"Έχουμε μοναδική ευκαιρία να οργανώσουμε μια αναπτυξιακή φυγή προς τα εμπρός, να ξεκινήσουμε έναν ενάρετο κύκλο οικονομικής ανάκαμψης και προοπτικής".
Το μήνυμα αυτό στέλνει ο πρόεδρος του ΔΣ της Eurobank, Νίκος Καραμούζης, από το βήμα της ετήσιας γενικής συνέλευσης του Ελληνογαλλικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου.
Οπως διαπιστώνει και ο ίδιος “σήμερα, με την προοπτική ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος προσαρμογής, οι συνθήκες βελτιώνονται σταθερά στην οικονομία και δημιουργούνται ικανοποιητικές προϋποθέσεις για σταδιακή έξοδο από την κρίση και επιστροφή σε αναπτυξιακή τροχιά”.
Εξάλλου, η οικονομία σταθεροποιείται με το ρυθμό ανάπτυξης να είναι θετικός το πρώτο τρίμηνο του 2017 και με όλες τις εκτιμήσεις να προβλέπουν θετικό ρυθμό ανάπτυξης μεταξύ 1.5%-2% για το 2017, για πρώτη φορά μετά από 10 χρόνια ύφεσης με εξαίρεση το 2014.
Περιγράγοντας το εύρος των προσαρμογών που έχουν επιτελεστεί στην ελληνική οικονομία, ο πρόεδρος της Eurobank, έθεσε το ερώτημα γιατί παραμένουμε ακόμη σε καθεστώς Μνημονίου και χρηματοδοτικής εξάρτησης.
«Τι θα πρέπει ν’ αλλάξουμε στην πολιτική μας για να βγούμε από την κρίση και να ανακτήσουμε την ανεξαρτησία μας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής για να επανέλθουμε στην οικονομική κανονικότητα;
Αναμφίβολα», σημείωσε, «στην περίπτωση της Ελλάδας από την αρχή υπήρξαν αστοχίες στο σχεδιασμό των προγραμμάτων διάσωσης όσο και λανθασμένες εκτιμήσεις, ως προς τις υφεσιακές επιπτώσεις που θα είχε η επιθετική δημοσιονομική εξυγίανση, όπως το γνωστό θέμα των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών».
Επίσης, η αξιοποίηση και από τους πιστωτές και από την Ελλάδα του Grexit ως διαπραγματευτικού μέσου, τροφοδότησε τις αβεβαιότητες και το φόβο κοινού και επενδυτών και σαφέστατα οδήγησε σε επιδείνωση των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων.
Επιπλέον, πρόσφατα η χώρα έχει ατυχώς εμπλακεί στον ευρωπαϊκό πολιτικό κύκλο εκλογών και τη διαμάχη ΔΝΤ με Γερμανία, που αποτελούν τροχοπέδη για μια πειστική συμφωνία, για την αναδιάρθρωση του Δημόσιου Χρέους, αν και όπως εκτίμησε ο πρόεδρος της Eurobank, λόγω της χαμηλής αξιοπιστίας μας, οι πιστωτές θέλουνε να μας «κρατάνε» για να διασφαλίσουν πειθαρχημένη και συνεπή συμπεριφορά μας στο μέλλον. Στο σημείο αυτό ο κ. Καραμούζης εξαίρεσε τη στάση της Γαλλίας, τονίζοντας ότι ήταν πάντοτε σταθερά υποβοηθητική όχι των ελληνικών θέσεων μόνον, αλλά της στρατηγικής επιλογής υπέρ της παραμονής της Ελλάδας στην ευρωζώνη, ακόμη κι όταν αυτό αμφισβητήθηκε στο εσωτερικό.
Ανεξάρτητα όμως από τα παραπάνω, τόνισε ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η πορεία της χώρας μας είναι πρωτίστως δική μας ευθύνη και οφείλουμε να εντοπίσουμε τα δικά μας σφάλματα και τους δικούς μας λανθασμένους χειρισμούς.
• Δεν αποκτήσαμε ποτέ την ιδιοκτησία, την οικειοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και δώσαμε την εικόνα ότι τις υλοποιούμε με καθυστερήσεις και όχι γιατί τις θεωρούμε αναγκαίες, ή ότι τις πιστεύουμε, αλλά γιατί έχουμε υποχρέωση. Χάθηκε σημαντικό κεφάλαιο αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης.
