Ο Roger Lhomoy, γνωστός ως ο άνθρωπος-αρουραίος του Gisors, είχε το ψυχικό σθένος και την υπεράνθρωπη σωματική δύναμη να ανασκάψει το έδαφος σε υπέρμετρο βάθος, με τα χέρια και τα νύχια του, ώστε να φτάσει σε παλιές κρύπτες γεμάτες μυστήριο. Μεταξύ του υπογείου παρεκκλησίου των Ναϊτών, που τελικώς ανακάλυψε, έως την επιφάνεια του εδάφους, υπήρχε χώρος για ένα ολόκληρο εξαώροφο κτίριο.
Μάλιστα, ορισμένοι ειδικοί πίστευαν ότι το υπόγειο παρεκκλήσι περίκλειε όντως τον μυθικό θησαυρό του Μεσαιωνικού Τάγματος των Ναϊτών.
Το Τάγμα των Ναϊτών, θρησκευτικού και στρατιωτικού χαρακτήρα, συστάθηκε το 1118 από τον Hugues de Payens, που ήταν ο πρώτος Μεγάλος Μάγιστρος, και οκτώ Γάλλους Ιππότες, που είχαν λάβει μέρος στην Πρώτη Σταυροφορία, υπό τις διαταγές του Godfrey of Bouillon. Με τους λιγοστούς οπαδούς τους αποτελούσαν ένα είδος χωροφυλακής της Παλαιστίνης.
Το όνομα «Ναΐτες» το έλαβαν αργότερα επί βασιλείας του Baldwin II της Ιερουσαλήμ. Το 1128 επικυρώθηκε από την Καθολική Εκκλησία η ίδρυση του Τάγματος, που έκτοτε διέπονταν από αυστηρότατη πειθαρχία και άτεγκτους κανόνες.
Υπό την ιδιότητά τους ως προφυλακής των χριστιανικών στρατιών στην Ανατολή, οι Ναΐτες λάμβαναν μεγάλες χρηματικές ενισχύσεις και η περιουσία του Τάγματος κατέστη τεράστια σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Τον 13ο αιώνα, ο βασιλιάς της Γαλλίας Φίλιππος IV ο «Ωραίος» ανέθεσε στους Ναΐτες τη φύλαξη του βασιλικού θησαυρού. Αλλά αργότερα, ο βασιλιάς αντιμετώπισε σοβαρότατες οικονομικές δυσκολίες και σκέφτηκε να υφαρπάξει τους θησαυρούς των Ναϊτών. Τους κατηγόρησε, λοιπόν, με δόλιο τρόπο ως αιρετικούς, τους καταδίωξε άγρια και τους έκαιγε ζωντανούς, ενώ δήμευσε την περιουσία τους.
Εν τω μεταξύ, στο Gisors της Νορμανδίας είχε συμβεί κάτι παράξενο και συνάμα σημαντικό. Είχε κατασκευαστεί ένα υπόγειο παρεκκλήσι, που δεν ήταν άλλο από μια άρτια θαμμένη εκκλησία. Δηλαδή, επάνω στο κτίσμα της συσσωρεύτηκαν τεράστιοι όγκοι χώματος και επάνω σ’ αυτόν τον κατασκευασμένο λοφίσκο, χτίστηκε ένας μεγαλοπρεπής πύργος, το Chateau de Gisors. Το παρεκκλήσι και ο πύργος συνδέονταν με ένα μυστικό πέρασμα, ενώ το παρεκκλήσι καταχώνιαζε στους κόλπους του, και συγκεκριμένα στην υπόγεια κρύπτη του, αμύθητα πλούτη, πέρα από κάθε φαντασία.
Ακριβώς αυτή την κρύπτη ισχυρίστηκε ότι ανακάλυψε ο Roger Lhomoy τον Μάρτιο του 1946, ύστερα από την κοπιαστική και χρονοβόρα έρευνά του. Κανείς δε μπορούσε να αμφιβάλλει ή να επιβεβαιώσει κατηγορηματικά ότι ο θησαυρός των Ναϊτών είχε κάποτε φυλαχτεί στο παρεκκλήσι.
Αλλά οι ειδικοί τόνιζαν τα ακόλουθα: «Όταν το Τάγμα διαλύθηκε από τον Βασιλιά Φίλιππο τον Ωραίο, οι Ναΐτες θα ήταν τρελοί, αν άφηναν τον θησαυρό τους σε έδαφος που ανήκε στον χειρότερο εχθρό τους, τον Βασιλιά της Γαλλίας. Αν λοιπόν βρέθηκε θησαυρός στο Chateau de Gisors, αποκλείεται αυτός να ανήκε στους Ναΐτες. Ο αμύθητος θησαυρός του Τάγματος των Ναϊτών κάπου θα υπάρχει, όχι όμως στο Gisors».
