Επαναπροσδιορισμό του διαλόγου με τους Ρ/Καθολικούς ζήτησε ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας-“Δεν μπορείς να είσαι Ορθόδοξος και να μην διαλέγεσαι”-Τι είπε για το πρωτείο, την συνοδικότητα, την ουνία και τα πυρά του κατά της Μόσχας -Επίσκοπος Τοπικής Εκκλησίας ο Πάπας
“Δεν μπορείς να είσαι Ορθόδοξος και να μην διαλέγεσαι. Ο διάλογος με σκοπό την ανάδειξη της Αλήθειας και η επιθυμία για επίτευξη της ενότητας είναι χαρακτηριστικά της Ορθόδοξης Εκκλησίας” ανέφερε μεταξύ άλλων στην εισήγησή του με θέμα “Η πορεία του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών Αξιολόγηση, προβλήματα, προοπτικές” κατά την σημερινή συνεδρίαση της Ιεραρχίας ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος.
Σύμφωνα με τον Μητροπολίτη “για την Ορθόδοξη Εκκλησία ο διάλογος είναι πάντοτε το sine qua non, όχι μόνο γιατί, όπως αναφέρει και ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, «ότε διίστανταί τινες αλλήλων και ου χωρούσι προς λόγους, δοκεί μείζων είναι και η μεταξύ τούτων διαφορά· ότε δ’ εις λόγους συνέλθωσι και εκάτερον μέρος νουνεχώς ακροάσηται τα παρ’ εκατέρου λεγόμενα, ευρίσκεται πολλάκις ολίγη η τούτων διαφορά»,1 αλλά κυρίως γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία έχουσα συνείδηση ότι είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία συμμετέχει σε κάθε Θεολογικό Διάλογο προκειμένου να προσφέρει την Αλήθεια, την οποία κατέχει και όχι για να προσλάβει την Αλήθεια”
Για το φλέγον ζήτημα του πρωτείου τόνισε πως “η μέχρι σήμερα συζήτηση στο συγκεκριμένο ζήτημα, επιβεβαίωσε ότι ο επίσκοπος Ρώμης ήταν επίσκοπος μιάς Τοπικής Εκκλησίας και όχι της Καθολικής-Παγκόσμιας Εκκλησίας, η δε οποιαδήποτε αυθεντία ή εξουσία του δεν υπήρχε ούτε ασκείτο ερήμην της συνόδου των Επισκόπων, έστω και αν ήταν «πρώτος» σ’ αυτήν, αφού ο 34ος Αποστολικός Κανόνας πάντοτε εφηρμόζετο”.
Πάντως δεν παρέλειψε να εξαπολύσει νέα επίθεση στους Ρώσους με αφορμή και το Κείμενο της Ραβέννα.“
“Η Εκκλησία της Ρωσίας πρότεινε και την εξής υποκριτικη θέση!!! «Εάν αποδεχθούμε ότι υφίσταται θεολογικό πρόβλημα, όπως αναφέρει η Εκκλησία της Ελλάδος, και πράγματι υπήρχε, τότε να υιοθετηθούν οι διευκρινιστικές παράγραφοι του Κειμένου της Ραβέννας, χωρίς όμως να γίνει κάποια αναφορά στο συγκεκριμένο Κείμενο». Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να υπομνήσουμε, ότι όλα τα θέματα, τα οποία συζητούντο αναφορικά προς τη σχέση του «πρωτείου» με τη συνοδικότητα, σε όλα τα επίπεδα εκκλησιαστικότητας, έχουν ήδη διευκρινιστεί στο Κείμενο της Ραβέννας (2007)” ανέφερε χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τον κ. Χρυσόστομο, ο οποίος έκανε μια αναδρομή στην ιστορία του διαλόγου, ήταν εμφανές το έντονο ενδιαφέρον των Ρωμαιοκαθολικών να εδραιώσουν το «πρωτείο» αποκλειστικά και μόνο στο παγκόσμιο επίπεδο της εκκλησιαστικότητας.