• Δεν διαμορφώσαμε ποτέ το δικό μας διαχρονικό σχέδιο εξόδου από την κρίση, ένα σχέδιο που θα έκανε τη χώρα μας επιχειρηματικά και επενδυτικά ελκυστική και δεν πετύχαμε έστω κατ’ ελάχιστο πολιτική συναίνεση γύρω από ένα σχέδιο εξόδου από την κρίση.
• Οι πειραματισμοί του πρώτου εξαμήνου του 2015, το κλείσιμο των τραπεζών για ένα περίπου μήνα και η επιβολή των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίου που ακολούθησε, σε συνδυασμό με το φόβο για Grexit, τροφοδότησαν περαιτέρω τις αβεβαιότητες, το φόβο και τις ανασφάλειες των αγορών και των πολιτών.
• Δεν συνδυάσαμε την αναγκαία δημοσιονομική λιτότητα και τη μείωση του κόστους εργασίας με μια επιθετική πολιτική προσέλκυσης επενδύσεων, αναπτυξιακών μεταρρυθμίσεων, φιλικού επιχειρηματικού πλαισίου, χαμηλών φορολογικών συντελεστών και μείωσης του μη εργατικού τμήματος του κόστους παραγωγής. Όλες οι πολιτικές είχαν υφεσιακό περιεχόμενο. Εντείνοντας το μέγεθος και τη διάρκεια της κρίσης.
• Στηρίξαμε την αναγκαία δημοσιονομική λιτότητα κυρίως στην αύξηση φόρων και λιγότερο στον περιορισμό των δαπανών, τις μεταρρυθμίσεις και τον εξορθολογισμό της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και κυρίως καθυστερήσαμε στην υλοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων.
• Οι διαχρονικές καθυστερήσεις στον τελευταίο τομέα, επηρέασαν αρνητικά τις εκτιμήσεις των αγορών για την αξιοπιστία και τη δέσμευση των εκάστοτε κυβερνήσεων να υλοποιήσουν μεταρρυθμίσεις με αναπτυξιακή προοπτική και ν’ ανοίξουν την οικονομία στον ανταγωνισμό και τις ξένες επενδύσεις.
• Μετατρέψαμε τη δημοσιονομική κρίση και το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και σε κρίση ρευστότητας και σε κρίση του τραπεζικού τομέα, με αποτέλεσμα τη στενότητα ρευστότητας, τη σημαντική απώλεια καταθέσεων, τα υψηλά επιτόκια και την απομόχλευση των χρηματοδοτήσεων.
Ενόψει της δεύτερης αξιολόγησης
Σήμερα, με τη προοπτική ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος προσαρμογής, οι συνθήκες βελτιώνονται σταθερά στην οικονομία και δημιουργούνται ικανοποιητικές προϋποθέσεις για σταδιακή έξοδο από την κρίση και επιστροφή σε αναπτυξιακή τροχιά.
Έχουμε μοναδική ευκαιρία να οργανώσουμε μια αναπτυξιακή φυγή προς τα εμπρός, να ξεκινήσουμε έναν ενάρετο κύκλο οικονομικής ανάκαμψης και προοπτικής.
Η οικονομία σταθεροποιείται με το ρυθμό ανάπτυξης να είναι θετικός το πρώτο τρίμηνο του 2017 και με όλες τις εκτιμήσεις να προβλέπουν θετικό ρυθμό ανάπτυξης μεταξύ 1.5%-2% για το 2017, για πρώτη φορά μετά από 10 χρόνια ύφεσης με εξαίρεση το 2014.
Με βάση τα στοιχεία του Q1 2017, οι επενδύσεις ανακάμπτουν. Με όλες τις κατηγορίες επενδύσεων θετικές, εκτός των επενδύσεων σε κατοικίες, η ιδιωτική κατανάλωση γύρισε σε θετικό πρόσημο μεταβολής (1.1%) όπως και το 2016 (1.4%), ενώ σταθερά βελτιώνεται το ποσοστό των εξαγωγών στο ΑΕΠ, 30.2% το 2016, έναντι 23.4% το 2008, αλλά χαμηλό σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρωζώνης (45.7%), ενώ η βελτίωση οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στη μείωση του ΑΕΠ.
