Γράφει ο Διονύσης Τσιριγώτης
Η πρόσφατη δήλωση του πρωθυπουργού Ζόραν Ζάεφ (15-4-2018) για τη μη αναγκαιότητα τροποποίησης του Συντάγματος της ΠΓΔΜ, επιβεβαιώνει την προ μηνός διακηρυχθείσα θέση του, ότι «η όποια αλλαγή στο νομικό σύστημα της «Μακεδονίας» δεν αποτελεί μόνιμη εγγύηση για την Ελλάδα, επειδή ό,τι αλλάξει μπορεί να επανέλθει». Η άλλη δήλωσή του ότι «η ταυτότητα είναι συναίσθημα, κανείς δεν μπορεί να κάνει διαπραγματεύσεις και παζάρια γι’ αυτήν» διαψεύδει τους ευσεβείς πόθους της Αθήνας για την εξεύρεση ενός modus vivendi.
Καταδεικνύει, επίσης, και την προσδιοριστική λειτουργία του στοιχείου της ρευστότητας-αβεβαιότητας στις εξωτερικές σχέσεις των κρατών, απόρροια της απουσίας μιας παγκόσμιας εξουσίας/κυβέρνησης των κυβερνήσεων. Η εξέλιξη αυτή, αποτελεί το απαύγασμα της απουσίας μιας συγκροτημένης πρότασης εθνικής στρατηγικής από το σύνολο των μεταπολεμικών ελληνικών κυβερνήσεων, οι οποίες ενστερνίστηκαν το δόγμα της «μικρής πλην εντίμου Ελλάδος».
Είναι γεγονός ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική νεφελοβατεί, ενεργώντας παρακολουθηματικά και όχι διαμορφωτικά, στις διεθνείς εξελίξεις που άπτονται των εθνικών της συμφερόντων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το Κυπριακό και το Σκοπιανό. Το γεγονός αυτό προδηλώνει τη στρατηγική της αδυναμία ή αναλγησία, να κατανοήσει τη λογική της διεθνούς πολιτικής. Υπό την απουσία μιας παγκόσμιας κυβέρνησης, οι διακρατικές σχέσεις καθίστανται ασταθείς-ρευστές, οριοθετούμενες στη βάση της διαμορφωθείσας κατανομής ισχύος-συμφερόντων, σε περιφερειακό και πλανητικό επίπεδο.
Στο πλαίσιο αυτής της συλλογιστικής, το εκάστοτε κράτος οφείλει να βοηθά εαυτό, μεριμνώντας για την ανάπτυξη των εσωτερικών συντελεστών ισχύος του (οικονομία, τεχνολογία, διπλωματία, ένοπλες δυνάμεις) ταυτόχρονα με την πρόσκτηση εξωτερικών πηγών ισχύος (συμμαχίες) για την προάσπιση-προαγωγή των εθνικών του συμφερόντων.
Η κόκκινη γραμμή των Σκοπίων
Ποιες είναι όμως οι πολιτικό-διπλωματικές αβελτηρίες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στη διαχείριση του Σκοπιανού; Αφετηριακά, προσημειώνουμε ότι οι διαβουλεύσεις Αθήνας-Σκοπίων διεξάγονται στη βάση των προτάσεων του μεσολαβητή Μάθιου Νίμιτς, γεγονός που μετουσιώνεται στο διαπραγματευτικό πλεονέκτημα της πλευράς που διαμορφώνει και θέτει τα ζητήματα προς συζήτηση.
Συνεπώς, η Αθήνα καλείται να επιλέξει μεταξύ ενός πλαισίου προτάσεων που εδράζονται πάνω στην κόκκινη γραμμή των Σκοπίων (το συνταγματικό όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» να διατηρηθεί απαράλλακτο), αναδεικνύοντας το διαπραγματευτικό πλεονέκτημα της γείτονας χώρας. Τοιουτοτρόπως, ο ευσεβής πόθος της Αθήνας για την ταχεία επίλυση του ζητήματος προδηλώνει και το μέτρο της επιθυμίας της για την επίτευξη συμφωνίας. Δεν συνυπολογίζει ότι η πλευρά που επιθυμεί περισσότερο την επίτευξη μιας συμφωνίας είναι και η πιο αδύναμη στην εκάστοτε διαπραγμάτευση.
