πρόσφατη: Δήμος Ελληνικού Αττικής, 1998: «Οι γυναίκες είχαν ήδη στρώσει καθαρό άσπρο τραπεζομάντηλο στους τάφους των δικών τους, ακουμπούσαν πάνω τους παραδοσιακούς μεζέδες, όπως πιροσκί, ντολμάδες, αλλά και σαλάμι, κεφτέδες, καθώς και τσουρέκι με κόκκινα αυγά. Δίπλα υπήρχε το τσίπουρο η το ούζο που προσφέρονταν σε πλαστικά ποτήρια. Όποιος περνούσε δίπλα από έναν τάφο, του πρόσφεραν οι γυναίκες μεζέ κι ένα ποτό κι αυτός ευχόταν η και τον προσκαλούσαν λέγοντας: «Έλα και στο δικό μας τραπέζι!», εννοώντας τον τάφο».
Ένας σημαντικός αριθμός από τις πιο πάνω συνήθειες και δοξασίες αποτελούν ένα προχριστιανικό στρώμα, η σημασία και αξία του οποίου έγκειται κατά την γνώμη μας στο γεγονός ότι πραγμάτωσαν, μέσα στους κόλπους του λαϊκού πολιτισμού, μια διπλή ζωή: αφενός έχουν διαποτισθεί από το (κατά τον λαϊκό άνθρωπο εννοούμενο) χριστιανικό -για την ακρίβεια ελληνορθόδοξο- πνεύμα, αφετέρου όμως διασώζουν κάποιους δομικούς πυρήνες της αρχικής σύστασής τους, κι αυτό εξασφαλίζει μια βαθύτερη συνοχή και συνέχεια του άλλοτε και του τώρα. Μπορεί κανένας απ’ τους νεότερους φορείς τους να μην θυμάται την θυσιαστική έννοια του κόκκινου χρώματος, την δύναμη «αποδιοπόμπησης» που αποδιδόταν στους θορύβους και κρότους, την σχέση της νεότερης δοξασίας για την εαρινή άνοδο των ψυχών με τα αρχαία Ανθεστήρια, την μαγική αιώρηση στην ανθισμένη φύση της άνοιξης (ο μακαρίτης Γεώργιος Σπυριδάκης έχει γράψει για το έθιμο της ανοιξιάτικης αιώρας), όμως ο λαϊκός άνθρωπος το κράτησε ζωντανά βάζοντας μέσα τους δικές του ιδέες η και την καθαρή πλέον διασκέδασή του, αφού τα έδεσε κιόλας γερά με την θρησκευτική του συνείδηση και πίστη. Έτσι αυτό που διασώθηκε κυρίως από την αρχαιότητα είναι η ουσία της Festreligion, όπως την προσδιόρισε κατεχοξήν ο Karl Kerenyi.
( ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ τ. 14 αποσπάσματα)