Μια αρκετά στρογγυλεμένη θέση για την αλλαγή φύλου βάσει του νομοσχεδίου που προωθεί η κυβέρνηση, κατέθεσε σε συνέντευξή του ο Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος στην εφημερίδα «Ελευθερία του Τύπου». “Η Εκκλησία σέβεται την ελευθερία των ανθρώπων. Νομίζω, όμως, πως σε ορισμένες περιπτώσεις, οι άνθρωποι απαιτούν από την Εκκλησία να αποδεχθεί τις επιλογές τους, χωρίς εκείνοι να έχουν αποδεχτεί τον δρόμο της” σηνειώνει σχετικά, ενώ πάντως διευκρινίζει πως δεν έχει δεχθεί ακόμη αίτημα να παντρέψει ένα ζευγάρι, με τον έναν εκ των δυο να έχει υποβληθεί σε αλλαγή φύλου.
Συγκεκριμένα ο κ .Ιγνάτιος τόνισε: “Για την Εκκλησία, το Μυστήριο του Γάμου δεν αποτελεί απλώς επισημοποίηση μιας σχέσης ή κοινωνική επιβεβαίωση μιας επιλογής. Αποτελεί δρόμο προσωπικής ολοκλήρωσης δύο ανθρωπίνων προσώπων μέσω της ολοκληρωτικής προσφοράς του ενός προς τον άλλον, αλλά και ανάληψης ευθύνης στο έργο της δημιουργίας και ανατροφής νέων ανθρώπων. Αυτό δε σημαίνει πως, αν δεν υπάρξουν παιδιά, ο γάμος θεωρείται ατελής. Το πρόβλημα υπάρχει, όταν εκ των προτέρων δύο άνθρωποι έχουν επιλέξει να περιορίσουν τον γάμο σε μια διαπροσωπική σχέση χωρίς προοπτική καρποφορίας. Η Εκκλησία σέβεται την ελευθερία των ανθρώπων. Νομίζω, όμως, πως σε ορισμένες περιπτώσεις, οι άνθρωποι απαιτούν από την Εκκλησία να αποδεχθεί τις επιλογές τους, χωρίς εκείνοι να έχουν αποδεχτεί τον δρόμο της. Στο ζήτημα του γάμου ο δρόμος αυτός είναι σαφής και δοκιμασμένος επί αιώνες. Πολύ φοβούμαι, πως τα αποτελέσματα των άλλων, πρωτόγνωρων δρόμων της εποχής μας, κρύβουν πληγές, απογοήτευση, επώδυνες συνέπειες και δύσκολη επιστροφή. (Πάντως, θα ήθελα να σας πληροφορήσω πως δεν έχω αντιμετωπίσει ακόμη τέτοιο αίτημα)”.
Όσον αφορά στο θέμα της αριστείας των μαθητών, αφού παύει πλέον και η σημαία να αποτελεί προνόμιο των αρίστων ο Μητροπολίτης Δημητριάδος έδωσε την δική του εκδοχή περί αριστείας
“Η επιδίωξη της αριστείας αποτελεί αίτημα της σύγχρονης κοινωνίας σε όλους τους τομείς. Σημασία έχει ο τρόπος και το ηθικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο επιδιώκεται και καλλιεργείται η αριστεία. Η αποστολή του σχολείου είναι να ενισχύσει την συλλογικότητα και να αναπτύξει αρχές και αξίες στα παιδιά, ώστε, στον ανταγωνιστικό κόσμο που θα βρεθούν, να προτάξουν το «εμείς» μπροστά στο αδηφάγο «εγώ» και να μεταβάλουν την προσωπική αριστεία σε εργαλείο αποστολής και προσφοράς. Με αυτές τις προϋποθέσεις, η Σημαία δεν αποτελεί επιβεβαίωση μιας ατομικής επιτυχίας, αλλά σύμβολο ευθύνης του αρίστου απέναντι σε μια κοινωνία, την οποίαν έχει χρέος να στηρίξει με την αριστεία που πέτυχε” ανέφερε.
Ερωτώμενος αναφορικά με το “πνεύμα της Εκκλησίας” είπε αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από τον τρόπο ζωής των πιστών της. “Η Εκκλησία δεν βγαίνει στο παζάρι για να πουλήσει την πραμάτεια της. Επί αιώνες καταθέτει έναν τρόπο ζωής σε κάθε κοινωνία, μέσω της μαρτυρίας της ζωής των μελών της. Ο τρόπος της ζωής της ήταν και παραμένει αντίθετος από το πνεύμα του κόσμου. Γι΄ αυτό και συχνά χλευάζεται και πολεμείται. Όσο, όμως, οι άνθρωποι της Εκκλησίας βιώνουν συνειδητά αυτόν τον διαφορετικό τρόπο ζωής, αυτή θα αποτελεί πάντα για τον κόσμο επιλογή ελπίδας κα αληθινής χαράς” συμπλήρωσε.
Μιλώντας για την οικονομική κρίση και τους νέους εξέφρασε την άποψη πως “είναι βέβαιον πως σήμερα υφιστάμεθα τις συνέπειες της επιλογής συγκεκριμένων αξιών. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί η επένδυση της σύγχρονης Ελληνικής κοινωνίας στο μοντέλο του καταναλωτισμού, με αποτέλεσμα να ταυτιστεί η αξία του ανθρώπου με την οικονομική τους επιφάνεια. Είμαι βέβαιος πως, όταν ο πόνος της διάψευσης αυτής της επιλογής καταλαγιάσει, ιδιαίτερα οι νέοι άνθρωποι θα αναζητήσουν πιο στέρεα οράματα, βασισμένα στην ανθρώπινη αλληλεγγύη και στην υπέρβαση παλαιών διαχωριστικών γραμμών, που, κατά το παρελθόν, ταλαιπώρησαν την Ελληνική κοινωνία. Σε αυτή τους την επιλογή πιστεύω ακράδαντα πως η Εκκλησία είναι σε θέση να τους εξοπλίσει με πνευματικό πλούτο και αποτελεσματικές λύσεις”.
Τέλος για την απόφαση της Βουλής για την δημιουργία μουσουλμανικού κοιμητηρίου σχολίασε πως:
“Η πατρίδα μας, μετά από πολύ πόνο και θυσίες, έμαθε να πορεύεται μέσα από τη συνύπαρξη Χριστιανών και μουσουλμάνων. Ακριβώς αυτή η εμπειρία καθιστά την δημιουργία μουσουλμανικού κοιμητηρίου ως μια αυτονόητη υποχρέωση της Ελληνικής πολιτείας να προσφέρει χώρο ταφής σε μεγάλο αριθμό πολιτών της. Μια τέτοια πράξη, όχι μόνον δεν προβληματίζει, αλλά διευκολύνει την ειρηνική συνύπαρξη, την οποίαν έχουμε ανάγκη όσο ποτέ άλλοτε”.