Ο Γερμανός Καθηγητής Hugo Ibscher ήταν αυθεντία στην έρευνα και ανασύσταση των αρχαίων χειρογράφων. Χάρις σ’ αυτόν, κατορθώθηκε να ξαναζωντανέψουν αρχαία κείμενα, τα οποία για πολύ καιρό θεωρούνταν ότι ήταν αδύνατο να αναγνωστούν πλέον, λόγω της κακής κατάστασης στην οποία είχαν ανευρεθεί.
Αρχαία κείμενα, τα οποία έριξαν φως σε περιπλοκότατα προβλήματα που αφορούσαν στους πανάρχαιους πολιτισμούς και τα οποία μας κληροδότησαν τις απαραίτητες λεπτομέρειες για τις δοξασίες, τα ήθη, τα έθιμα, τις θρησκείες και προπαντός για την καθημερινή ζωή των ανθρώπων των τόσο μακρινών εκείνων εποχών.
Ομολογουμένως, απαιτείται εξαιρετική υπομονή, επιμονή και πειθαρχία, ώστε να επιδιορθωθεί ένα παλαιότατο χειρόγραφο, πάνω στο οποίο μερικές χιλιάδες χρόνια έχουν αφήσει τα καταστρεπτικά τους ίχνη. Επίσης, για αυτή την ιδιαιτέρως κοπιαστική και σχολαστική εργασία, χρειάζονται σοβαρές επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις.
Τη δεκαετία του 1930, λοιπόν, ο Καθηγητής Hugo Ibscher ήταν ίσως ο μοναδικός ειδικός στον πλανήτη, που εξασκούσε το σπανιότατο αυτό επάγγελμα της επισκευής των αρχαίων χειρογράφων, φανερώνοντας τα πολύτιμα σκονισμένα μυστικά τους.
Άλλωστε, με το χρονοβόρο έργο του, ο Δόκτωρ Ibscher αποκάλυψε την περίεργη, όσο και τρυφερή ιστορία μιας νεαρής Αιγύπτιας, που είχε ζήσει πριν από μερικές χιλιετίες.
Αλλά ας δούμε την ιστορία του κοριτσιού, όπως αποκαλύφθηκε μέσω της μούμιας της…
Κατά το 1902, ο Hugo Ibscher παρέλαβε μια μούμια από την Αίγυπτο. Ήταν μια γυναίκα της μεσαίας κοινωνικής τάξης της εποχής εκείνης, όπως φάνηκε από την ποιότητα της σαρκοφάγου της, που ήταν πολύ πιο λιτή από τις συνήθεις πλουμιστές σαρκοφάγους των Βασιλέων και Αυλικών του Φαραώ.
Εν τούτοις, επάνω στο πρόσωπο της μούμιας αυτής είχε αποτεθεί μια πλάκα, επί της οποίας αναπαριστάνονταν τα χαρακτηριστικά της νεαρής, κατά τρόπο συμβατικό βεβαίως, αλλά οπωσδήποτε πιστό προς τους κανόνες της καλλονής μιας Αιγύπτιας γυναίκας: πρόσωπο στενό και επίμηκες, μάτια μεγάλα με τεντωμένα τα βλέφαρα και στόμα μικροκαμωμένο.
Η νεκρή αναπαυόταν μέσα σ’ ένα φέρετρο διακοσμημένο απλά, αλλά καλλιτεχνικά. Μπορεί να μην ανήκε στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της αρχαίας Αιγύπτου, ασφαλώς, όμως, θα κατείχε μια πολύ καλή θέση. Θα ήταν ίσως σύζυγος κάποιου Αξιωματικού των στρατευμάτων του Φαραώ ή κάποιου μονάρχη, κυβερνήτη μιας αιγυπτιακής επαρχίας.
