Κορυφώνονται οι αντιδράσεις για τα νέα Θρησκευτικά. Καταπέλτης σε ανακοίνωση της η Ένωση Θεολόγων Νομού Ημαθίας σχετικά με το νέο Πρόγραμμα Σπουδών για το μάθημα των Θρησκευτικών στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Σημειώνει πως με το νέο πρόγραμμα σπουδών που εισάγει το Νέο Πρόγραμμα Θρησκευτικών, το μέχρι πρότινος Χριστιανικό Ορθόδοξο μάθημα, μετατρέπεται σε ιδιότυπη θρησκειολογία, στην οποία αναμειγνύονται η Ορθόδοξη Πίστη με τα υπόλοιπα Δόγματα και Θρησκεύματα, δημιουργώντας σύγχυση στους μαθητές, ενώ ο ίδιος ο θεολόγος μετατρέπεται σε φορέα πανθρησκειακής προπαγάνδας και ενδεχόμενο ασκητή προσηλυτισμού εις βάρος των μαθητών σε θρησκεύματα και πνευματικούς χώρους επικίνδυνους και πνευματοκτόνους.
Ακολουθεί ολόκληρη η ανακοίνωση:
Στο υπ’ αρ. φ. Β 2920/13-9-2016 ΦΕΚ, δημοσιεύθηκε η υπ’ αρ. πρωτ. 143575/Δ2/7-9-2016 απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων με θέμα «Πρόγραμμα Σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο».
Όπως προκύπτει από το ίδιο το κείμενο του μόνου άρθρου της προσβαλλομένης, με την ανωτέρω απόφαση πραγματοποιείται μία ριζική αλλαγή στο χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο, αλλοιώνοντας τον από ιδρύσεως του Ελληνικού Κράτους μέχρι σήμερα χαρακτήρα του. Συγκεκριμένα, το μέχρι πρότινος διδασκόμενο μάθημα των θρησκευτικών, όπως αυτό ορίστηκε από τη Διεθνή Σύμβαση της Ρώμης της 4ης Νοεμβρίου 1950, το Σύνταγμα, το Νόμο και τις Δικαστικές Αποφάσεις, είχε χαρακτήρα διδακτικό της θρησκείας των μαθητών, οι οποίοι είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία στην Ελλάδα, βαπτισμένοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ενώ παράλληλα, υπήρχαν και στοιχεία θρησκειολογίας διδασκόμενα από την Στ’ Δημοτικού και μέχρι την Γ’ Λυκείου, και πάντως σε χωριστά κεφάλαια και όχι αναμεμιγμένα με τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Πίστης, την οποία δικαιωματικά διδάσκονταν οι Ορθόδοξοι μαθητές.
Παράλληλα, παρεχόταν η δυνατότητα απαλλαγής από το μάθημα για τους μη Ορθοδόξους μαθητές, ενώ υπάρχει και διδάσκεται εναλλακτικά, ομολογιακού περιεχομένου μάθημα των θρησκευτικών για τους Έλληνες Μουσουλμάνους, Εβραίους και Ρωμαιοκαθολικούς, με το οποίο οι ετερόθρησκοι και ετερόδοξοι αυτοί μαθητές, διδάσκονται, ως δικαιούνται, την πίστη των γονέων τους σύμφωνα με το ανωτέρω νομοθετικό πλαίσιο και το άρθρο 55 § 5 του ν. 4386/2016.
Με το νέο πρόγραμμα σπουδών που εισάγει το Νέο Πρόγραμμα Θρησκευτικών, το μέχρι πρότινος Χριστιανικό Ορθόδοξο μάθημα, μετατρέπεται σε ιδιότυπη θρησκειολογία, στην οποία αναμειγνύονται η Ορθόδοξη Πίστη με τα υπόλοιπα Δόγματα και Θρησκεύματα, δημιουργώντας σύγχυση στους μαθητές, ιδιαίτερα σε εκείνους των τάξεων του Δημοτικού και του Γυμνασίου, οι οποίοι κατά κανόνα λόγω του νεαρού της ηλικίας τους αγνοούν και τα βασικότερα σημεία της πίστης στην οποία ανήκουν, ως βαπτισμένοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί.
Στη διάταξη του άρθρου 3 του ισχύοντος Συντάγματος, στην κεφαλίδα του οποίου γίνεται ρητή επίκληση της «Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος», ορίζεται ότι : «1. Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. Ταυτόχρονα, στη διάταξη του άρθρου 16 [παρ. 2] του Συντάγματος ορίζεται ότι : «Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες».