Το γεγονός είναι ότι το Gisors κατέχει μια μυστηριώδη υπόγεια κρύπτη, την οποία κατόρθωσε να εντοπίσει με μύριους κόπους και ασύλληπτους κινδύνους ένας απλός άνθρωπος, ο Roger Lhomoy.
Ο Lhomoy γεννήθηκε στις 27 Απριλίου 1904, στην περιοχή του Gisors. Από τα πέντε αδέρφια που γεννήθηκαν, έμειναν μόνο τα δύο, καθώς τα άλλα πέθαναν. Δούλεψε στο Παρίσι ως πωλητής, αλλά ο αέρας του καταστήματος έβλαψε πολύ την υγεία του. Οι γιατροί του συνέστησαν να επιστρέψει πίσω στο χωριό του, για να σωθεί. Βρήκε, τελικά, δουλειά σαν κηπουρός και επιστάτης ενός πύργου. Από τα φιλοδωρήματα, μάζεψε ολόκληρη περιουσία.
Η ενδιαφέρουσα πλευρά της ιστορίας του ξεκίνησε το 1938. Ένα απόγευμα τον πλησίασε κάποιος άγνωστος, καθώς ήταν απασχολημένος στον κήπο του πύργου όπου εργαζόταν και του ζήτησε, αν ήταν εύκολο να επισκεφτεί τον πύργο. Ο Roger Lhomoy δέχτηκε και τον ξενάγησε. Ο άγνωστος, μετά από λίγο, άνοιξε μια δερμάτινη τσάντα κι έβγαλε από μέσα ένα εκκρεμές και χασκογελώντας, υπέδειξε στον Roger ότι το υπέδαφος από κάτω από τον πύργο φαινόταν πλουσιότατο. Το ίδιο ακριβώς του είχε πει κι ένας Βενεδικτίνος μοναχός. Ο Roger είχε πια κατακλυσθεί από περιέργεια για το τι θα μπορούσε να φανέρωνε το υπέδαφος του πύργου, αν και απαντούσε σε όλους στερεότυπα ότι δεν είχε την άδεια να κάνει κάτι τέτοιο.
Όλα αυτά τον έβαλαν σε σκέψεις και έτσι, μετά από προφορική άδεια που είχε λάβει από τον Δήμαρχο της περιοχής, ξεκίνησε το σκάψιμο το 1938. Δυστυχώς, μεσολάβησε ο πόλεμος και η εργασία του σταμάτησε. Το 1946, όμως, ξανάρχισε με επίσημη άδεια της Υπηρεσίας Καλών Τεχνών. Ο Roger Lhomoy έσκαβε με την τσάπα του μέρα νύχτα, ασταμάτητα, σαν αρουραίος. Οι στοές κινδύνευαν να καταρρεύσουν και να τον πλακώσουν, ενώ έπαιρνε ανάσες με μεγάλη δυσκολία. Ώσπου κάποτε έφτασε σ’ ένα κενό και το εκκρεμές του άρχισε να κινείται. Λίγο πιο κει προσέκρουσε σ’ έναν πέτρινο τοίχο και ανοίγοντας μια τρύπα, βρέθηκε μέσα σε μια κρύπτη γεμάτη αγάλματα και σαρκοφάγους.
Νόμισε ότι ονειρευόταν. Ήταν ένα παρεκκλήσι ανέπαφο, διαστάσεων 30 επί 9 μέτρων και ύψους 5 μέτρων. Επίσης, είδε τριάντα μεταλλικά κιβώτια χτισμένα στους τοίχους. Δε μπόρεσε να τα ανοίξει, γιατί τα καλύμματά τους ζύγιζαν τουλάχιστον 500 κιλά το καθένα.
Τρελός από χαρά, ανέβηκε στην επιφάνεια και ανάγγειλε την απίστευτη είδηση στον Δήμαρχο. Μα, κανείς δεν τολμούσε να κατέβει μέσα στις στοές, γιατί φοβόταν ότι θα τον πλάκωναν τα χώματα. Μόνο δύο τόλμησαν να κατέβουν, αλλά δεν άντεξαν να φτάσουν μέχρι το παρεκκλήσι.
Για αδιευκρίνιστο λόγο, οι τοπικές αρχές έσπευσαν τάχιστα να σφραγίσουν τη στοά με τόνους χωμάτων, αφήνοντας τον Roger απογοητευμένο, δυστυχή και πάμφτωχο.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ», στις 13/10/1962…