Θα μπορούσε να ήταν η γυναίκα ενός τολμηρού πλοιάρχου, από εκείνους που ταξίδευαν με τα καράβια τους σε χώρες μακρινές, για να αγοράσουν χρυσό και μπαχαρικά, ώστε να τα φέρουν στους θεοποιημένους Φαραώ τους, για να τους ανταμείψουν πλουσιοπάροχα. Σίγουρα, πάντως, είχε πεθάνει πολύ πρόωρα, πάνω στο θάλος της νιότης της.
Η μούμια της νεαρής Αιγύπτιας κίνησε ζωηρότατα το ενδιαφέρον του Γερμανού Καθηγητή, ο οποίος αντιλήφθηκε αμέσως ότι είχε ξεχωριστή σημασία. Έτσι, την εξέτασε με προσήλωση και σχολαστικότητα και συμπέρανε ότι η μουμιοποίησή της είχε γίνει με μεθόδους εντελώς πρωτοποριακές.
Πράγματι, στις μούμιες τις αρχαιότερες της 19ης Δυναστείας των Φαραώ, δηλαδή του 13ου αιώνα π.Χ., η μουμιοποίηση γινόταν με την αφαίρεση μόνο των σπλάχνων από το πτώμα και της εμβύθισης της σορού σε λουτρό καυστικού νατρίου, το οποίο ξήραινε τη σάρκα και τους μύες. Αργότερα, όμως, ο τρόπος του βαλσαμώματος βελτιώθηκε κατά πολύ.
Αληθινός καλλιτέχνης, ικανότατος στην πολυπλοκότατη αυτή εργασία, ο βαλσαμωτής πραγματοποίησε διάφορες κατάλληλες εντομές πάνω στο δέρμα της νεκρής, το ανασήκωσε, αφαίρεσε το λίπος και το αντικατέστησε με κερί, αλλά και με κομμάτια υφάσματος, εμποτισμένα με ρητίνες. Επομένως, έμενε μόνο το δέρμα, χωρίς τις σάρκες και η μούμια, παραγεμισμένη υποδορίως, έδινε πλέον την εντύπωση ζωντανού σώματος, διατηρώντας την αρχική μορφή του ιδιοκτήτη της.
Αυτή ακριβώς η περίτεχνη και πολυσύνθετη διαδικασία είχε εφαρμοστεί και στη συγκεκριμένη μούμια, που έφυγε από τη γαλήνη του τάφου της, για να εκτεθεί στην αδιακρισία ενός σοφού επιστήμονα.
Αλλά κάτι άλλο προσέλκυσε την αμέριστη προσοχή του Καθηγητή Hugo Ibscher. Το φέρετρο, εντός του οποίου αναπαυόταν η νέα, ήταν ελαφρώς ραγισμένο στο κάτω τμήμα του, προς τα πόδια δηλαδή. Καθώς το περιεργαζόταν ο Γερμανός ερευνητής, παρατήρησε πως το ράγισμα μεγάλωνε προς το εσωτερικό του φέρετρου και είδε τότε πως ήταν κούφιο.
Μέσα σ’ αυτή την ασυνήθιστη κοιλότητα εντόπισε μια άμορφη μάζα. Το έμπειρο μάτι του αναγνώρισε ευθύς ότι επρόκειτο για μια δέσμη φύλλων παπύρων στη χείριστη κατάσταση, σχεδόν πολτοποιημένη. Αλλά ο ικανότατος επιστήμονας δεν απελπίστηκε. Αντιθέτως, μάλιστα…
Καταπιάστηκε με πάθος να ξεκολλήσει αρχικά αυτή την άμορφη μάζα των προαιώνιων παπύρων μέσα από τη βαθιά εσοχή. Το έργο του ήταν δυσχερέστατο. Κατόπιν, με πρωτόγνωρη και παροιμιώδη υπομονή, άρχισε να κόβει τους παπύρους με λεπτά ξυραφάκια σε πολύ μικρά τεμάχια, τα οποία έπαιρνε στη συνέχεια με τσιμπίδες και τα τοποθετούσε σε μια γυάλινη πλάκα.
