Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας παρουσιάζει ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἕνα σταθερὸ χαρακτηριστικό: Τὸν συνεχὴ πόλεμο ἐνάντια στὴν κάθε αἵρεση καὶ τὴν μὲ αὐτὸν τὸν πόλεμο παράλληλη ὑπομονὴ στοὺς διωγμοὺς καὶ ἐμπιστοσύνη στὴν μακροθυμία καὶ στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Διότι ὅσο χειρότερη εἶναι ἡ αἵρεση τόσο ἐντονώτεροι καὶ σκληρότεροι εἶναι οἱ διωγμοί. Ἀνεξαρτήτως ὅμως τοῦ χαρακτῆρα τῶν διωγμῶν, ἕνα ἀκόμα στοιχεῖο τῆς Ἐκκλησίας ἔμεινε σταθερὸ μέχρι σήμερα: Ἡ ἀντίσταση τῶν λίγων ἐνάντια στὴν αἵρεση μὲ βάση τὴν ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία. Γιατὶ ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ πτώση τῶν αἱρετιζόντων τόσο μεγαλύτερη καὶ ἀνακόλουθη τῆς ἁγιοπατερικῆς παράδοσης εἶναι καὶ ἡ στάση τῶν πολλῶν ποιμένων καὶ τῶν ποιμενομένων τους.
Ἰδιαίτερα σήμερα, τὴν ἐποχὴ τῆς χειρότερης αἵρεσης στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ἐσχατολογικῆς πραγματικὰ αἵρεσης, τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ πτώση τοῦ ποιμνίου, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο τῶν ποιμένων εἶναι πασιφανής. Διότι ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς οἰκουμενιστὲς αὐξάνονται καὶ οἱ ὀνομαζόμενοι «ἀντιοικουμενιστές», «οἱ πολεμιστὲς» τῆς δημοσιότητας, οἱ ἐθελοτυφλοῦντες καὶ συγχρόνως τὴν πατερικὴ διδασκαλία παραλλάσσοντες γιὰ λόγους προσωπικῆς ἀσφαλείας καὶ ἐγκοσμίων ἀξιωμάτων, ἀναγνωρίσεων καὶ ἀπολαύσεων.
Ἂς μὴν βιαστοῦν νὰ μὲ κατηγορήσουν οἱ ὑπερασπιστές τους γιὰ αὐτὲς τὶς διαπιστώσεις· εἶναι ἀναπόφευκτες, γιατὶ δὲν εἶναι δικές μου· εἶναι τῶν Ἁγίων, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους, ὁ Μέγας Βασίλειος, ἀναλύοντας τὴν κατάσταση στὴν Ἐκκλησία ἐπὶ Ἀρείου, δίνει τὸ στίγμα καὶ ἐπιτρέπει χαρακτηρισμοὺς γιὰ τὴν κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας σήμερα:
«Κεφάλαιον δέ τοῦ κακοῦ οἱ λαοί, τοὺς τῶν προσευχῶν καταλιπόντες οἴκους ἐν ταῖς ἐρήμοις συνάγονται θέαμα ἐλεεινόν, γυναῖκες καὶ παιδία καί γέροντες καὶ οἱ ἄλλως ἀσθενεῖς ἐν ὄμβροις λαβροτάτοις καὶ νιφετοῖς καί ἀνέμοις καὶ παγετῷ τοῦ χειμῶνος, ὁμοίως δὲ καὶ ἐν θέρει ὑπὸ τὴν φλόγα τὴν τοῦ ἡλίου, ἐν τῷ ὑπαίθρῳ ταλαιπωροῦντες. Καὶ ταῦτα πάσχουσι διὰ τὸ τῆς πονηρᾶς ζύμης Ἀρείου γενέσθαι μὴ καταδέχεσθαι» (Μ. Βασιλείου ἐπιστ. 242, Τοῖς Δυτικοῖς, ΕΠΕ 2, 28).