Μια συμφωνία για τη βιώσιμη αναδιάρθρωση του χρέους και τη συμμετοχή της Ελλάδος στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, θα ήταν ένα ακόμα βήμα προς την κατεύθυνση του περιορισμού των αβεβαιοτήτων, επιτάχυνσης επιστροφής στην ανάπτυξη και διευκόλυνσης της εξόδου της χώρας στις διεθνείς αγορές.
Άλλωστε, όλοι αναγνωρίζουν ότι ψηφίζοντας την πρόσφατη δέσμη μέτρων η ελληνική πλευρά έχει κάνει όλα όσα της ζητήθηκαν και της αναλογούσαν. Οι αναστολές βρίσκονται τώρα στην πλευρά των διεθνών εταίρων της.
Ως απόλυτη προτεραιότητα, θα πρέπει να ολοκληρώσουμε την αξιολόγηση και να υλοποιήσουμε τα συμφωνηθέντα χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις και αμφιταλαντεύσεις. Η συνέπεια θα τροφοδοτήσει την αξιοπιστία και την εμπιστοσύνη των αγορών.
Δεν δικαιολογείται με ίδιες ή καλύτερες μακροοικονομικές επιδόσεις από την Πορτογαλία να πληρώνουμε 300 πόντους βάσης παραπάνω, για να δανειστούμε και να μην μπορούμε και να είμαστε πέντε βαθμίδες πιο κάτω στις διεθνείς αξιολογήσεις φερεγγυότητας από την S&P, Moody’s. Είναι θέμα αποκατάστασης της αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης στις αγορές.
Οι χρηματοδοτικές μας ανάγκες για την περίοδο 2018-2023 είναι περιορισμένες, €7δις ετησίως κατά μέσο όρο σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, €11δις σύμφωνα με το ΔΝΤ. Είναι δυνατόν μία χώρα να μην μπορεί να εφαρμόσει πολιτικές που θα άνοιγαν τις αγορές για €7δις ετησίως;
Ο παράγοντας εμπιστοσύνη
Η εδραίωση εμπιστοσύνης εντός κι εκτός Ελλάδας θα συμβάλει στη μείωση των επιτοκίων, τη σταδιακή άρση των κεφαλαιακών περιορισμών και τη σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα, όσον αφορά τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και της κεφαλαιαγοράς.
Η αποτελεσματική δε μείωση των υπολοίπων των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα συμβάλει καθοριστικά στη βελτίωση του ρόλου των τραπεζών στην αναπτυξιακή διαδικασία, στην απελευθέρωση ρευστότητας και στη δημιουργία ισχυρότερων επιχειρηματικών σχημάτων.
Παράλληλα, θα πρέπει να χαράξουμε τη δική μας αναπτυξιακή στρατηγική, με γνώμονα τη μετάβαση σε ένα βιώσιμο, υπόδειγμα οικονομικής ανάπτυξης, που θα στηρίζεται στην οικονομική εξωστρέφεια, τις επενδύσεις, τη διεθνή ανταγωνιστικότητα.
Ωστόσο, καθώς τα ιδιαιτέρως χαμηλά επίπεδα εγχώριας αποταμίευσης και επενδύσεων δεν επαρκούν για να τροφοδοτήσουν την επενδυτική έκρηξη που χρειάζεται η χώρα, είναι επιβεβλημένη η προσέλκυση σημαντικών κεφαλαίων από την αλλοδαπή κυρίως υπό τη μορφή άμεσων ξένων επενδύσεων.
Κλείνοντας, ο κ. Καραμούζης υπογράμμισε ότι είναι στο χέρι μας με μια βοήθεια ακόμη από τους φίλους μας, να μετατρέψουμε την Ελλάδα στην ταχύτερα αναπτυσσόμενη περιοχή της Ευρώπης καλλιεργώντας τις προϋποθέσεις που ήδη υπάρχουν και απελευθερώνοντας την επιχειρηματικότητα και τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου.
Χρειαζόμαστε μεγαλύτερη οικονομική ελευθερία, φιλικότητα προς το επιχειρείν, ανοικτές αγορές, σταθερό θεσμικό πλαίσιο, πολιτική συναίνεση γύρω από ένα επιθετικό πρόγραμμα αναπτυξιακών μεταρρυθμίσεων. Ας δούμε επιτέλους την κρίση και τις προκλήσεις της σαν μια μεγάλη ευκαιρία μπροστά μας, για ένα καλύτερο μέλλον για όλους μας.