Η επιχειρούμενη με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση μετατροπή του χαρακτήρα του μαθήματος, από ορθόδοξο μάθημα, σε μάθημα γνώσεων των θρησκειών, ουσιαστικά ακυρώνει το αναμφισβήτητο δικαίωμα των γονέων και των μαθητών για παροχή θρησκευτικής εκπαίδευσης, σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ο δε χώρος που δίνεται στη διδασκαλία της Ορθόδοξης Πίστης ανάμεσα στα άλλα θρησκεύματα, δεν είναι επαρκής – ούτε καν πρωτεύων – και δεν καλύπτει το δικαίωμα θρησκευτικής εκπαίδευσης κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και εν όψει του ειδικού σκοπού στον οποίον αποβλέπει το Σύνταγμα, οι Διεθνείς Συνθήκες και η κείμενη νομοθεσία.
Επιπλέον, η συνύπαρξη στα διδασκόμενα κεφάλαια στοιχείων από διαφορετικές θρησκείες, δημιουργεί σύγχυση στους μαθητές και όχι μόνο δεν καλύπτει το δικαίωμα στη θρησκευτική τους εκπαίδευση, αλλά αναμφισβήτητα καλλιεργούνται αμφιβολίες στους άπειρους και χωρίς επαρκή βαθμό για κρίση νεαρούς μαθητές, σχετικά με τη θρησκεία στην οποία ανήκουν.
Επιπρόσθετα, λόγω του ότι με την προσβαλλομένη εισάγεται η ταυτόχρονη διδασκαλία διαφορετικών προσεγγίσεων των επί μέρους θρησκειών σε διάφορα κοινωνικά θέματα που αφορούν τους μαθητές δημιουργείται ο άμεσος κίνδυνος οι μαθητές με τα νέα προγράμματα σπουδών να υιοθετούν άκριτα, πεποιθήσεις και παραδοχές, ξένες προς τη δική τους πίστη. Επιχειρείται, δηλαδή, με τα νέα προγράμματα σπουδών μία διείσδυση στη θρησκευτική τους συνείδηση, με σκοπό τη μεταβολή της, καθώς ακόμη και στην ίδια την εισηγητική έκθεση που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, γίνεται λόγος για «αναστοχασμό» των μαθητών πάνω στα θέματα της θρησκείας.
Στο δε οδηγό εκπαιδευτικού του «Προγράμματος σπουδών» σχετικά με τη νέα ύλη του μαθήματος των θρησκευτικών αναφέρεται επί λέξει ότι αυτό αποσκοπεί εις το:
«Να αφυπνίσει την αντίληψη του μαθητή, ώστε να συνειδητοποιήσει τις θρησκευτικές «προκατανοήσεις του, δηλαδή την λανθάνουσα μερικώς αρθρωμένη θρησκευτική του «παράδοση. Να τον βοηθήσει να μετακινηθεί από τις προκατανοήσεις του και να «διαλεχθεί με τις αφηγήσεις και τον λόγο βασικών θρησκευτικών αλλά και κοσμικών «παραδόσεων, που αρνούνται την θρησκευτική αλήθεια.
Άλλο απόσπασμα επεξηγεί, ότι: «Οι μαθητές είναι ανάγκη, να μην διαποτίζονται σε μία θρησκευτική άποψη, οπότε το «προτεινόμενο πρόγραμμα σπουδών τους προσφέρει ευκαιρίες να μελετήσουν και να «στοχαστούν πάνω σε διαφορετικές θρησκευτικές και φιλοσοφικές θεωρήσεις»
Κατ’ απόλυτη αντιστοιχία η διδασκαλία του μαθήματος όπως επιβάλλεται δια της προσβαλλομένης καθίσταται μη λειτουργική και αναποτελεσματική για τους μαθητές, καθώς αυταπόδεικτα δεν παρέχονται οι απαιτούμενες γνώσεις πάνω στην πίστη τους, εν προκειμένω πάνω στην Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη, στην οποία κατά τεκμήριο ανήκουν οι περισσότεροι Έλληνες.
Η πολυθρησκειακή προσέγγιση των νέων Προγραμμάτων Σπουδών στα Θρησκευτικά, όχι μόνο δεν λύνει τις απορίες τους, αλλά αντιθέτως τις αυξάνει, οδηγώντας τους σε σύγχυση και πιθανόν σε απόρριψη οποιασδήποτε θρησκευτικής παραδοχής, με το πρόσχημα της δήθεν απόλυτης ταύτισής τους.
Συμπερασματικά:
1. Το νέο Πρόγραμμα Σπουδών για το μάθημα των Θρησκευτικών αλλοιώνει τον μέχρι σήμερα Ορθόδοξο κατά βάση χαρακτήρα του μαθήματος, εντάσσοντας στην πράξη ένα μοντέλο διδασκαλίας που έχει όχι απλώς ουδετερόθρησκο, παρά κυρίως πανθρησκειακό χαρακτήρα.
2. Με τον τρόπο που επιβάλλεται να γίνει η διδασκαλία δημιουργείται ιδεολογική και πνευματική σύγχυση στους μαθητές, οι οποίοι λόγω ηλικίας δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουν και να αντιληφθούν νοήματα, εξαιτίας κυρίως της ταυτόχρονης σύγκρισης ιδεολογιών, ομολογιών και θρησκειών.
3. Η δομή του νέου Προγράμματος Σπουδών είναι άκρως προβληματική και αντιπαιδαγωγική, γιατί συσσωρεύει ανοργάνωτα και άτακτα γνώσεις από διάφορους θρησκευτικούς χώρους, χωρίς να υπάρχει από πριν η στοιχειώδης ιστορική και βάσει μιας λογικής σειράς εξέταση των θεμάτων με τα οποία ασχολείται.
4. Το νέο Πρόγραμμα Σπουδών μετατρέπει τον θεολόγο καθηγητή σε φορέα πανθρησκειακής προπαγάνδας και ενδεχόμενο ασκητή προσηλυτισμού εις βάρος των μαθητών σε θρησκεύματα και πνευματικούς χώρους επικίνδυνους και πνευματοκτόνους.
5. Το νέο Πρόγραμμα Σπουδών δημιουργήθηκε από μια ισχνή μειοψηφία ανθρώπων του εκπαιδευτικού χώρου, οι οποίοι δεν έλαβαν υπόψη τους ούτε τις θέσεις της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων, ούτε της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά ούτε κυρίως τα πορίσματα της δοκιμής του Νέου προγράμματος σε πιλοτικά σχολεία.
6. Το νέο Πρόγραμμα Σπουδών δημιουργεί αδικία και ανισονομία σε βάρος των Ορθοδόξων μαθητών, οι οποίοι, ενώ συνταγματικά έχουν κατοχυρωμένο δικαίωμα να διδάσκονται τα της θρησκείας τους, μπαίνουν σε διαδικασία ενασχόλησης με άλλες θρησκείες και μάλιστα υπό μορφή θρησκευτικού συγκρητισμού.
Και το σοβαρότερο:
7. Το νέο Πρόγραμμα σπουδών απευθύνεται μόνο σε Ορθοδόξους μαθητές στοχεύοντας στην αποδόμηση της πίστης τους, ενώ οι Ρωμαιοκαθολικοί, Μουσουλμάνοι και Εβραίοι Έλληνες μαθητές έχουν το προνόμιο να διδάσκονται ακραιφνώς μόνο τα της πίστης τους, δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο ξεκάθαρα θέμα ανισότητας και αδικίας στην αντιμετώπιση της πίστης των Ορθοδόξων μαθητών.
Κλείνουμε την ανακοίνωσή μας με τα εμπνευσμένα και επίκαιρα λόγια του Αγίου Παϊσίου: «Ἄν οἱ Χριστιανοί δέν ὁμολογήσουν, δέν ἀντιδράσουν, αὐτοί θά κάνουν χειρότερα. Ἐνῶ ἄν ἀντιδράσουν, θά τό σκεφθοῦν. Ἀλλά καί οἱ σημερινοί Χριστιανοί δέν εἶναι γιά μάχες. Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί ἦταν γερά καρύδια· ἄλλαξαν ὅλο τόν κόσμο. Καί στην βυζαντινή ἐποχή μιά εἰκόνα ἔβγαζαν ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἀντιδροῦσε ὁ κόσμος. Ἐδῶ ὁ Χριστός σταυρώθηκε, γιά νά ἀναστηθοῦμε ἐμεῖς, καί ἐμεῖς νά ἀδιαφοροῦμε! Ἄν ἡ Ἐκκλησία δέν μιλάη, γιά νά μήν ἔρθη σέ ρήξη μέ τό κράτος, ἄν οἱ μητροπολίτες δέν μιλοῦν, γιά νά τά ἔχουν καλά μέ ὅλους, γιατί τούς βοηθᾶνε στα Ἱδρύματα κ.λπ., οἱ Ἁγιορεῖτες πάλι ἄν δέν μιλοῦν, γιά νά μήν τούς κόψουν τά ἐπιδόματα, τότε ποιός θά μιλήση;»
Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Β´, Πνευματική Ἀφύπνιση, σ. 37.