Οι δύο αυτές επισημάνσεις υποδηλώνουν ότι οι διαμορφωτές της εξωτερικής πολιτικής των Σκοπίων φρόντισαν να κινητοποιήσουν δυνάμεις στο εξωτερικό (ΗΠΑ, Γερμανία, Τουρκία), επιτυγχάνοντας ισορροπία διαπραγματευτικής ισχύος με την Αθήνα. Παράλληλα προσαρμόστηκαν στις ανακατανομές ισχύος που έλαβαν χώρα στην περιφέρειά τους, βελτιώνοντας την θέση τους και αυξάνοντας την ισχύ τους, μέσω της αγαστής πρόσδεσης στο άρμα των ΗΠΑ.
Μια άλλη σημαίνουσα παρατήρηση συνέχεται με την εσωτερική νομιμοποίηση της ελληνικής πολιτικής θέσης στο Σκοπιανό. Η ελληνική πολιτική ηγεσία καλείται να συνεκτιμήσει την ιδιάζουσα σημασία του ελληνικού λαού, ως προσδιοριστικού παράγοντα στη διαδικασία διαμόρφωσης-εφαρμογής της εξωτερικής πολιτικής. Η διαχείριση των εθνικών ζητημάτων προεπιτάσσει την καταφυγή της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας στο εσωτερικό της για την άντληση πόρων (οικονομικών, κοινωνικών, στρατιωτικών) και τη διασφάλιση της λαϊκής συναίνεσης.
Η ιδιοποίηση ως κεντρικό μέσο
Τελευταία και εξίσου σημαντική επισήμανση είναι η κατανόηση της ίδιας της φύσης του ζητήματος της ονομασίας των Σκοπίων. Η εθνικιστική ρητορεία που αναπτύχθηκε από την πολιτική ηγεσία της ΠΓΔΜ, αμέσως μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, συνιστούσε εσωτερική πολιτική αναγκαιότητα για την ίδια την ύπαρξή της. Αναλυτικότερα η καθολική ιδιοποίηση του όρου «Μακεδονία» από τη σλαβομακεδονική εθνότητα αναδεικνύονταν σε κεντρικό μέσο για την επίτευξη της εσωτερικής συνοχής ενός πολυεθνοτικού, μικρού κράτους, με ισχνούς συντελεστές ισχύος.
Η εν λόγω ταυτοτική αναφορά αποτελούσε προϋποτιθέμενη συνθήκη για την μετατόπιση πίστης, νομιμοφροσύνης, εξουσιών και προσδοκιών από τον λαό στην εκτελεστική εξουσία, ενδυναμώνοντας το πατριωτικό συναίσθημα. Γιατί όπως ορθά παρατηρεί ο Ίων Δραγούμης: «Δημιουργός του κράτους πάλι το έθνος είναι, το έθνος ολάκερο, και το έθνος πλάθει το κράτος για τους σκοπούς του έθνους, για να μπορέσει ανενόχλητα και σίγουρα να βγάλει σύσσωμο τον πολιτισμό του, να πετάξει το λουλούδι του».
Το σημείο αυτό αποτελεί το κλειδί για την κατανόηση-επίλυση του ζητήματος της ονομασίας της ΠΓΔΜ. Επειδή το έθνος αποτελεί την οντολογική βάση του εκάστοτε κράτους, η δημιουργία εθνικής ταυτότητας ήταν (ήδη από το 1943) και εξακολουθεί να είναι, προϋποτιθέμενη συνθήκη για τη συγκρότηση-συγκράτηση του κράτους της ΠΓΔΜ.
Συναφώς, η διαδικασία εθνογέννεσης, εδραζόμενη σε διυποκειμενικούς παράγοντες (ιστορία, συλλογική μνήμη-συνείδηση, γλώσσα και καταγωγή) που ιδιοποιούνται την ιστορική κληρονομία του ελληνικού έθνους, γεννά αλυτρωτικά ζητήματα. Αποστερεί έτσι το δικαίωμα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού των όμορων κρατών στη γεωγραφική περιφέρεια της Μακεδονίας.
πηγή: