Toῦ Βασίλειου Εὐσταθίου
Δρ. Φυσικοῦ, πτ. ΕΚΠΑ Κ.Θεολογίας
Oἱ τρεὶς δυνατὲς ἐρμηνευτικὲς προσεγγίσεις τῆς ὀνομασίας “ἐκκλησίες” γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους εἶναι:
Α. Ἡ προσέγγιση τοῦ ὀνόματος “ἐκκλησίες” γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους ὡς ψευδεπίγραφος ὅρος.
Ἡ ἀποδοχὴ ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης τῆς ἱστορικῆς ὀνομασίας τῶν ἄλλων ἑτερόδοξων ”ἐκκλησιῶν” (“Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴ ὀνομασία ἄλλων ἑτερόδοξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ὁμολογιῶν”, στὴν παράγραφο 6 τοῦ κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν Κόσμον») ἄν θεωρήσει κανεῖς ὅτι μπορεῖ νὰ διαφοροποιηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀποδοχὴ ὕπαρξης ἑτεροδόξων “ἐκκλησιῶν”, ὅπως ἰσχυρίζονται ὅσοι τάσσονται ὑπέρ αὐτῆς τῆς ἀποδοχῆς, τότε ἡ χρήση τοῦ ὅρου “ἐκκλησία” εἶναι δυνατὴ ὡς ψευδώνυμο ἤ ὡς τεχνικός ὅρος. Ξεκινώντας ἀπὸ τὴν πρώτη περίπτωση, δηλαδὴ τῆς χρήσης τοῦ ὅρου ἐκκλησία ὡς ψευδώνυμο, γίνεται ἡ χρήση ψευδωνύμως, ἀφοῦ τὸ κατονομαζόμενο δὲν ἀνταποκρίνεται στὸ ὄνομα ποὺ φέρει, μὴ ἔχοντας τὴν ἰδιότητά του, καὶ τὸ ὄνομα μένει χωρὶς περιεχόμενο καὶ νόημα στὸ ὑποκείμενο ποὺ ἀποδίδεται, δηλαδὴ στοὺς ὅποιους ἑτεροδόξους, ἀφοῦ δεχόμαστε ὅτι στὴν πραγματικότητα εἶναι ἀνύπαρκτη ἐκκλησία ἑτεροδόξων. Καὶ ἔτσι καὶ εἶναι βέβαια αὐτὸ, γιατὶ ἡ πίστη τῆς ὅντως Ἐκκλησίας, τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, εἴναι ἡ μόνη ἀληθινὴ, καὶ ἐφόσον μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὴν ἔχει διαφυλάξει ἀκέραια, γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ὅντως Ἐκκλησία, ἡ Ἐκκλησία ἡ κατέχουσα τὴν πλήρη καὶ καθαρὴ ἀλήθεια. Αὐτὸ μᾶς τὸ κάνει σαφέστατο τὸ Ευαγγέλιο, τὸ ὁποῖο μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν ἀληθινὴ πίστη, ἐξηγῶντας μας τὶ ἀκριβῶς σημαῖνει Ἐκκλησία καὶ ποιὰ εἶναι αὐτή, δηλαδὴ σῶμα Ἐκείνου ποὺ μέσα ἀπὸ τὸ θεανδρικὸ πρόσωπό Του γνωρίζουμε τὸ Θεὸ, τὴν ἀλήθεια. Μὰ τότε ὡς Ἕνας Αὐτὸς, μία εἶναι καὶ ἡ Ἐκκλησία, τὸ σῶμα Του. Ἐπομένως πῶς μπορεῖ νὰ ἀναφερόμαστε ψευδωνύμως σὲ ἑτερόδοξες “ἐκκλησίες”, δηλαδὴ σὲ ἑτεροδόξους μὲ ἕτερη πίστη, ξένη τῆς ἀληθινῆς καὶ κατὰ συνέπεια μὴ δυνάμενης νὰ φωτίσει καὶ νὰ σώσει, ἡ ὁποία μὲ ἁγιογραφικὰ καὶ ἁγιοπατερικὰ λόγια καλεῖται αἱρετική, χρησιμοποιῶντας γι’ αὐτοὺς μιὰ τέτοια ὀνομασία, ἐκκλησία δηλαδή, ποὺ συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν μία καὶ μόνη ἀλήθεια τοῦ Ευαγγελίου (βλέπε καὶ γιὰ τὰ “ἕτερα εὐαγγέλια” στὸ Παράρτημα Α); Μετὰ ἀπὸ ὅλα τὰ παραπάνω εἶναι σαφέστατο ὅτι μιὰ τέτοια χρήση τοῦ ὅρου “ἐκκλησία” σὲ ἐπίσημο συνοδικὸ κείμενο τῆς Ἐκκλησίας δὲν θὰ μποροῦσε παρὰ νὰ ἀποτελεῖ πασιφανὲς ἀτόπημα.
Τὸ ἀνακοινωθὲν τῆς Ἱερῆς Συνόδου Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας στὶς 15 Νοεμβρίου 2016 εἶχε ἀναφερθεῖ στὴν πιθανὴ αὐτὴ τὴν χρήση τοῦ ὅρου “ἐκκλησίες” γιὰ τοὺς ἑτερόδοξους ὡς ἐξῆς: «Η προσθήκη της έκφρασης “ιστορική ονομασία” και η διευκρίνιση ότι οι ετερόδοξες ομολογίες δεν είναι σε κοινωνία με την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αλλάζει την προβληματική φύση και το επισφαλές του συγκεκριμένου κειμένου…Οποιοδήποτε κατάλληλο όνομα που προκύπτει στην ιστορία αντανακλά τη συγκεκριμένη ουσία, την υπάρχουσα πραγματικότητα. Διαφορετικά, είναι μία έννοια χωρίς πραγματικό νόημα, απλά κάποιο είδος ονόματος χωρίς πραγματικό αντικείμενο που να το εκφράζει και να το αντανακλά. Μία τέτοια ονομασία χωρίς πραγματικό αντικείμενο είναι μία μυθοπλασία. Σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να σημειωθεί στο συνοδικό έγγραφο ότι η «ιστορική ονομασία» των “εκκλησιών”, αναφερόμενη σε αυτές τις κοινότητες που εξέπεσαν μακριά από την Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι μία πλασματική ονομασία, χωρίς καμία πραγματική αναφορά στην πραγματικότητα. Αν δεν διατυπώσουμε αυτήν την επιφύλαξη, στη συνέχεια, η ιστορική ονομασία “ετερόδοξες εκκλησίες” θα έχει την πραγματική ιστορική αναφορά της σε αυτό στο οποίο αναφέρεται. Δηλαδή, θα αναγνωρίσουμε μία πραγματική ύπαρξη των άλλων εκκλησιών, διαφορετική από την Ορθόδοξη, η οποία σαφώς έρχεται σε αντίθεση με την παράγραφο 1 και με τις πρώτες λέξεις της παραγράφου 6 του παρόντος εγγράφου (Η Εκκλησία είναι η Μία και μοναδική)». Τὸ ἴδιο τὸ κείμενο βέβαια δὲν ἀναφέρει πουθενὰ ὅτι χρησιμοποιεῖ τὸν συγκεκριμένο ὅρο μὲ τέτοιο τρόπο, ἐνῶ οἱ ὑπέρμαχοι τῆς χρήσης τοῦ ὅρου αὐτοῦ, ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ ἀποδοχὴ τῆς ἱστορικῆς ὀνομασίας “ἄλλων ἑτερόδοξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν” δὲν σημαίνει σὲ καμιὰ περίπτωση τὴν ἀποδοχὴ ὕπαρξης ἑτεροδόξων “ἐκκλησιῶν”, προσπαθοῦν νὰ δικαιολογήσουν καὶ νὰ βασίσουν τὸν ἰσχυρισμό τους στὴν ἐξήγηση τῆς χρήσεως αὐτῆς τῆς ὀνομασίας ὡς τεχνικοῦ ὅρου.