Στὶς ἐρημιὲς λοιπὸν καὶ στὰ δάση, κάτω ἀπὸ τὴν βροχή, τὸν καύσωνα καὶ τὸν δυνατὸ ἄνεμο οἱ πιστοί, μεγάλοι καὶ μικροί, νέοι καὶ γέροι, στὴν ἐποχὴ τοῦ Ἁγίου καὶ ὁ Ἅγιος τοὺς ὑμνεῖ καὶ τοὺς ἀναγνωρίζει γιὰ τὴν ὁμολογία τους. Σήμερα, στέλνουν οἱ «ἀντιοικουμενιστὲς» τὸ ποίμνιο ὄχι στὰ δάση, ὄχι στὴν ἐρημιά, ἀλλὰ φεῦ, στοὺς αἱρετικοὺς γιὰ νὰ λειτουργηθοῦν, ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι, εἴτε δὲν διακόπτουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μαζί τους εἴτε τὴν διακόπτουν ἐπιλεκτικῶς χωρὶς νὰ συνεχίζουν ὅμως τὰ λειτουργικά τους καθήκοντα, χωρὶς νὰ εἶναι ἕτοιμοι οἱ ἴδιοι νὰ πᾶνε στὶς ἐρημιὲς καὶ στὰ δάση. «Ὁ λαός», φωνάζουν ἐπιδεικτικὰ ἀπὸ τὸ ἀναπαυτικὸ γραφεῖο τους, «θὰ ὑπερασπίσει τὴν Ἐκκλησία». Ποῦ ἀκούστηκε ποτὲ ἥρωας νὰ βάζει πρῶτα τοὺς ἄλλους μπροστά, νὰ σπρώχνει τοὺς ἄλλους χωρὶς νὰ εἶναι αὐτὸς πρῶτος; Ὁ λαός, ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πίστη, ἂν ἀκόμα τοῦ ἔχει μείνει ἀκόμα ζωντανή, ἀφοῦ τὸν ἀφήνουν ἀκατήχητο, πρέπει νὰ ὑπερασπίσει τὴν δουλειά του, νὰ πολεμήσει τὴν ἀνεργία του, νὰ πληρώσει τοὺς ἀβάστακτους φόρους, νὰ διδάξει τὰ παιδιά του, νὰ κάνει αὐτὰ ποὺ δὲν κάνουν, ὅλοι ὅσοι κατέχουν τίτλους καὶ ἀξιώματα. Αὐτὸς θὰ ὑπερασπίσει τὴν Ἐκκλησία χωρὶς τοὺς ἀνάλογους ποιμένες. Γι’ αὐτὸ καὶ ξέχασαν συνειδητὰ νὰ τοῦ ποῦν «χωρὶς ἐμᾶς».
Συνεχίζει ὁ Ἅγιος:
«Καταπεφρόνηται τὰ τῶν πατέρων δόγματα, ἀποστολικαὶ παραδόσεις ἐξουθένηνται, νεωτέρων ἀνθρώπων ἐφευρέματα ταῖς Ἐκκλησίαις ἐμπολιτεύεται τεχνολογοῦσι λοιπόν, οὐ θεολογοῦσιν οἱ ἄνθρωποι ἡ τοῦ κόσμου σοφία τὰ πρωτεῖα φέρεται παρωσαμένη τὸ καύχημα τοῦ σταυροῦ. Ποιμένες ἀπελαύνονται, ἀντεισάγονται δὲ λύκοι βαρεῖς διασπῶντες τὸ ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ. Οἶκοι εὐκτήριοι ἔρημοι τῶν ἐκκλησιαζόντων, αἱ ἐρημίαι πλήρεις τῶν ὀδυρομένων. Οἱ πρεσβύτεροι ὀδύρονται, τὰ παλαιά συγκρίνοντες τοῖς παροῦσιν· οἱ νέοι ἐλεεινότεροι, μή εἰδότες οἵων ἐστέρηνται. Ταῦτα ἱκανά μὲν κινῆσαι εἰς συμπάθειαν τοὺς τὴν Χριστοῦ ἀγάπην πεπαιδευμένους, συγκρινόμενος δὲ τῇ ἀληθείᾳ τῶν πραγμάτων ὁ λόγος ἀξίας πολὺ τῆς αὐτῶν ἀπολείπεται»
(Μ. Βασιλείου, Τοῖς ἁγιωτάτοις ἀδελφοῖς καί ἐπισκόποις τοῖς ἐν τῇ Δύσει, ΕΠΕ 2, 20).