Το πιο ανησυζητικό όμως για τον ίδιο ήταν πως “δόθηκε μια ανησυχητική και δυσάρεστη εικόνα διάσπασης της ενότητας των Ορθοδόξων σε δύο ομάδες, έναντι της συμπαγούς ενότητας των Ρωμαιοκαθολικών συνομιλητών, στον συγκεκριμένο Διάλογο”. Ενώ έκανε λόγο για κραυγή της τελευταίας στιγμής ενός ρωμαιοκαθολικού επισκόπου από τα μέλη της Επιτροπής: «βρέστε τα πρώτα οι Ορθόδοξοι μεταξύ σας και μετά να κάνουμε τον διάλογο μεταξύ των δύο Εκκλησιών μας!»
Πρόσθεσε δε πως οι Εκκλησίες Ρωσίας και Γεωργίας απορρίπτουν αφενός το Κείμενο της Ραβέννας και αφετέρου τη θεολογική θεμελίωση κάθε μορφής «πρωτείου». “Από την όλη συζήτηση όμως, στη συγκεκριμένη φάση του Διαλόγου, φαίνεται ότι προσβλέπουν και σε μία μελλοντική αναθεώρηση των «πρεσβείων τιμής» των θρόνων στην Ανατολή και των «Διπτύχων», αφού κατά την άποψή τους το «πρωτείο» είναι μόνο μία διοικητική μορφή έκφρασης αυθεντίας και τα «Δίπτυχα» αποτελούν την «πηγή» των «πρεσβείων τιμής» στην ιστορική τους διαμόρφωση (βλ. Απάντηση Συνόδου του Πατριαρχείου Μόσχας για το Κείμενο της Ραβέννας), χωρίς αυτή η τιμή και η «τάξη» να συνεπάγεται και αντίστοιχες εκκλησιολογικές συνέπειες (!!!)”.
Θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος
Μιλώντας για τη θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος και τις προτάσεις της για τα θέματα Πρωτείου-συνοδικότητας ανέφερε:
“Η σχέση «πρωτείου» και συνοδικότητας είναι εκκλησιολογικά μία σχέση λειτουργικά αλληλένδετη. Δεν υφίσταται «πρωτείο» χωρίς συνοδικότητα και η σύνοδος δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς «πρώτο» (βλ. 34ος Αποστολικός κανόνας).
Η σύνοδος δεν μπορεί να έχει συμβουλευτικό αλλά αποφασιστικό χαρακτήρα ενώ ο «πρώτος» στη σύνοδο είναι εκφραστής και φορέας της ομοφωνίας ή της πλειονοψηφίας των μελών της συνόδου της οποίας προΐσταται και εγγυητής των αποφάσεών Της.
Επιπλέον η παραπάνω περιγραφείσα σχέση «πρωτείου» και συνοδικότητας εκφράζει και μία άλλη, διαφορετική θεώρηση από τη συνοδικότητα της ρωμαιοκαθολικής εκκλησιολογίας, σύμφωνα με την οποία «το κολλέγιο των επισκόπων» (collégialité) δεν συνιστά δομή η οποία υπέρκειται των τοπικών Εκκλησιών αλλά απλά και μόνο οργανο συμβουλευτικό (conciliarité) και όχι αποφασιστικό ως προς τον πάπα.
Το θέμα λοιπόν της συνοδικότητας σε σχέση προς το «πρωτείο» στη ρωμαιοκαθολική εκκλησιολογία απαιτεί αρκετή ακόμη θεολογική συζήτηση και επεξεργασία, πριν το ταυτίσουμε με την ορθόδοξη έννοια της συνοδικότητας και αυτό όχι μόνο εξαιτίας του παπικού «πρωτείου» αλλά κυρίως ως προς την αντίληψη περί της λειτουργικότητας της σχέσης «πρωτείου» και συνοδικότητας μάλιστα δε σε σχέση προς τις Τοπικές Εκκλησίες”.
Υπερτόνισε δε την ελληνική θέση πως “Ο Κωνσταντινουπόλεως φέρει τα «ίσα πρεσβεία τιμής» προς τον Ρώμης, κατά την κανονική παράδοση, «διά το είναι αυτήν Νέαν Ρώμην» και δεν είναι δεύτερος, ούτε στην τιμή, ούτε στην τάξη, όπως αναφέρεται λανθασμένα στο προτεινόμενο κείμενο”.
Μιλώντας γιαττο φλέγον ζήτημα που αφορά στην ουνία είπε πως “το πρόβλημα της ουνίας θεωρώ ότι σχετίζεται άμεσα με το θέμα κατανόησης της λειτουργίας του «πρωτείου» του επισκόπου Ρώμης στην Παγκόσμια Εκκλησία και δεν τίθεται απλά ως ζήτημα καταδίκης της ουνίας, αφού τόσο ως μοντέλο εκκλησιαστικής ένωσης, όσο και ως μέθοδος κατεδικάσθη πλήρως με το Κείμενο του Freising (1990), ενώ «αποδεικνύει τη μεγάλη σημασία της ιστορικής αυτής αποφάσεως»” και πρόσθεσε: “θεωρώ ότι η πρόταση της Εκκλησίας της Ελλάδας περί θεώρησης του θέματος της ουνίας, στο πλαίσιο της εκκλησιολογικής προσέγγισης του «πρωτείου» και της συνοδικότητος, τυγχάνει ουσιαστική, γιατί αντιμετωπίζει το όλο πρόβλημα υπό το φως των θεολογικών, κανονικών και εκκλησιολογικών κριτηρίων και όχι απλά της εκκλησιαστικής πολιτικής και διπλωματίας”
Συμπερασματικά σύμφωνα με τον Μητροπολίτης Μεσσηνίας:
“α) Ο συγκεκριμένος Διάλογος διέρχεται μία «κρίση ταυτότητας». Εάν θα συνεχίσει δηλαδή να είναι Θεολογικός Διάλογος μεταξύ Εκκλησιών ή θα μετεξελιχθεί σε ακαδημαικό διάλογο, όπως και πολλοί άλλοι.
β) Ο κατάλογος των θεμάτων που θα πρέπει να συμπεριληφθούν στο κείμενο με τίτλο : «Προς την ενότητα της πίστεως : Θεολογικά και Κανονικά Θέματα», θα οδηγήσει σε αδιέξοδο τις συζητήσεις.
γ) Η θεματολογία του δευτέρου κειμένου, με τίτλο : «Πρωτείο και Συνοδικότητα στη δεύτερη χιλιετία;και σήμερα» είναι αλυσιτελής και ατελέσφορη γιατί δεν υπάρχει η κοινή παράδοση της Αρχαίας Εκκλησίας, ως βάση συζήτησης και διαλόγου ούτε και οι εκκλησιολογικές προϋποθέσεις για μία τέτοια συζήτηση.
δ) Το θέμα της ουνίας χωρίς την εκκλησιολογική αντιμετώπισή του θα συνεχίζει να παραμένει άλυτο ως ένα εκκλησιολογικό μόρφωμα και μία «εκκλησιαστική ανωμαλία», και μόνο ως επικοινωνιακό τεκμήριο θα προβάλλεται στην επικαιρότητα
θεωρώ ότι είναι απαραίτητη μία επαναξιολόγηση της πορείας του συγκεκριμένου Θεολογικού Διαλόγου, με ειλικρίνεια και με επιδίωξη την «υπέρ της αληθείας» διακονία και όχι την «κατά της αληθείας» (Β΄ Κορ. 13, 8) συνέχιση του παρόντος Διαλόγου.
Η εφαρμογή της απόφασης της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας,1 σχετικά με την διαδικασία επαναξιολόγησης και επανεκτίμησης των μέχρι σήμερα αποτελεσμάτων του και της μελλοντικής του πορείας θα ήταν χρήσιμη, ώστε να προληφθούν τα αδιέξοδα και να συνεχίσουμε τον παρόντα Θεολογικό Διάλογο «εν αγάπη και αληθεία»”.