Β. Ἡ προσέγγιση τοῦ ὀνόματος “ἐκκλησίες” γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους ὡς τεχνικὸς ὅρος (“terminus technicus”).
Ὅλοι ποὺ παρακολουθοῦν τὰ ἐκκλησιαστικὰ γεγονότα γνωρίζουν ὅτι ἡ φράση «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴ ὀνομασία ἄλλων ἑτερόδοξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ὁμολογιῶν» ποὺ ἐνέκρινε ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης ἦταν προϊὸν τῶν διαλόγων ποὺ ἔγιναν κάτω ἀπὸ πιέσεις Προκαθήμενων προς Προκαθήμενους, Προκαθήμενων πρὸς Ἱεράρχες τους, Ἱεραρχῶν πρὸς Ἱεραρχῶν μέσα στὸ ἑλάχιστο χρονικὸ περιθώριο λίγων ὡρῶν κατὰ τὴν τελευταῖα ἠμέρα τῆς διεξαγωγῆς τῆς Συνόδου, στοὺς ὁποίους διαλόγους ὑπήρχαν καὶ πλήθος ἄλλα βαρυσήμαντα ζητήματα νὰ συζητηθοῦν (ἑνότητα μὲ τοὺς μὴ Ὁρθοδόξους, διαχριστιανικοὶ καὶ διαθρησκειακοὶ διάλογοι, προοπτικὲς διαλόγων, συμμετοχὴ στὸ ΠΣΕ καὶ δήλωση Τορόντο, ὑπογραφὴ κοινῶν κειμένων, φονταμελισμὸς καὶ προσηλυτισμός κ.α.), πρὶν τοὺς ὁποίους κανεῖς μὰ κανεὶς δὲν ὁμιλοῦσε γιὰ θέμα ὁνομασίας τῶν ἑτεροδόξων ὡς “ἐκκλησίες”, ἀλλὰ τὸ προσυνοδικὸ κείμενο ἀναφερόταν σὲ ὕπαρξη “ἐκκλησιῶν” μὴ Ὀρθοδόξων («Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν»). Εἶναι πρόδηλο ὅτι ἡ φράση στὸ τελικὸ κείμενο προήλθε ἐκ τῆς ἀδιεξόδου καταστάσεως στὴν ὁποῖα βρέθηκαν οἱ ἐπιδιώκοντες νὰ συσχετίσουν τὸ ὄνομα τῆς Ἐκκλησίας μὲ μὴ Ὀρθοδόξους, ὅταν βρέθηκαν μπροστὰ στὴν ἄρνηση τῶν ὑπολοίπων νὰ δεχθοῦν τὴν ἀναγνώριση τῆς ὕπαρξης μὴ Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ὅμως ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ γινόταν ἡ συσχέτιση μὲ τὸν ὁποιοδήποτε τρόπο. Τὸ ὄνομα αὐτὸ γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους ἔπρεπε νὰ μείνει. Ἄν δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ πετύχουν μὲ τὴν ἀναγνώρισή τῆς ὕπαρξης τῶν ἑτεροδόξων ὡς “ἐκκλησίες”, ἄς γινόταν ἀποδεκτὸ μόνο τὸ ὄνομα καθ’ ἑαυτό. Ἄν χρειαζόταν στὴν κρίσιμη ὥρα, θὰ ἔκαναν καὶ ἄλλη μιὰ ὑποχώρηση καὶ θὰ πρόσθεταν καὶ τὸν προσδιορισμὸ “ἑτεροδόξων”. Ἀρκεῖ νὰ μὴν ἀπομακρυνόταν ἐντελῶς ἀπὸ τὸ συνοδικὸ κείμενο ἡ ὀνομασία αὐτὴ γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους. Ἦταν ἕνα καίριο ζήτημα ὅλης τῆς Συνόδου, κατὰ τὴν γνώμη μας καὶ ὄχι μόνο. Ὅτι σημαντικότερο σὲ αὐτή, ἡ ψυχή της. Καὶ ὁπωσδήποτε αὐτοὶ ποὺ τὸ ἐπιδίωκαν καὶ ἀγωνίζονταν γι᾿ αὐτό, ἦταν προετοιμασμένοι γιὰ τὴν ἀντίδραση ποὺ θὰ συναντοῦσαν καὶ εἶχαν ἕτοιμες τὶς ἐναλλακτικὲς λύσεις. Καὶ τὸ πέτυχαν τελικὰ.
Πῶς ὅμως θὰ μποροῦσε νὰ δικαιολογηθεῖ ἡ χρήση τῆς ὀνομασίας “ἐκκλησία” γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους, ὅταν οἱ τασσόμενοι ὑπὲρ τῆς χρήσης αὐτῆς τῆς ὀνομασίας τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ τὴν χρησιμοποιοῦν ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι δὲν ὑπάρχουν ὡς Ἐκκλησία, ἤ μὲ ἄλλα λόγια οἱ ἑτερόδοξοι δὲν εἶναι Ἐκκλησία. Λέγονται “ἐκκλησία”, ἀλλὰ δὲν εἶναι. Καλὰ, ὡς ἄνθρωποι, ἄλλος λίγο, ἄλλος πολύ, συνηθίζουμε νὰ ἐκφραζόμαστε στὸν καθημερινὸ μας λόγο μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο (“ἐγὼ δὲ εἶπα ἐν τῇ ἐκστάσει μου· πᾶς ἄνθρωπος ψεύστης.”, Ψ. 115,2). Ὅμως τὸ νὰ συναντάμε κάτι τέτοιο σὲ συνοδικό κείμενο, ποὺ θὰ περιμέναμε νὰ ἀποτελεῖ ἁγιοπνευματικὴ ἔκφραση, δὲν εἶναι κάτι παράδοξο; Τότε ἡ ὄντως Ἐκκλησία ποὺ ἀναφέρεται, ὄχι μόνο στὸ ἴδιο κείμενο, ἀλλὰ στὴν ἴδια πρόταση “Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται…”), δὲν ἔρχεται καὶ αὐτὴ σὲ κατάσταση “ἐν ἀμφιβόλω”; Eἶναι αὐτὴ Ἐκκλησία, ἤ μήπως καὶ αὐτὴ τὴν ὀνομάζουμε ἔτσι χωρὶς νὰ εἶναι; Ἤ ἔστω καὶ χωρὶς νὰ εἶναι ἔτσι ἀκριβῶς ὅπως τὴν νομίζουμε ὅτι εἶναι ὡς τῶρα. Ἀλλὰ εἶναι “λίγο” αὐτὴ, καὶ εἶναι “λίγο” καὶ οἱ “ἄλλες”, ποὺ μόλις τὶς ἀποδώσαμε τὸν ὅρο “’ἐκκλησίες” στὴν ἴδια φράση. Σὲ αὐτὸ τὸ τελευταίο θὰ ἐπανέλθουμε στὴν τρίτη προσέγγιση παρακάτω, ἐνῶ τώρα θὰ μείνουμε στὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι, ἔστω καὶ ἄν τοὺς ὀνομάζουμε ἔτσι, οἱ ἑτερόδοξοι δὲν ὑπάρχουν ὡς Ἐκκλησία. Πῶς εἶναι κάτι τέτοιο δυνατόν λοιπόν στὸ συνοδικὸ κείμενο; Ἐδῶ ἦρθε ἡ ἀπάντηση τῶν ὑπέρμαχων τῆς φράσης μὲ τὴν ὀνομασία αὐτή: Ὡς τεχνικός ὅρος.