Με τον τρόπο αυτό κατόρθωνε κάθε δυο-τρεις μήνες να συναρμολογεί κι ένα φύλλο παπύρου, χωρίς να έχει μεγάλα κενά. Για τις τριάντα γυάλινες πλάκες, πάνω στις οποίες προσαρμόστηκε ολόκληρος ο πάπυρος, χρειάστηκαν 25 χρόνια! 25 χρόνια συνεχούς και κοπιώδους εργασίας και για το μυαλό και για τα μάτια!
Τέλος, μόλις αποπερατώθηκε η συναρμολόγηση, οι πάπυροι έπρεπε να διαβαστούν. Και φυσικά, δεν επρόκειτο για το ευκολότερο μέρος της εργασίας. Καταρχάς, η ιερογλυφική γραφή που είχε χρησιμοποιηθεί, δεν ήταν η αρχαιότερη εκείνη ωραία γραφή των πρώτων αιγυπτιακών χρόνων, αλλά μια διαφορετική, απλοποίηση της αρχαίας ιερογλυφικής. Ήταν ένα είδος δημοτικής γλώσσας των Αιγυπτίων, που έμοιαζε με σύστημα στενογραφίας και οι συντομογραφίες ήταν τόσο άφθονες, ώστε καθιστούσαν δυσκολότατη την ανάγνωση και κατανόησή της.
Άλλωστε, για την ανάγνωση των κειμένων αυτών δεν απαιτούνταν μόνο τέλεια γνώση του λεξιλογίου και της γραμματικής, αλλά και των ηθών και των εθίμων της εποχής, κατά την οποία έζησε η νεαρή γυναίκα. Και η προσπάθεια γινόταν ακόμα πιο ακανθώδης, λόγω των πολλών κενών των χειρογράφων, που έπρεπε να συμπληρωθούν με την κοινή λογική, αλλά και με τη φαντασία.
Έπρεπε να δουλέψει εντατικά μερικά ακόμα χρόνια, στο σύνολο τριάντα σχεδόν και πλέον ο Γερμανός παπυρολόγος, ώστε να καταφέρει να αποκαλύψει την ιδιωτική αλληλογραφία της Αιγύπτιας κόρης. Και το γεγονός αυτό είναι εντελώς μοναδικό σε όλη την αιγυπτιακή αρχαιολογία!
Καθένα από τα φύλλα παπύρων που βρέθηκαν μέσα στην κοιλότητα του φέρετρου ήταν και μια ερωτική επιστολή, την οποία η νεαρή γυναίκα είχε λάβει από τον μνηστήρα της, ο οποίος ήταν ιερέας του θεού Άμμων-Ρα. Ως γνωστόν, οι ιερείς της αρχαίας Αιγύπτου μπορούσαν να νυμφευτούν και το αξίωμά τους ήταν κληρονομικό.
Ο Δόκτωρ Hugo Ibscher εκτιμούσε ότι μια μέρα θα ήταν σε θέση να δώσει στη δημοσιότητα την πιστή μετάφραση των ερωτικών αυτών επιστολών, οι οποίες θα μας δώσουν πολλές πληροφορίες για την αισθηματική ζωή των Αιγυπτίων κυρίων και κυριών.
Οι ερωτικές επιστολές που βρέθηκαν στη μούμια αυτής της Αιγύπτιας νεαρής γυναίκας, προερχόμενες από τον αγαπημένο της, για να τη συντροφεύουν στη μακαριστή αιωνιότητα, καταμαρτυρούν αδιάψευστα πως το ανθρώπινο γένος, με όλες τις μεταβολές του, κυβερνάται πάντοτε από την ακατανίκητη δύναμη του έρωτα, σε όλους τους τόπους και σε όλες τις εποχές.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Η ΒΡΑΔΥΝΗ», στις 12/10/1934…