Η νόσος Αλτσχάιμερ είναι γνωστό ότι επηρεάζει εγκεφαλικές λειτουργίες όπως η μνήμη, η χωρική αντίληψη, η ομιλία και η γραφή. Ωστόσο οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν πολλά για τις αλλαγές στον εγκέφαλο που σχετίζονται με την πάθηση και που μπορεί να επηρεάσουν και την όραση.
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι οι αλλαγές που συμβαίνουν στον εγκέφαλο ενός ασθενούς με Αλτσχάιμερ μπορεί να συμβαίνουν και στον αμφιβληστροειδή χιτώνα του ματιού του. Οι ερευνητές έχουν παρατηρήσει επίσης προβλήματα στην αντίληψη χρωμάτων καθώς και απώλεια οπτικού πεδίου.
Σε μια νέα μελέτη, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας – Σαν Φρανσίσκο εξέτασαν τον τρόπο με τον οποίο η νόσος Αλτσχάιμερ επηρεάζει τα μάτια, εντοπίζοντας τις επιπτώσεις μιας σπάνιας οφθαλμικής πάθησης γνωστής ως οπίσθια φλοιώδης ατροφία ή σύνδρομο Benson. Σύμφωνα με την ομάδα, περίπου το 94% των ατόμων με αυτή την πάθηση είχαν επίσης διαγνωστεί με Αλτσχάιμερ.
Τι είναι το σύνδρομο Benson
Η ατροφία του οπίσθιου φλοιού ή σύνδρομο Benson είναι μια σπάνια νευροεκφυλιστική διαταραχή που επηρεάζει την όραση.
«Η οπίσθια φλοιώδης ατροφία είναι μια προοδευτική εγκεφαλική διαταραχή που επηρεάζει τις οπτικές περιοχές του εγκεφάλου», εξήγησε στο Medical News Today ο Δρ. Γκιλ Ραμπινοβίτσι, νευρολόγος και διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου για τη νόσο Αλτσχάιμερ στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας – Σαν Φρανσίσκο και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.
«Με την πάροδο του χρόνου, η απώλεια της όρασης μπορεί να εξελιχθεί σε τύφλωση», σημείωσε.
Αλτσχάιμερ: Οι προστατευτικές ιδιότητες του ελληνικού ελαιόλαδου - Έρευνα σε τρία αμερικανικά πανεπιστήμια
Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως μεταξύ 50 και 65 ετών. Αν και μπορεί να διαφέρουν μεταξύ των ατόμων, συνήθως περιλαμβάνουν προβλήματα στην όραση, δυσκολία στην αναγνώριση ανθρώπων, τόπων και/ή αντικειμένων, αδυναμία σωστής εκτίμησης των αποστάσεων, δυσκολία στη διάκριση μεταξύ κινούμενων και ακίνητων αντικειμένων, προβλήματα στην οδήγηση, σύγχυση και αλλαγές στη συμπεριφορά.
Παρόλο που προηγούμενες μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι η ατροφία του οπίσθιου φλοιού συνδέεται συχνότερα με την παθολογία της νόσου του Αλτσχάιμερ, ο επιπολασμός της πάθησης είναι ακόμη άγνωστος. Οι ερευνητές εκτιμούν ότι μεταξύ 5-15% των ατόμων που έχουν διαγνωστεί με Αλτσχάιμερ μπορεί επίσης να πάσχουν από ατροφία του οπίσθιου φλοιού.
«Από κλινικής απόψεως, η ατροφία του οπίσθιου φλοιού είναι πιθανώς η δεύτερη πιο συχνή κλινική εμφάνιση της νόσου Αλτσχάιμερ μετά την απώλεια μνήμης, ωστόσο είναι υποαναγνωρισμένη και οι ασθενείς είτε δεν διαγιγνώσκονται ποτέ, είτε διαγιγνώσκονται λανθασμένα για χρόνια», εξήγησε ο ερευνητής.
Για τη μελέτη αυτή, ο Δρ. Ραμπινοβίτσι και η ομάδα του ανέλυσαν δεδομένα από περισσότερα από 1.000 άτομα με οπίσθια φλοιώδη ατροφία σε 36 ιατρικά ερευνητικά κέντρα σε 16 χώρες. Διαπιστώθηκε ότι περίπου το 94% των συμμετεχόντων είχαν επίσης διαγνωστεί με Αλτσχάιμερ, ενώ το υπόλοιπο 6% έπασχε από άλλες μορφές άνοιας, συμπεριλαμβανομένης της άνοιας με σωμάτια Lewy και της μετωποκροταφικής λοβιακής εκφύλισης.
Ο ερευνητής συστήνει στους οφθαλμίατρους να εξετάζουν για αυτή την πάθηση τα άτομα με αργά εξελισσόμενη απώλεια όρασης που δεν εξηγείται από πρωτοπαθή οφθαλμική νόσο.
«Οι πρώιμες εξετάσεις, όπως η μαγνητική τομογραφία, μπορούν να διευκρινίσουν αν το πρόβλημα βρίσκεται στον εγκέφαλο ή στα μάτια, καθώς η απώλεια ιστού στις οπτικές περιοχές του εγκεφάλου μπορεί να είναι σημαντική», συνέχισε.
«Περαιτέρω εξετάσεις, όπως οι σαρώσεις ΡΕΤ ή οι εξετάσεις αίματος για πρωτεΐνες της νόσου Αλτσχάιμερ, μπορούν να επιβεβαιώσουν την παρουσία ατροφίας του οπίσθιου φλοιού λόγω της νόσου Αλτσχάιμερ», πρόσθεσε.
Συμπλήρωσε δε, ότι η έγκαιρη διάγνωση της ατροφίας του οπίσθιου φλοιού μπορεί να επιτρέψει στους ανθρώπους να έχουν πρόσβαση σε καθιερωμένες θεραπείες για τη νόσο Αλτσχάιμερ, καθώς και σε νέες θεραπείες, όπως τα αντισώματα Τ που απομακρύνουν το αμυλοειδές από τον εγκέφαλο.
«Αυτές οι θεραπείες είναι πιο αποτελεσματικές όταν ξεκινούν έγκαιρα», εξήγησε. «Μια έγκαιρη και ακριβής διάγνωση μπορεί να διευκολύνει τον προγραμματισμό της φροντίδας για τους ασθενείς και τις οικογένειές τους», κατέληξε ο ερευνητής.
Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «The Lancet Neurology».