Ὅμως ἐξηγεῖ πολὺ σωστὰ ὁ σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος στὸ σχετικὸ κείμενό του “Ὁ ὅρος «Ἐκκλησίες» ὡς «τεχνικὸς ὅρος»”, ὅτι ἕνας τεχνικὸς ὅρος ἐξ ὁρισμοῦ πρέπει νὰ προσδιορίζεται μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια καὶ σαφήνεια ὡς προϊὸν συμφωνίας μεταξὺ τῶν εἰδικῶν γιὰ νὰ ἀποφεύγεται ἡ ὁποιαδήποτε ἀμφισημία. Γι᾿ αὐτὸ οἱ τεχνικοὶ ὅροι καταχωρίζονται σὲ εἰδικὰ λεξικά. Διαφορετικὰ ἄν ὁ τεχνικὸς ὅρος δὲν προσδιορίζεται μὲ ἀκρίβεια, χωρὶς νὰ ἀποτελεῖ προϊὸν συμφωνίας, καὶ χρησιμοποιεῖται εὐκαιριακὰ καὶ συμβατικά χάριν συνεννοήσεως σὲ μιὰ συγκεκριμένη περίσταση, τίθεται σὲ ἀμφιβολία καὶ αὐτοκαταργεῖται ὡς τεχνικὸς ὅρος. Στὴν περίπτωση μας, ὅμως ποὺ ἐξηγεῖται ἡ ἀκριβὴς σημασία τοῦ ὑποτιθέμενου τεχνικοῦ ὅρου; Ἀπολύτως πουθενά. Ἀντιθέτως εἶναι προφανέστατα λογικό ὁ ὁποιοσδήποτε νὰ θεωρήσει τὸν ὅρο “ἐκκλησίες” γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους ὡς λαμβάνων τὸ ἴδιο περιεχόμενο μὲ τὴν ὀνομασία Ἐκκλησία, ὅπως χρησιμοποιεῖται ἐξ᾿ ἀρχῆς στὸ κείμενο (“Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία”), σὲ συμφωνία μὲ ἄλλα συνοδικὰ θεολογικὰ κείμενα τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς βέβαια νὰ ἀποτελεῖ οὔτε στὸ ἑλάχιστο παράγοντα ἀποτροπῆς κάτι τέτοιου ἡ φράση ποὺ παρεμβάλλεται “τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς”, ἡ ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ ἐπηρεάσει τὸ περιεχόμενο τῆς ὀνομασίας “Ἐκκλησία”, ἀλλὰ ἀντίθετα ἐξαρτάται ἀπὸ ἀυτό. Στὴν πραγματικότητα μὲ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς φράσης “ἄλλων ἑτερόδοξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν” γίνεται προσπάθεια νὰ συνδεθοὺν τὰ ἀσύνδετα μέσω ἑνὸς εἴδους ἐκκλησιολογικοῦ ἀποφατισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἐκτὸς τοῦ ὅτι εἶναι ξένος πρὸς τὸν ἐμπειρικὸ θεολογικὸ ἀποφατισμὸ καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν μιμηθεῖ, δὲν εἶναι δυνατὸν οὔτε καὶ νὰ γίνεται προσπάθεια συσχέτισης του ἰδίου μὲ τὴν ἀσαφὴ ἔκφρασή του μὲ τὴν ἔννοια τοῦ “τεχνικοῦ ὅρου”, ὁ ὁποῖος ἐξ ὁρισμοῦ ὀφείλει νὰ εἶναι ὅσο τὸ δυνατὸν ἀκριβέστερος. Ἂν λοιπὸν κάποιοι ὅντως εἰλικρινῶς ὑποστηρίζουν τὴν χρήση τῆς ὀνομασίας “ἐκκλησίες” γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους, πιστεύοντας ὅτι μπορεῖ αὐτὸ νὰ γίνει χωρὶς ταυτόχρονα νὰ δέχονται σὲ καμιὰ περίπτωση καὶ τὴν ὕπαρξη αὐτῶν τῶν “ἑτεροδόξων ἐκκλησιῶν”, ἐννοῶντας την ὡς “τεχνικὸ ὅρο”, ἄν καὶ στὸ κείμενο τίποτα δὲν δικαιολογεῖ τὴν μὲ τέτοιο τρόπο χρήση αὐτῆς τῆς ὀνομασίας (δηλαδὴ ὡς ”τεχνικοῦ ὅρου”), δὲν ἀποτελεῖ αὐτὴ ἡ ἐπιλογή τους τελικὰ μιὰ πλήρη ἀποτυχία, τὰ ἀποτελέσματα τῆς ὁποίας ἀναμένονται νὰ εἶναι μόνο κακότυχα καὶ πιθανὸν ὁδυνηρα;
Ποὺ ἀλλοῦ ἄλλωστε σὲ δογματικὸ κείμενο τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποιήθηκαν τεχνικοὶ ὅροι, ἔστω καὶ ἄλλοι, καὶ μάλιστα μὲ περιεχόμενο ὅπως ὁρίζουν οἱ ἐκτὸς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ οἱ μὴ Ὀρθόδοξοι, οἱ ἑτερόδοξοι, ὅπως ἐδῶ ὀνομάζονται οἱ ἑτερόδοξοι “ἐκκλησίες”, σύμφωνα μὲ τὴν ἄποψη τὴν δική τους ὅτι εἶναι καὶ μποροῦν νὰ ἀποκαλοῦνται “ἐκκλησίες”. Αὐτὸς εἶναι ἄλλωστε ὁ ρόλος τῶν συνόδων τῆς Ἐκκλησίας νὰ ὁρίζουν σὲ θέματα πίστεως μὲ ἀκρίβεια τὶς λέξεις καὶ τοὺς ὅρους καὶ νὰ τοὺς δίνουν τὸ σωστὸ Ὀρθόδοξο περιεχόμενο, ποὺ διαφυλάσσει τὴν ἀλήθεια καὶ ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ἑτερόδοξους ποὺ τοὺς δίνουν αἱρετικὸ περιεχόμενο, ποὺ ἀλλοιώνει τὴν ἀλήθεια καὶ, ἀντὶ νὰ σώζει, παραπλανά. Στὴν περίπτωσή μας μέσα στὸ συνοδικὸ κείμενο, ὅσον ἀφορὰ τὴν λέξη ἐκκλησία, εἶτε ὡς “Ἐκκλησία”, εἶτε ὡς “ἐκκλησίες”, αὐτὴ παύει νὰ ἔχει τὸ σαφὴ μονοσήμαντο εὐαγγελικὸ νόημα ποὺ τῆς ἀποδιδόταν ὡς τώρα στὰ συνοδικὰ κείμενα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ναὶ δὲν σημαίνει πιὰ ὁπωσδήποτε ναί, οὔτε τὸ οὑ σημαίνει ὁπωσδήποτε οὑ, σὲ ἀντίθεση μὲ ὅτι ἐντέλλεται ὁ Κυριακὸς λόγος: “ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὒ οὔ·”, Μτ. 5,37. Oἱ παρακαταθήκες ὅμως ποὺ λάβαμε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες οἱ ὁποῖοι δίδασκαν τὴν θεολογία μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τους καὶ ἀγαποῦσαν τοὺς ἑτερόδοξους ὄχι μόνο μὲ τὰ λόγια, ἀλλὰ ἀληθινὰ, ἐκφραζόμενοι μὲ διάκριση καὶ ὁμολογῶντας μὲ θάρρος, δὲν ἀναφέρουν τίποτα γιὰ παιχνίδια λέξεων καὶ ἄσκηση διπλωματίας, ὥστε ὅταν κάποιος βρίσκεται μὲ ὁμόδοξούς του νὰ χρησιμοποιεῖ ἄλλες λέξεις καὶ ἐκφράσεις, καὶ ὅταν βρίσκεται μὲ ἑτεροδόξους νὰ χρησιμοποιεῖ ἄλλες. Εἶναι ἀκριβῶς σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὅμως ποὺ ὁδηγούμαστε σὲ αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ συμβαῖνει μὲ τὴν χρήση τοῦ ὀνόματος “ἐκκλησίες” γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους ποὺ ἔγινε ἀποδεκτὴ στὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης, ὅπως αὐτὸ μαρτυρεῖ καὶ τὸ ἴδιο τὸ συνοδικὸ κείμενο, σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς δύο ἄλλες δυνατὲς προσεγγίσεις ποὺ ἤδη ἀναφέραμε. Γι᾿ αὐτὲς τὶς δύο, ὅπως ἐπισημάναμε παραπάνω, δὲν βρίσκονται ἐρείσματα στὸ κείμενο στὴν παροῦσα του μορφή, ὅσο κι ἄν προσπαθοῦν στὴν δεύτερη ἀπὸ αὐτὲς νὰ βασίζουν αὐτὴ τὴν χρήση αὐτοῦ τοῦ ὀνόματος, ἀλλὰ ἡ ἐξήγηση τῆς προσεγγίσεως αὐτῆς ὅτι τὴν χρησιμοποιοῦν ὡς τεχνικὸ ὅρο εἶναι ὁλοφάνερα ἀδύνατον νὰ τοὺς δικαιώσει.
Γ. Ἡ προσέγγιση τοῦ ὀνόματος “ἐκκλησίες” γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους ὡς ἀποδίδουσα ἐκκλησιαστικότητα σὲ αὐτοὺς.
Ἐνῶ στὴ πρώτη παράγραφο τοῦ συνοδικοῦ κειμένου σαφῶς δηλώνεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία (“Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία”), στὴν ἕκτη παράγραφο γίνεται διάκριση μεταξὺ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὑπάρχει ἑνωμένη (“Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ”), καὶ «ἐκκλησιῶν» κατ’ ὄνομα, ὅπου ὡς “ἐκκλησίες” μποροῦν νὰ ὀνομάζονται μέσα στὴν ἱστορία καὶ οἱ ἑτερόδοξοι, ποὺ δὲν βρίσκονται σὲ κοινωνία μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους (“ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν”). Ὁπότε ὅποιος πιστεύει ὄτι ἠ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ὅπως καὶ τὸ ἴδιο τὸ κείμενο γράφει ξεκάθαρα παραπάνω, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ καταλαβαίνει, σύμφωνα καὶ μὲ τὸ ἴδιο τὸ κείμενο ἔως ἐδῶ, ὅτι προφανῶς στὴν ἀρχὴ τῆς ἕκτης παραγράφου ποὺ ἀναφέρεται ἡ Ἐκκλησία τῆς ὁποίας “ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ”, πάλι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐννοεῖται ὡς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καὶ Ἀποστολική Ἐκκλησία. Ὅμως μετά ἀπὸ αὐτὸν τὸν διαχωρισμὸ ὅπου θεωρεῖται ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν μιὰ ὀντολογικὰ, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὀνοματολογικά καὶ φαινομενολογικά, ὁ ὁποῖος εἶναι καινοφανῆς καὶ ἄγνωστος στοὺς δογματικοὺς ὅρους καὶ στοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ οἰκουμενικοῦ κύρους Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας μας, προερχόμενος ἀπὸ τὸν χώρο τοῦ φιλοσοφικοῦ καὶ ἀκαδημαϊκοῦ στοχασμοῦ, εἶναι πιὰ ἀδύνατον νὰ καθοριστεῖ σαφῶς καὶ μονοσήμαντα, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ταυτίζεται μὲ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.
Ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο καὶ στὴν συνέχεια ὅταν τὸ κείμενο γράφει “Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία” εἶναι ἀσαφὲς καὶ ἀδιευκρίνιστο πῶς τὸ ἐννοεῖ. Εἶναι αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία τῆς ὀντολογικῆς θεώρησης ποὺ “ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ”, ἤ θεωρεῖται αὐτὴ φαινομενολογικά, ὅπως συνηγορεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀναφέρεται στὴν ἴδια πρόταση μαζὶ μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς ὀνομασίας “ἐκκλησίες” γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους, ἐνῶ δὲν βρίσκεται στὴν πρόταση ἀμέσως προηγουμένως ὅπου γίνεται ἀναφορὰ στὴν ὀντολογία καὶ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ διευκρινίζεται ποιὰ εἶναι ἡ ἑνωμένη Ἐκκλησία; Μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἔχει γραφεῖ τὸ κείμενο, τὸ ὅνομα “Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία” μετὰ τὴν ἕκτη παράγραφο θεωρεῖται μόνο φαινομενολογικά, μαζὶ μὲ τὰ ὑπόλοιπα ὁνόματα τῶν ἄλλων “ἐκκλησιῶν” γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους, ὁ τρόπος τῆς συσχέτισης τοῦ ὁποῖου μὲ τὴν Ἐκκλησία τοῦ ὀντολογικοῦ ἐπιπέδου εἶναι ἐντελῶς ἀκαθόριστος καὶ ἀσαφής, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν καὶ τῶν ἕτερων μὴ Ὀρθοδόξων “ἐκκλησιῶν”. Αὐτὸ σημαίνει μὲ ἄλλα λόγια ὅτι εἶναι ἐντελῶς ἀκαθόριστο μετὰ τὸν διαχωρισμὸ αὐτὸ στὴν ἀρχὴ τῆς ἕκτης παραγράφου τοῦ κειμένου, τὸ ὀντολογικὸ ἀντίκρυσμα τοῦ ὀνόματος τόσο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὅσο καὶ αὐτοῦ τῶν ἑτερόδοξων “ἐκκλησιῶν”, τὸ ὁποῖο ἀποδέχεται σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο τὸ κείμενο. Πιὸ ἁπλὰ, τίποτα δὲν διασφαλίζει ὅτι πλέον ὅταν λέμε Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὴν ἐννοοῦμε ὑπαρκτὴ ὡς τὴν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ τίποτα δὲν ἐμποδίζει τοὺς ἑτεροδόξους μαζὶ μὲ τὴν ὀνομασία τους ὡς “’ἐκκλησίες”, νὰ λαμβάνουν καὶ κάποια, χωρὶς νὰ προσδιορίζεται λίγη ἤ πολὺ, ὕπαρξη ὡς “’ἐκκλησίες”, δηλαδὴ κάποια ἐκκλησιαστικότητα. Βλέπουμε ἔτσι ὅτι ἐνῶ πολὺ παρακάτω (παρ. 21) τὸ κείμενο γράφει αὐτὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ τονίζει ἤδη ἀπὸ ἐδῶ (παρ. 6) ὅτι «αἱ μή Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι παρεξέκλιναν ἐκ τῆς ἀληθοῦς πίστεως τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας», ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως δὲν διευκρινίζει καθῶς ὀφείλει ἄν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διαφυλάττει τὴν ἀποστολικὴ πίστη καὶ παράδοση καὶ κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς ἀλήθειας.
Ἔτσι τὰ περὶ ὁνόματος ποὺ δὲν τὸ συνοδεύει ἡ ὕπαρξη, τὰ περὶ τεχνικῶν ὅρων καὶ ὅτι ἄλλο σχετικὸ μὲ αὐτὰ, ἁπλὰ τίθενται στὸ σύνολό τους ἐκτὸς πραγματικότητας ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ κείμενο. Ἀντὶ γι᾿ αὐτὰ, τὸ πνεῦμα τῆς ἀρχῆς τῆς περιεκτικότητας μέσω τῆς πρόδηλης καὶ οὐσιαστικῆς ἀντιστοιχίας τῆς διάκρισης θεωρίας τῆς Ἐκκλησίας μεταξὺ ὀντολογικοῦ (ὅπου τότε μόνο ὑπάρχει ἡ ἑνότητα καὶ ἀποκλειστικότητα) καὶ φαινομενολογικοῦ (ὅπου εἶναι κοινὴ ἡ ὀνομασία τῆς Ἐκκλησίας μας μέσα στὴν ἱστορία μὲ αὐτὴ κοινοτήτων καὶ ὁμάδων ἑτέρων δογμάτων) ἐπιπέδου πρὸς τὴν διάκριση μεταξὺ αὀράτου (ἑνωμένης καὶ μόνης) καὶ ὁρατῆς (μέσα στὴν ἱστορία μυστηριακὰ διασπασμένης καὶ δογματικὰ πλουραλιστικῆς) Ἐκκλησίας τῆς ὁμώνυμης θεωρίας, ἡ ὁποία ἔχει συνοδούς της καὶ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες σχετικὲς θεωρίες (κλάδων) καὶ θεολογίες (βαπτισματικὴ), εἰσέρχεται ἀθόρυβα καὶ διαπνέει ἀπαρατήρητα τὸ κείμενο, ὥστε νὰ τείνει νὰ τὸ καταστήσει ἔτσι ἀκόλουθο τῆς δήλωσης τοῦ Τορόντο καὶ φορέα προϋποθέσεων ἴδιων μὲ αὐτῆς, ἐναρμονίζοντάς το μὲ αὐτή. Καὶ αὐτὸ τὸ ἐπιβεβαιώνει παράλληλα καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι παρουσιάζεται νὰ τὴν ἐγκρίνει χωρὶς προσχήματα. Τὸ συνοδικὸ κείμενο λοιπὸν ἀναφέρεται στὴν δήλωση τοῦ Τορόντο γράφοντας (παρ.19): ”Ἔχουν δέ βαθεῖαν τήν πεποίθησιν ὅτι αἱ ἐκκλησιολογικαί προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto (1950), τιτλοφορουμένης «Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καί τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν», εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας διά τήν Ὀρθόδοξον συμμετοχήν εἰς τό Συμβούλιον. Ὅθεν, αὐτονόητον, ὅτι τό Π.Σ.Ε. δέν εἶναι καί ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει ἐπιτρέπεται νά καταστῇ ὑπέρ-Ἐκκλησία.”. Γράφει λοιπὸν ὅτι “αἱ ἐκκλησιολογικαί προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto ….εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας”, ἐνῶ ἡ δήλωση σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν ἐννοεῖ ὡς Μία Ἐκκλησία τὴν Ὀρθόδοξη, ἀλλὰ ἀντίθετα τοποθετεῖ καὶ αὐτὴν ἀνάμεσα στὶς “ἐκκλησίες” τῶν ἄλλων μὴ Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἐνῶ δέχεται ὅτι ἡ Μία Ἐκκλησία εἶναι αὐτὴ στὴν ὁποῖα εἶναι περιεκτικότερο νὰ ἀνήκει κάθε πιστὸς, περιλαμβανομένων καὶ τῶν πιστῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀπὸ ὅτι νὰ ἀνήκει στὴν ἐκκλησία του. Κατὰ τὰ ἄλλα: “τό Π.Σ.Ε. δέν εἶναι καί ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει ἐπιτρέπεται νά καταστῇ ὑπέρ-Ἐκκλησία”. Καὶ ἄν δὲν τὴν ποῦμε Π.Σ.Ε. αὐτὴν τὴν “ἐκκλησία” στὴν ὁποία εἶναι περιεκτικότερο νὰ ἀνήκει ἕνας πιστὸς ἀπὸ ὅτι στὴν ἐκκλησία του, κατὰ τὴν δήλωση τοῦ Τορόντο, ὅμως ἡ ὕπαρξη μιὰς τέτοιας “ὑπερ-ἐκκλησίας” γίνεται τελικὰ ἀποδεκτή, θεμελιωμένη στὴν ἀρχὴ τῆς περιεκτικότητας, σὲ συμφωνία μὲ τὴν θεωρία περὶ αὀράτου καὶ ὁρατῆς ἐκκλησίας, καὶ ἔτσι βέβαια καταργεῖται ἡ ἀρχὴ τῆς ἀποκλειστικότητας στὴν ὁποῖα θεμελειώνεται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία.
Αὐτὸ φαίνεται ξεκάθαρα μάλιστα παρακάτω στὸ συνοδικὸ κείμενο (παρ.19), ὅπου ἀναφέρεται ἡ ἐξῆς θέση τῆς δήλωσης τοῦ Τορόντο: ”τό γεγονός τῆς ἐντάξεως αὐτῆς εἰς τό Συμβούλιον δέν συνεπάγεται ὅτι ἑκάστη Ἐκκλησία ὀφείλει νά θεωρῇ τάς ἄλλας ὡς Ἐκκλησίας ὑπό τήν ἀληθῆ καί πλήρη ἔννοιαν τοῦ ὅρου”. Μὲ τὴν λέξη “πλήρη” ὑποδηλώνεται ὅτι ναὶ μὲν δὲν εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀποδεχθεῖ κάθε μέλος τοῦ ΠΣΕ τὰ ἄλλα μέλη ὡς ἀληθινὰ πλήρεις Ἐκκλησίες, ὡστόσο ὅμως αὐτὸ κάθε ἄλλο παρὰ τοῦ ἐξασφαλίζει καὶ τὸ δικαίωμα νὰ ἰσχυρίζεται ὅτι τὰ ἄλλα μέλη δὲν ἀποτελοῦν μὲ κανένα τρόπο ἐκκλησίες, οὔτε στὸ ἑλάχιστο, χωρὶς νὰ ἔχουν καμιὰ ἐκκλησιαστικότητα. Ἔτσι ἡ παραπάνω αὐτὴ θέση, ἐνῶ εἶναι ἀπολύτως συμβατὴ μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς περιεκτικότητας ἐπιτρέποντας τὴν ἀπόδοση κάποιας ἐκκλησιαστικότητας σὲ ὅλα τὰ μέλη τοῦ ΠΣΕ, δὲν μπορεῖ ταυτόχρονα νὰ ἀφήνει χώρο καὶ γιὰ τὴν ἀρχὴ τῆς ἀποκλειστικότητας, ἀλλὰ ἡ προώθηση τῆς ἀρχῆς τῆς περιεκτικότητας σημαῖνει τὴν περιθωριοποίησή της. Καὶ εἶναι βέβαια αὐτὸ ἀναπόφευκτο, γιατὶ οἱ δύο ἀρχὲς εἶναι ἀλληλοαποκλειόμενες καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συνυπάρχουν.
Στὰ ἵδια συμπεράσματα περὶ τῆς φύσεως καὶ τοῦ νοήματος τοῦ συνοδικοῦ κειμένου καταλήγουμε καὶ ἀπὸ ἄλλα σημεῖα του, ὅπως ἡ παρ. 20 ποὺ ἀναφέρει ὅτι “Αἱ προοπτικαί τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τοῦ λοιποῦ χριστιανικοῦ κόσμου προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καί τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως”, χωρὶς νὰ διευκρινίζει μὲ σαφήνεια τὰ γνωρίσματα τῆς “ἤδη διαμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως”, ἀφήνοντας περιθώρια γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τῆς ἄμεσα συσχετιζόμενης μὲ τὶς παραπάνω ἐκκλησιολογικὲς ἀποκλίσεις ποὺ ἀναφέραμε βαπτισματικῆς θεολογίας. Εἶναι τοῦ ἥλιου φαεινότερο, ὅπως διαπιστώνουμε μέσα ἀπὸ τὴν ὅλη τὴν σύνθεση τοῦ κειμένου, σύμφωνα μὲ τὰ ὅσα ἀναλύσαμε παραπάνω, ὅτι ἡ ὀνομασία τῶν ἑτεροδόξων ὡς “ἐκκλησίες”, οὔτε ἀποσκοπεῖ νὰ ἐννοήσει, οὔτε ἐννοεῖ, κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ ὀνομασία ἡ ὁποία ἔχει ἐκκλησιολογικὸ περιεχόμενο καὶ ἀποδίδει μερικὴ ἐκκλησιαστικότητα στὸ ὀνομαζόμενο.
Ἡ ὀνομασία “ἐκκλησίες” γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους καὶ ὁ δυνατός τρόπος ἑνότητάς τους μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
α. Tὸ συνοδικὸ κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν Κόσμον».
Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀποδίδεται σὲ ὁποιαδήποτε ὁμάδα ἤ κοινότητα ἑτεροδόξων ἡ ὀνομασία “ἐκκλησία” σὲ συνοδικὸ κείμενο τῆς Ἐκκλησίας μας, τίθεται ἄμεσα ζήτημα περὶ τῆς πραγμάτωσης τῆς ἑνότητάς τους μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιατὶ πλέον δὲν εἶναι ξεκάθαρο, ὅπως εἶναι ἀντιθέτως στὴν περίπτωση ποὺ αὐτοὶ δὲν ὀνομάζονται “ἐκκλησία” (ὁπότε τότε εἶναι προφανὲς, ἀφοῦ τὰ ἀνόμοια δὲν ἑνώνονται, ὅτι ἡ ἑνότητά τους μὲ Αὐτὴ μπορεῖ νὰ γίνει μόνο μὲ ἐπιστροφὴ καὶ εἴσοδό τους, εἰσδοχὴ τους σὲ Αὐτή), τὸ πῶς νοεῖται καὶ μὲ ποιὸ τρόπο μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ αὐτή ἡ ἑνότητα. Καὶ αὐτὸ βέβαια εἶναι στενὰ συνυφασμένο καὶ ἐξαρτάται ἄμεσα ἀπὸ τὴν σημασία καὶ τὸ περιεχόμενο ποὺ λαμβάνει ἡ ὀνομασία “ἐκκλησία” γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους, ὅπου τὸ κρισιμότερο ρόλο παίζει τὸ ἄν ἀποδίδει τὴν ὁποιαδήποτε ἐκκλησιαστικότητα ἤ ὄχι σὲ αὐτούς. Γιατὶ μόνο τότε ποὺ δὲν τὸ κάνει μποροῦμε νὰ συνεχίζουμε νὰ θεωροῦμε ἀσφαλῶς, δυνατὴ τὴν ἑνότητα τους μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὴν ἐπιστροφή τους σὲ αὐτή, καὶ μόνο μὲ αὐτή, ἐνῶ σὲ ἀντίθετη περίπτωση κανεῖς δὲν μπορεῖ προκειμένου νὰ πετύχει αὐτὴ τὴν ἑνότητα, νὰ ἀξιώνει τὴν ἐφαρμογὴ μιὰς τέτοιας προϋπόθεσης ἐπιστροφῆς στὴν Ἐκκλησία ποὺ διαφυλάττει τὴν πλήρη ἀλήθεια. Ὅμως, ὅπως ἐξηγοῦμε καὶ ἀποδεικνύουμε στὶς παραγράφους ποὺ προηγοῦνται, στὸ συνοδικὸ κείμενο μὲ τὴν χρήση τῆς ὀνομασίας “ἐκκλησία” γιὰ ἑτεροδόξους ὁδηγούμαστε ἀναπόφευκτα, εἶτε τὸ παραδεχόμαστε, εἶτε ὄχι, εἶτε τὸ ἀντιλαμβανόμαστε, εἶτε ὄχι, στὴν ἀπόδοση ἐκκλησιαστικότητας σὲ αὐτούς.
Τὸ ὅτι ἡ ἑνότητα τῶν ἑτεροδόξων μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν νοεῖται πλέον ὡς ἐπιστροφή τους σὲ αὐτή μέσα στὸ συνοδικὸ κείμενο, ἀποδεικνύεται ἄμεσα καὶ ἀβίαστα ἀπὸ τὸ ἴδιο, ὅπου πουθενὰ δὲν ἀναφέρεται στὴν ἐπιστροφὴ αὐτή. Γιὰ παράδειγμα στὴν παράγραφο 2 γράφει ἐντελῶς ἀόριστα ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία “κατέχει κυρίαν θέσιν εἰς τήν ὑπόθεσιν τῆς προωθήσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος”, ἐνῶ παρακάτω στὴν παράγραφο 4 συναντοῦμε τὰ ἐξῆς: «πρὸς ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος μετὰ τῶν ἄλλων Χριστιανῶν ἐν τῇ Μιᾷ, Ἁγίᾳ, Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ». Ἐδῶ τὸ κείμενο ἀναφέρεται γενικῶς στὴν “ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος”, ἐνῶ ἡ προσθήκη “ἐν τῇ Μιᾷ, Ἁγίᾳ, Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ”, δὲν ταυτίζεται σε καμιὰ περίπτωση, ὅπως ἐξηγοῦμε σὲ ὅσα γράφουμε παραπάνω, μὲ τὸ “ἐν τῇ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίᾳ”, ὥστε ἔστω καὶ ἔμμεσα νὰ ὁδηγούμαστε στὸ συμπέρασμα ὅτι ἐδῶ τὸ κείμενο ὑποεννοεῖ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἑτεροδόξων στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν βοηθάει οὔτε ἡ φράση ποὺ ἀκολουθεῖ «οὐδόλως τυγχάνει ξένη πρός τήν φύσιν καί τήν ἱστορίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καί παραδόσεως, ἐντός νέων ἱστορικῶν συνθηκῶν», καθῶς δὲν διευκρινίζει μὲ σαφήνεια ὅτι ἡ ἀποστολικὴ πίστη καὶ παράδοση ποὺ ἀναφέρεται εἶναι κληρονομιὰ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ μόνο αὐτῆς. Παρακάτω στὴν παράγραφο 6 γίνεται πάλι κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἀναφορὰ στὴν “προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα”, ὅπου συναντοῦμε ξανὰ τὴν γενικόλογη ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν καὶ ὄχι τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἑτεροδόξων στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ τὸ ἴδιο ἐπαναλαμβάνεται καὶ στὴν παράγραφο 24 (“ἡ κίνησις πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν”).
