Η αλλαγή των σχέσεων ανάμεσα στην πολιτική και τη στρατιωτική εξουσία της Τουρκίας ξεκίνησε την περίοδο 2002-2003, όταν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και το κόμμα του ανέλαβαν την εξουσία. Στο όνομα της εναρμόνισης με την ευρωπαϊκή νομοθεσία ψηφίστηκαν νόμοι που αποδυνάμωσαν τις εξουσίες του στρατού. Το Συμβούλιο εθνικής ασφαλείας έχασε το δικαίωμα να επιβάλει πολιτικές αποφάσεις στην κυβέρνηση, η οποία μέχρι τότε ήταν υποχρεωμένη να τις εφαρμόζει.
Μπορεί κανείς να διακρίνει εδώ μια μορφή εκδίκησης από την πλευρά του Ερντογάν, ο οποίος δεν «χώνεψε» ποτέ την απόφαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας να κλείσει το 1997 το κόμμα Refah, του οποίου ήταν μέλος. Ο ίδιος άλλωστε είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση 120 ημερών για τη δημόσια ανάγνωση ενός θρησκευτικού ποιήματος.
Οι αλλαγές ήταν σταδιακές μέχρι την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016. Δεκαπέντε ημέρες μετά το γεγονός αυτό, ένα νομοθετικό διάταγμα ανέτρεψε ριζικά την ανατομία του στρατού. Η παρουσία των στρατιωτικών στους κρατικούς θεσμούς μειώθηκε και οι στρατιωτικοί έχασαν το μονοπώλιο που κατείχαν στον οργανισμό ο οποίος είναι υπεύθυνος για τις προαγωγές.
Οι αλλαγές αυτές δικαιολογήθηκαν από την πολιτική εξουσία ως μια προσπάθεια ελέγχου και εκσυγχρονισμού του στρατού. Η πολιτική αυτή συνοδεύτηκε από μια ιδεολογική αλλαγή. Οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις απομακρύνθηκαν από ορισμένες κεμαλικές αξίες, όπως ο κοσμικός χαρακτήρα του κράτους, προς όφελος των συντηρητικών και θρησκευτικών αξιών του ΑΚΡ. Στις αλλαγές αυτές αντιτάχθηκαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, και ιδιαίτερα το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, που υπερασπίζονται τις αρχές του Κεμάλ.
Μετά το 2017, τα μέσα ενημέρωσης άρχισαν να δημοσιεύουν σκηνές από συλλογικές προσευχές των αξιωματικών με τους στρατιώτες. Τον Φεβρουάριο του 2017, για παράδειγμα, δημοσιεύτηκαν φωτογραφίες του Χουλουζί Ακάρ, τότε αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων, να προσεύχεται στη Μέκκα δίπλα στον πρόεδρο Ερντογάν.
Τον Φεβρουάριο του 2017 ήρθη η απαγόρευση που ίσχυε για τις γυναίκες στρατιωτικούς να φορούν το ισλαμικό φουλάρι. Στη συνέχεια άλλαξαν και ορισμένα τελετουργικά που αφορούν τα γεύματα και τις κηδείες. Τα γεύματα συνοδεύονταν πλέον από την προσευχή στο όνομα του Θεού, που στα τουρκικά λεγόταν τότε «Tanri», ένας όρος που δεν περιορίζεται στο σουνιτικό ισλάμ. Τον Νοέμβριο του 2017, ο όρος αυτός αντικαταστάθηκε από τον «Αλλάχ».
Όλες αυτές οι αλλαγές έγιναν με διατάγματα του Υπουργείου Εσωτερικών, προκειμένου να τεθεί ο στρατός υπό τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας.
Οι διώξεις άφησαν ένα κενό, που άνοιξαν τον δρόμο σε μια νέα πολιτική στρατολόγησης: με τον τρόπο αυτό προωθήθηκαν υποψήφιοι με ιδεολογικό προφίλ πλησιέστερο προς τις ιδέες της συντηρητικής Δεξιάς. Δεκαπέντε ημέρες μετά την απόπειρα πραξικοπήματος έκλεισαν οι στρατιωτικές σχολές. Οι φοιτητές που ολοκλήρωναν τις σπουδές τους και ετοιμάζονταν να ενταχθούν στις ένοπλες δυνάμεις δεν κατάφεραν να το κάνουν και χρειάστηκε να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε άλλα πανεπιστήμια.
Με το διάταγμα της 30ής Ιουλίου 2016 έλαβε χώρα μια ακόμη σημαντική μεταρρύθμιση. Στο εξής, οι μαθητές που τελείωναν τα θρησκευτικά σχολεία (τα λεγόμενα imam hatip, όπου εκπαιδεύονται οι μελλοντικοί ιμάμηδες) μπορούσαν πλέον να λάβουν μέρος σε εξετάσεις για την ένταξή τους στον στρατό, κάτι που μέχρι τότε ήταν αδιανόητο.
Σε κάθε περίπτωση, ο στρατός δεν είναι ένας ομοιογενής θεσμός, υπάρχουν και εκεί τα ρεύματα σκέψης που συναντά κανείς στην κοινωνία. Το θρησκευτικό συντηρητικό ρεύμα θα κυριαρχήσει άραγε έναντι των άλλων; Θα είναι ενδιαφέρον να δει κανείς πώς θα αναπτυχθούν οι σχέσεις του με τους κεμαλικούς ή ευρωασιατικούς κύκλους, που επιθυμούν την προσέγγιση με τη Ρωσία.
Της Σουμπούλ Καγιά, οικότροφος του γαλλικού Ινστιτούτου ανατολικών σπουδών στην Κωνσταντινούπολη