Τεχνολογοῦν οἱ οἰκουμενιστές, τεχνολογοῦν καὶ οἱ «ἀντιοικουμενιστές»· δὲν θεολογοῦν. Καὶ ἐνῶ τὰ δόγματα περιφρονοῦνται, οἱ παραδόσεις ἐξασθενοῦν στὴν μνήμη τοῦ κόσμου, τὰ πάντα, ὅσια καὶ ἱερά, καταπατοῦνται, αὐτοὶ ἀναζητοῦν κοσμικὰ πρωτεῖα καὶ ἀποποιοῦνται τὸ καύχημα τοῦ σταυροῦ, τὸ καύχημα τῶν ἀλυσίδων τοῦ Παύλου, ποὺ τόσο πόθησε καὶ ἀπόκτησε ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος. Μαζί τους παίρνουν τὶς ψυχές, οἱ γεροντότεροι ὀδύρονται καὶ οἱ νέοι γίνονται ὅλο καὶ χειρότεροι, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχουν αὐτοὶ ποὺ κανονικὰ ἐντάλθηκαν νὰ τοὺς στηρίξουν καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν. Ἔτσι ἀναδεικνύονται καὶ αὐτοί, ὅπως καὶ οἰ οἰκουμενιστές, σὲ «λύκους βαρεῖς» μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου, ἀλλὰ φειδόμενοι τῆς ἰδίας καταστάσεως.
Σέ ἄλλη ἐπιστολὴ ὁ ἅγιος ἀναφέρει:
«Ἀνατέτραπται μὲν τὰ τῆς εὐσεβείας δόγματα, συγκέχυνται δέ Ἐκκλησίας θεσμοί. Φιλαρχίαι δὲ τῶν μὴ φοβουμένων τὸν Κύριον ταῖς προστασίαις ἐπιπηδῶσι καὶ ἐκ τοῦ προφανοῦς λοιπὸν ἆθλον δυσσεβείας ἡ προεδρία πρόκειται, ὥστε ὁ τὰ χαλεπώτερα βλασφημήσας εἰς ἐπισκοπὴν λαοῦ προτιμότερος. Οἴχεται σεμνότης ἱερατική, ἐπιλελοίπασιν οἱ ποιμαίνοντες μετ’ ἐπιστήμης τό ποίμνιον τοῦ Κυρίου, οἰκονομίας πτωχῶν εἰς ἰδίας ἀπολαύσεις καί δώρων διανομάς παραναλισκόντων ἀεί τῶν φιλαρχούντων. Ἠμαύρωται κανόνων ἀκρίβεια, ἐξουσία τοῦ ἁμαρτάνειν πολλή. Οἱ γάρ σπουδαῖς ἀνθρωπίναις παρελθόντες ἐπὶ τὸ ἄρχειν ἐν αὐτῷ τούτῳ τῆς σπουδῆς τὴν χάριν ἀνταναπληροῦσι τῷ πάντα πρός ἡδονήν ἐνδιδόναι τοῖς ἁμαρτάνουσιν. Ἀπόλωλε κρῖμα δίκαιον, πᾶς τις τῷ θελήματι τῆς καρδίας αὐτοῦ πορεύεται. Ἡ πονηρία ἄμετρος, οἱ λαοὶ ἀνουθέτητοι, οἱ προεστῶτες ἀπαρρησίαστοι. Δοῦλοι γάρ τῶν δεδωκότων τὴν χάριν οἱ δι’ ἀνθρώπων ἑαυτοῖς τὴν δυναστείαν κατακτησάμενοι… Ἐπί τούτοις γελῶσιν οἱ ἄπιστοι, σαλεύονται οἱ ὀλιγόπιστοι· ἀμφίβολος ἡ πίστις, ἄγνοια κατακέχυται τῶν ψυχῶν διὰ τὸ μιμεῖσθαι τήν ἀλήθειαν τοὺς δολοῦντας τὸν λόγον ἐν κακουργίᾳ. Σιγᾷ μέν γάρ τὰ τῶν εὐσεβούντων στόματα, ἀνεῖται δὲ πᾶσα βλάσφημος γλῶσσα· ἐβεβηλώθη τὰ ἅγια, φεύγουσι τοὺς εὐκτηρίους οἴκους οἱ ὑγιαίνοντες τῶν λαῶν ὡς ἀσεβείας διδασκαλεῖα, κατὰ δὲ τὰς ἐρημίας πρὸς τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς Δεσπότην μετὰ στεναγμῶν καὶ δακρύων τάς χεῖρας αἴρουσιν… »
(Μ. Βασιλείου, ἐπιστ. 92, Πρός Ἰταλούς καί Γάλλους Ἐπισκόπους, ΕΠΕ 3, 86· ΒΕΠΕΣ 55, 122).
Ἀδιάφοροι οἱ οἰκουμενιστές; Ἀδιάφοροι καὶ οἱ «ἀντιοικουμενιστές»! Τὰ πάντα ἔχουν ἰσοπεδωθεῖ, ἡ βλασφημία δὲν ἔχει τέλος, ἡ πονηρία δὲν μετριέται πιά, ἡ σεμνότητα τῶν ἱεραρχῶν ἐξαφανίσθηκε σχεδόν ἀπὸ προσώπου γῆς, οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καταπατήθηκαν. Μοναχοὶ διώκονται, ἱερεῖς ἐκβιάζονται ἢ ἀπειλοῦνται, πιστοὶ ὑβρίζονται, πέφτουν θύματα βίας, ἀνακηρύχθηκαν ἀποσυνάγωγοι ἢ ἀκόμη καὶ ἀφορίσθηκαν καὶ οἱ «ἀντιοικουμενιστές» ἀσχολοῦνται μὲ τὸ ἄρχειν, μὲ τὴν ἀναγνώριση, μὲ τὴν δημοσιότητα. Ὀργανώνουν νέες ἡμερίδες, ποὺ ξεπέρασαν καὶ τὶς χολυγουντιανὲς ταινίες σὲ ἐπεισόδια καὶ ἐπαναλαμβάνουν τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια. Ὁ καθένας ἀκολουθεῖ τί λέει τὸ θέλημά του καὶ ὄχι τί λένε οἱ Πατέρες, τί λέει ἡ ὁμάδα του ἢ ἡ ὀργάνωσή του καὶ ὄχι τί λέει ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ Κανόνες Της.
Γελοῦν πιὰ μαζί τους καὶ μαζί μας οἱ ἄπιστοι καὶ οἱ αἱρετικοὶ καὶ κατασκανδαλίζεται καὶ σαλεύεται τὸ ποίμνιο!
«Μόνον μὴ ἐξαπατηθῆτε ταῖς ψευδολογίαις αὐτῶν ἐπαγγελομένων ὀρθότητα πίστεως. Χριστέμποροι γάρ οἱ τοιοῦτοι καὶ οὐ Χριστιανοί, τὸ ἀεί αὐτοῖς κατὰ τὸν βίον τοῦτον λυσιτελοῦν τοῦ κατ’ ἀλήθειαν ζῆν προτιμῶντες. Ὅτε ἐνόμισαν κτᾶσθαι τὴν κενὴν ταύτην ἀρχήν, προσέθεντο τοῖς ἐχθροῖς τοῦ Χριστοῦ· ὅτε εἶδον τούς λαούς ἀγριαίνοντας, σχηματίζονται πάλιν τήν ὀρθότητα. Οὐκ οἶδα ἐπίσκοπον μηδέ ἀριθμήσαιμι ἐν ἱερεῦσι Χριστοῦ τὸν παράτῶν βεβήλων χειρῶν ἐπί καταλύσει τῆς πίστεως, εἰς προστασίαν προβεβλημένον. Αὕτη ἐστίν ἡ ἐμή κρίσις. Ὑμεῖς δέ εἴ τινα ἔχετε μεθ’ ἡμῶν μερίδα, ταὐτά ἡμῖν φρονήσετε δηλονότι· εἰ δέ ἐφ’ ἑαυτῶν βουλεύεσθε, τῆς ἰδίας γνώμης ἕκαστός ἐστι κύριος, ἡμεῖς ἀθῷοι ἀπό τοῦ αἵματος τούτου. Ταῦτα δὲ ἔγραψα οὐχ ὑμῖν ἀπιστῶν, ἀλλά τὸ τινων ἀμφίβολον στηρίζων ἐκ τοῦ γνωρίσαι τὴν ἐμαυτοῦ γνώμην, ὡς μή προσληφθῆναί τινας εἰς κοινωνίαν μηδέ τῆς χειρός αὐτῶν ἐπιβολήν δεξαμένους, μετά ταῦτα εἰρήνης γενομένης, βιάζεσθαι ἑαυτούς ἐναριθμεῖν τῷ ἱερατικῷ πληρώματι».
(Μ. Βασιλείου ἐπιστ. 240, Νικοπολίταις Πρεσβυτέροις, ΕΠΕ 3, 226).
Πέλεκυς βαρὺς ἡ κρίση τοῦ Ἁγίου: Χριστέμποροι καὶ μὴ Χριστιανοὶ ὅσοι προτιμοῦν τὸν κόσμο αὐτὸ καὶ ὄχι τὴν ἀλήθεια μὲ τὶς συνέπειες της. Χριστέμποροι καὶ μὴ Χριστιανοὶ καὶ οἱ οἰκουμενιστές, χριστέμποροι καὶ μὴ Χριστιανοὶ καὶ οἱ «ἀντιοικουμενιστές», ἐφ’ ὅσον ἔχουν μόνο ἔνδυμα εὐσεβείας καὶ δὲν ἀκολουθθοῦν τὴ στάση τῶν Πατέρων, ἀλλὰ τὴν ἀντικαθιστοῦν μὲ τὴν δική τους τακτική, τῆς οἰκονομίας. Ἡ διαφορὰ μεταξὺ Οἰκουμενιστῶν καὶ ἀντιοικουμενιστῶν, αὐτὸ ποὺ ἀλλάζει εἶναι ὁ τρόπος πούλησης τοῦ ἐμπορεύματος. Τὸ κέρδος ὅμως εἶναι πάντα τὸ ἴδιο: τὸ προσωπικό.
«εἰ δέ ἐφ’ ἑαυτῶν βουλεύεσθε, τῆς ἰδίας γνώμης ἕκαστός ἐστι κύριος, ἡμεῖς ἀθῷοι ἀπό τοῦ αἵματος τούτου».
Ἐμεῖς γέλωτας τῶν αἱρετικῶν καὶ σκάνδαλο τῶν πιστῶν δὲν θὰ γίνουμε. Ἔτσι προστάζουν ὄχι μόνο ὁ Μ. Βασίλειος ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας:
«τοὺς δὲ νομίζοντας τὰ τοῦ Ἀρείου μὴ φρονεῖν, κοινωνοῦντας δὲ μετὰ τῶν ἀσεβῶν φυλάτεσθαι» (Μ. Ἀθανάσιος, ΕΠΕ 10, 312).
«Ἐγὼ γὰρ οὺδὲ τούτων κοινωνῶ, ἀναφερομένων τῶν ἀναθεσματισμέντων» (Ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής).
«Μικρόν μοι το ποίμνιον; Ἀλλ’ οὐκ ἐπὶ κρημνῶν φερόμενον. Στενή μοι ἡ μάνδρα, πλὴν λύκοις ἀνεπίβατος, πλὴν οὐ παραδεχομένη ληστήν, οὐδὲ ὑπερβαινομένη κλέπταις καὶ ξένοις» (Ἁγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος).
Καὶ ὅπως εἶπε καὶ ὁ μακαριστὸς Ἰ. Κορναράκης στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὴν Γατζέα, ἐμεῖς ἔχουμε νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ πῶς θὰ ἐμφανιστοῦμε μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ γι’ αὐτὸ δὲν θὰ σᾶς ἀκολουθήσουμε στὴν ὁδό τοῦ χαρτοπολέμου γιὰ τὸ θεαθῆναι.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου