Στα χρόνια των Ιπποτών, ο θαρραλέος Προβηγκιανός Ιππότης Dieudonne de Gozon του Τάγματος της Ρόδου, ήταν εκείνος που έδωσε τέλος στο μαρτύριο των Ροδίων το 1342, σφαγιάζοντας το τρομερό θεριό του νησιού, που ήταν ένας φοβερός κι αιμοδιψής δράκος (είχαμε παρουσιάσει το θέμα σε άρθρο, που μπορείτε να βρείτε ).
Εδώ, θα εξιστορήσουμε τα πολεμικά του κατορθώματα και τον θάνατό του, αλλά και τα όσα σχετίστηκαν με τον αφανισμό του δράκου.
Προτού, λοιπόν, κατακτήσουν το όμορφο νησί των Δωδεκανήσων οι Ιταλοί, κατοικούσαν εκεί και πολλοί Τούρκοι. Όσοι από αυτούς ζούσαν στον κάμπο, συχνά διηγούνταν ότι σε εκείνον τον τόπο είχε διεξαχθεί η σκληρή σκηνή της σφαγής του δράκου. Έδειχναν, μάλιστα, και το σπήλαιο, στο οποίο είχε το κτήνος τη φωλιά του, το ποταμάκι, που πήγαζε από τα βάθη του σπηλαίου και το εκκλησάκι, που είχαν χτίσει οι ευσεβείς Ιππότες, ως ανάμνηση του ιστορικού αυτού γεγονότος της λύτρωσης της Ρόδου. Κατά τους Οθωμανούς, όμως, άλλος ήταν ο εξολοθρευτής του δράκου, προσπαθώντας να αποσπάσουν τα εύσημα και να καπηλευθούν τη δόξα του de Gozon. Φυσικά, η σχετική διήγηση ήταν πολύ περίεργη…
Έτσι, σύμφωνα με την τουρκική εκδοχή, ένας Δερβίσης, «άγιος άνθρωπος» για τους Τούρκους, είχε ακούσει να λένε για τον «Δράκο της Ρόδου» και μετέβη στο νησί, αποφασισμένος να το σκοτώσει και να απαλλάξει τους νησιώτες από αυτό. Τράβηξε, λοιπόν, για τη φωλιά του και για πολλές ημέρες παρέμεινε εκεί κοντά, παρακολουθώντας τις συνήθειες του φοβερού θηρίου.
Παρατήρησε, τότε, ότι το τέρας κολυμπούσε καθημερινά για αρκετή ώρα στα νερά του ρυακιού κι έτσι κάπως, συνέλαβε το μεγαλοφυές του σχέδιο. Ζήτησε, δηλαδή, από τους κατοίκους να του δώσουν σαράντα γαϊδάρους, με τους οποίους μετέφερε σαράντα σακιά ασβέστη. Έπειτα, γονάτισε, προσευχήθηκε στον Αλλάχ και στη συνέχεια, έδιωξε τους γαϊδάρους προς το σπήλαιο. Ο δράκος, μόλις αντίκρισε το νόστιμο αυτό φαγητό, βγήκε από το λημέρι του κι έφαγε έναν – έναν όλους τους όνους, μαζί με τα σακιά του ασβέστη, που κουβαλούσαν στις ράχες τους.
Έπειτα από το πλούσιο αυτό γεύμα, το θεριό ένιωσε την ανάγκη να πιει νερό. Χώθηκε, λοιπόν, μέσα στο ρυάκι κι ήπιε αχόρταγα. Μα, τα εντόσθιά του κάηκαν από τον ασβέστη κι άρχισε να μουγκρίζει τόσο δυνατά, που σείστηκε ολόκληρη η πόλη της Ρόδου. Μάλιστα, ο Διοικητής του νησιού διέταξε να κλείσουν αμέσως τις πύλες του φρουρίου και κανείς δεν τολμούσε να βγει έξω και να δει τι συνέβαινε. Ήταν όλοι τρομοκρατημένοι.
Σε κάμποση ώρα, φάνηκε στην κεντρική πύλη ο Δερβίσης, κρατώντας το κεφάλι του δράκου. Ο λαός τον υποδέχτηκε με αλαλαγμούς χαράς και ο Διοικητής τον αντάμειψε πλουσιοπάροχα. Έτσι, ο Δερβίσης εγκατέλειψε το νησί ένδοξος και πλουσιότατος.
Ο Αββάς Cottret, συγγραφέας του βιβλίου «L’ lle de Rhodes», που εκδόθηκε το 1881, έγραφε τα ακόλουθα:
«…Πώς να εξηγήσουμε την παρουσία του δράκου σ’ ένα νησί, που απέχει μόλις δώδεκα μίλια από την Ασία, σ’ ένα νησί, όπου ούτε κροκόδειλος, ούτε όφις τερατώδης βρίσκεται; Αν υποθέσουμε ότι ο «Δράκος της Ρόδου» ήταν όφις, δε θα πρέπει να λησμονήσουμε ότι στην αρχαία εποχή η Ρόδος ήταν γεμάτη φίδια και γι’ αυτό, άλλωστε, οι αρχαίοι Έλληνες την αποκαλούσαν Οφιούσσα. Ένας αρχαίος συγγραφέας, ο Γάιος Ιούλιος Υγίνος ανέφερε το κατόρθωμα του ήρωα Φόρβα, ο οποίος φόνευσε ένα φοβερό δράκο, που κατέτρωγε ανθρώπους και ζώα.
Οι κάτοικοι του χωριού Μαριτσά διηγούνταν, εξ άλλου, ότι στα μέσα του 18ου αιώνα, οι πρόγονοί τους στο βουνό της Ρόδου, Λευκόποδα, σκότωσαν ένα πελώριο φίδι, που έβγαινε απ’ την τρύπα του και κατασπάραζε τις γίδες. Παραφύλαξαν, λοιπόν, τη στιγμή, που το κολοσσιαίο ερπετό κοιμόταν βαθιά, χορτασμένο απ’ το πολύ φαγητό, τυλιγμένο τρεις φορές γύρω από έναν μεγάλο βράχο και το κάρφωσαν με μακριά σιδερένια καμάκια, πυρωμένα στη φωτιά. Ωστόσο, ένας από τους θηρευτές λαβώθηκε από την ουρά του φιδιού και πέθανε αμέσως. Ο βράχος σώζεται ακόμη, έχει σχήμα πυραμίδας, ύψος δύο μέτρων, ενώ η βάση του έχει μήκος είκοσι πέντε μέτρων. Άρα, το γιγάντιο αυτό ερπετό, αφού τυλίχτηκε τρεις φορές γύρω από αυτόν τον βράχο, θα είχε μήκος τουλάχιστον εβδομήντα πέντε μέτρων!…» έγραφε ο Αββάς Cottret.
Μα, ας επιστρέψουμε στον Dieudonne de Gozon. Ο ανδρειωμένος αυτός Ιππότης είχε γεννηθεί στην πόλη Languedoc της Προβηγκίας, όπου ακόμη σώζονται τα χαλάσματα του οικογενειακού του κάστρου. Η νικηφόρα μάχη του έναντι του «Δράκου της Ρόδου» τον είχε τόσο δοξάσει, ώστε βάρδοι και τροβαδούροι εξυμνούσαν διαρκώς τους άθλους του. Οι συνάδελφοί του, οι Ιππότες της Ρόδου, αλλά και ο απλός λαός καμάρωναν γι’ αυτόν και τον λάτρευαν σαν ήρωα.
Όταν, λοιπόν, ο Μέγας Μάγιστρος του νησιού συνειδητοποίησε ότι δε διέθετε πλέον τις δυνάμεις να διοικήσει, δε δίστασε να παρουσιαστεί στο Συμβούλιο του Τάγματος και να δηλώσει ότι δεν υπήρχε άλλος πιο άξιος από τον Ιππότη de Gozon, για να ορίσει ως διάδοχό του. Έτσι, οι Ιππότες σηκώθηκαν όρθιοι, τράβηξαν τα σπαθιά από τα θηκάρια τους και ζητωκραύγασαν τρεις φορές υπέρ του νέου, πανάξιου αρχηγού τους, Μεγάλου Μάγιστρου Dieudonne de Gozon. Μια νέα περίοδος σηματοδοτούνταν για το υπερήφανο Τάγμα της Ρόδου.
Μόλις ο τολμηρός Ιππότης και σωτήρας του νησιού ανέλαβε την εξουσία, διόρισε Ναύαρχο του ροδιακού στόλου τον Ιωάννη Δεβιάντρα, ο οποίος έλαβε διαταγή να πλεύσει στην Ίμβρο και να την καταλάβει, μιας και την είχαν ήδη αρπάξει οι Τούρκοι. Η ναυμαχία που ακολούθησε ήταν καταστρεπτική για τους Τούρκους και η Ίμβρος απελευθερώθηκε.
Μετά από μια εξόχως επιτυχημένη θητεία ως Μεγάλος Μάγιστρος των Ιπποτών της Ρόδου, όπου γνώρισε πολλές ένδοξες νίκες, αλλά και απογοητεύσεις, ξαφνικά στις 15 Δεκεμβρίου του 1353, ο Dieudonne de Gozon, ο περίφημος σφαγέας του «Δράκου της Ρόδου», απεβίωσε. Οι Ιππότες του, περίλυποι, τον έθαψαν με όλες τις τιμές και στον τάφο του χάραξαν την εξής επιγραφή:
«Η ευφυΐα νικά τη ρώμη. Ο Dieudonne de Gozon, αν και απλός Ιππότης, φόνευσε τον τερατώδη δράκο και κατόπιν, εξελέγη παραδειγματικός Μέγας Μάγιστρος. Το μνημείο τούτο ανεγέρθηκε από τους Γάλλους Προβηγκιανούς Ιππότες κατά το έτος 1366».
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 23/10/1930…