β. Περὶ τοῦ «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν».
Στὴν παράγραφο 8 τοῦ ἴδιου συνοδικοῦ κειμένου γράφονται τὰ ἐξῆς: “Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς τάς σχέσεις αὐτῆς πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον δέν στηρίζεται μόνον εἰς τάς ἀνθρωπίνους δυνάμεις τῶν διεξαγόντων τούς διαλόγους, ἀλλ’ ἀπεκδέχεται πρωτίστως τήν ἐπιστασίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ χάριτι τοῦ Κυρίου, εὐχηθέντος «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν», ὅπου συναντοῦμε τὸ ἁγιογραφικὸ χωρίο μὲ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν Ἀρχιερατικὴ προσευχὴ Του τὴν Νύχτα τοῦ Πάθους: «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν». Ἐδῶ ὁ λόγος συσχετίζεται μὲ τις “σχέσεις αὐτῆς”, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δηλαδή, “πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον”, ἐντελῶς ἄστοχα, τόσο βάση τοῦ ὅλου ἁγιογραφικοῦ χωρίου, ὅσο καὶ βάση τὴν ἁγιοπατερικὴ ἐρμηνεία. Τὸ σχετικὸ ἁγιογραφικὸ χωρίο εἶναι: “Οὐ περὶ τούτων δὲ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ, ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σύ με ἀπέστειλας.” (Ιω. 17, 20-21). Εἶναι σαφὲς ὅτι στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Κύριος ἀναφέρεται στοὺς πιστεύοντας διὰ τὸν λόγο τῶν ἁγίων Ἀποστόλων σὲ Αὐτόν. Γιὰ αὐτοὺς δέεται στὸ Θεὸ Πατέρα ὁ Κύριος ὥστε νὰ εἶναι ἑνωμένοι, νὰ εἶναι ἕνα σώμα, τὸ ὁποῖο βέβαια εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Εἶναι ποτὲ δυνατὸν ὁ Κύριος νὰ ἐννοεῖ ἐδῶ, ὄχι μόνο ὅσους ἔχουν πίστη ἀληθινὴ καὶ εὐσεβὴ στὸ ὄνομά Του, ἀλλὰ καὶ ὅσους πιστεύουν τὶς βλασφημίες ποὺ διδάσκουν οἱ αἱρέσεις, ὅπως τὸ φιλιόκβε, τὸ παπικὸ ἀλάθητο, τὸ μὴ αεἰπάρθενο τῆς Παναγίας, τὴν μὴ προσκύνηση τῶν ἁγίων εἰκόνων, τὴν μία φύση τοῦ Χριστοῦ, τὸ ἕνα θέλημα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες αἱρέσεις τῶν ἐν δύση καὶ ἀνατολὴ ἑτεροδόξων; Προφανῶς γιὰ νὰ συμπεριληφθοῦν οἱ ὁποιοιδήποτε στὸ “περὶ τῶν πιστευόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ”, νὰ ἀποτελέσουν μέρος τοῦ “πάντες“ τῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου καὶ νὰ μπορέσουν νὰ “ἓν ὦσι”, ἀπαραίτητη προϋπόθεση εἶναι νὰ ὁμολογήσουν τὸν Χριστὸ ἐν ἀληθεία καὶ εὐσεβεία, πράγμα δυνατὸν μόνο μὲ τὴν ἀποταγὴ τῆς αἵρεσης καὶ σύνταξη μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εἰσδοχὴ στὸ Θεανθρώπινο σώμα Τῆς, ὡς τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἀμέσως προηγηθεῖς Κυριακὸς λόγος ποὺ ἀναφέρει τὸ εὐαγγελικὸ χωρίο εἶναι: “καὶ ὑπὲρ αὐτῶν ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ.” (Ιω. 17, 19), Eἶναι ποτὲ δυνατὸ νὰ “ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ”, ἐνῶ βρίσκονται ἀκόμα μέσα στὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση, ἐκτὸς τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία;
Πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση κινοῦνται οἱ ἐρμηνείες τῶν θεοφόρων ἁγίων Πατέρων σχετικὰ μὲ τὸ «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου στὸ Εἰς τὸ Κατὰ Ἰωάννην, Μεγ. Ἀθανασίου, ἁγ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας κ.α. Βλ. καὶ σχετικὲς θέσεις Μητρ. Ναυπάκτου Ἱερόθεου στὸ Οἰκουμενισμός, Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, ὑπὸ τὸν τίτλο «Ὁ Οἰκουμενισμὸς στὴν πράξη, ἤτοι τὴν θεολογία καὶ τὴν ἄσκηση»). Καὶ ποὺ ἀναφέρεται τὸ συνοδικὸ κείμενο σὲ ἐπιστροφὴ στὴν ἀληθινὴ πίστη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ἑνότητα, στὴν ὁποία ἀναφέρεται καὶ τελειώνοντας, χρησιμοποιῶντας τὸ σχετικὸ ἁγιογραφικὸ χωρίο «γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν» (Ἰω. 10,16); Πουθενά! Καὶ αὐτὸ, γιατὶ δὲν θεωρεῖ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς κατέχουσα μόνο αὐτὴ τὸ πλήρωμα τῆς ἀλήθειας, ὡς ἀποτελοῦσα αὐτὴ καὶ μόνο αὐτὴ τὴν “μία ποίμνη”, οὔτε ἐννοεῖ τὴν ἑνότητα ὡς ἐπιστροφὴ τῶν ἑτεροδόξων σὲ αὐτή. Ὅμως τὸ χωρίο «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» στὸ ὁποῖο προσπαθεῖ νὰ βασιστεῖ εἶναι ὁ “ἀκρογωνιαῖος λίθος”, στὸν ὁποῖο στὴν πραγματικότητα προσκρούει καὶ πάνω σὲ αὐτὸν κονιορτοποιοῦνται τὰ περὶ “ἑτερόδοξων ἐκκλησιῶν” καὶ τὰ περὶ γενικῆς καὶ ἀόριστης “ἀποκατάστασης τῆς ἑνότητας”, στὰ ὁποῖα ἀναφέρεται καὶ ὑποστηρίζει.
γ. Περὶ τῶν “σχισμάτων τῶν Ἐκκλησιών”.
Στὴν Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου στὴν εὐχὴ τῆς ἀναφορὰς ὑπάρχει τὸ αἴτημα τοῦ Ἁγίου “παῦσον τά σχίσματα τῶν Ἐκκλησιῶν”, τὸ ὁποῖο χρησιμοποιεῖται ἀπὸ κάποιους πρὸς ὑποστήριξη τῶν περὶ “ἑτερόδοξων ἐκκλησιῶν” καὶ τῶν περὶ γενικῆς καὶ ἀόριστης “ἀποκατάστασης τῆς ἑνότητας”, ὡς δήθεν ἀναφερόμενο σὲ “ἐκκλησίες” ἑτεροδόξων. Ἄν ἐννοοῦσε κάτι τέτοιο ὁ ἅγιος Πατέρας, γιατὶ ἀμέσως μετὰ συνεχίζει στὴν εὐχὴ μὲ τὸ ἐντελῶς διαφορετικὸ αἴτημα ποὺ ξεκάθαρα ἀναφέρεται σὲ αἱρέσεις, κατονομάζοντάς τες (“τάς τῶν αἱρέσεων ἐπαναστάσεις”), ποὺ ὄντως ἀφορὰ τοὺς ἑτεροδόξους, ἤ μὲ ἄλλα λόγια αἱρετικούς, καὶ πλέον γιὰ “τάς τῶν αἱρέσεων ἐπαναστάσεις” αἰτεῖται “ταχέως κατάλυσον τῇ δυνάμει τοῦ ἁγίου σου Πνεύματος”; Καὶ ἅν ἐννοοῦσε κάτι τέτοιο, ὅπως ἰσχυρίζονται αὐτοί, γιατὶ στὸν α’ κανόνα του, ποὺ ἔχει ἐπικυρωθεῖ ἀπὸ τὴν Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, κάνει διάκριση μεταξὺ σχισμάτων καὶ αἱρέσεων, ὅπου ὡς ἀνήκοντες σὲ αἱρέσεις ὁρίζει τοὺς: “τοὺς παντελῶς ἀπεῤῥηγμένους καὶ κατ᾿ αὐτὴν τὴν πίστιν ἀπηλλοτριωμένους”, ἐνῶ ὡς ἀνήκοντες σὲ σχίσματα ὁρίζει τοὺς: “τοὺς δι᾿ αἰτίας τινὰς ἐκκλησιαστικὰς καὶ ζητήματα ἰάσιμα πρὸς ἀλλήλους διενεχθέντας”; Ὅπου μάλιστα σὲ ὅσους ἐπιστρέφουν στὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ τοὺς πρώτους ὁρίζει ἀναβαπτισμὸ θεωρῶντας τὸ βάπτισμά τους ἄκυρο, πράγμα ποὺ δὲν συμβαῖνει μὲ τοὺς δεύτερους: “τὸ μὲν τῶν αἱρετικῶν παντελῶς ἀθετῆσαι, τὸ δὲ τῶν ἀποσχισάντων, ὡς ἔτι ἐκ τῆς Ἐκκλησίας ὄντων, παραδέξασθαι”;
Στὴν ἴδια εὐχὴ μάλιστα ὁ Μέγας Ἱεράρχης αἰτεῖται γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν πεπλανημένων στὴν μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία “τούς ἐσκορπισμένους ἐπισυνάγαγε∙ τούς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καί σύναψον τῇ ἁγίᾳ σου καθολικῇ καί ἀποστολικῇ Ἐκκλησία”. Εὔχεται “ἐπισυνάγαγε” γιὰ τοὺς “ἐσκορπισμένους“, ‘ἀλλὰ “ἐπανάγαγε” γιὰ τοὺς “πεπλανημένους” στὴν Ἐκκλησία, καὶ βέβαια οἱ ἑτερόδοξοι δὲν εἶναι ἁπλὰ διασκορπισμένοι, ἀλλὰ καὶ πεπλανημένοι καὶ χρίουν ὄχι μόνο “ἐπισυναγωγῆς”, ἀλλὰ καὶ “ἐπαναγωγῆς”. Oἱ ἑτερόδοξοι βρίσκονται σὲ αἵρεση καὶ ὄχι ἁπλὰ σὲ σχίσμα, στὸ ὁποῖο σχίσμα μπορεῖ νὰ βρεθοῦν κάποιοι χωρὶς νὰ ἔχουν δογματικὲς διαφορές, ἀλλὰ γιὰ ἄλλους ἐκκλησιαστικοὺς λόγους (“αἰτίας τινὰς ἐκκλησιαστικὰς”), ὅπως διοικητικούς, διαφυλάττοντας τὴν πίστη καὶ μὲ πολὺ πιθανὴ τὴν ἐπίλυση τῶν διαφορῶν (“ζητήματα ἰάσιμα”), μὲ πολὺ εὐκολότερη τὴν ἐπιστροφὴ τους στὴν Ἐκκλησία. Σὲ περίπτωση διακοπῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἐξαιτίας κάποιου καθαρὰ πρακτικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ζητήματος ποὺ προέκυψε, ὅπως γιὰ παράδειγμα ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας τό Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων γιὰ τὴν ὑπόθεση τῆς Μητροπόλεως τοῦ Κατάρ, γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας, ἀρκεῖ νὰ ἐπέλθει κάποια συμφωνία τῶν δύο διαφωνούντων πλευρῶν ἐπὶ τοῦ ἐπίμαχου ζητήματος.
Ὅμως στὴν περίπτωση τῶν αἱρετικῶν τὰ πράγματα εἶναι διαφορετικά, καθῶς ἐκεῖ ἐνεργεῖ καὶ ἐπικρατεῖ τὸ Πνεύμα τῆς πλάνης, ὥστε ὁ Ἅγιος νὰ εὔχεται τὴν ἄμεση θεῖα ἐπέμβαση “ταχέως κατάλυσον τῇ δυνάμει τοῦ ἁγίου σου Πνεύματος”»γιὰ νὰ τὸ ἀπομακρύνει καὶ νὰ διαφυλάξει ἀπὸ τὸν κίνδυνο τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ὁ Ἀπόστολος Παύλος προειδοποιεῖ ὅτι ἅν δὲν ἀνταποκρίνεται κάποιος ποὺ εἶναι παγιδευμένος σὲ αἵρεση στὴν προσπάθειά σου καὶ στὸ κάλεσμά σου γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ αὐτὴν, τότε θὰ πρέπει νὰ ἐγκαταλείψεις τὴν προσπάθεια αὐτὴ μαζί του, γιατὶ ἐκτὸς τοῦ ὅτι στὴν συνέχεια δὲν πρόκειται νὰ ἀλλάξει κάτι καὶ θὰ χάνεις τὸν καιρό σου, ὑπάρχει καὶ κίνδυνος νὰ ἀποβεῖ εἰς βάρος τῆς πίστεώς σου (“αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ”, Τίτ. 3, 10). Ἔτσι οἱ ἁγίοι Πατέρες, ἀφοῦ διαλέγονταν μὲ αἱρετικοὺς ἐπισκόπους ὅσο ἦταν ἀκόμα σὲ κοινωνία μαζί τους, προσπαθῶντας νὰ τοὺς μεταπείσουν καὶ ἐπαναφέρουν στὴν ὀρθὴ πίστη, ὅταν οἱ αἱρετικοὶ ἐπίσκοποι ἐπέμεναν νὰ ὑποστηρίζουν καὶ διδάσκουν τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες τους, συγκαλοῦσαν τὶς Συνόδους μὲ πρώτο μέλημά τους νὰ λάβουν τὴν ὀρθὴ ὁμολογία ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς καὶ νὰ ἀναθεματίσουν τὴν αἱρεσή τους. Διαφορετικὰ, καθαιροῦσαν αὐτοὺς καὶ τοὺς ἔκβαλλαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὡς αἱρετικούς. Τοὺς ἔλεγαν ὅτι εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας, καὶ ὄχι ὅτι ὀνομάζονται ἐκκλησία. Διέκοπταν τὴν ἐνότητα μαζί τους, ἐνῶ ὡς ἐκείνη τὴν στιγμὴ μπορεῖ νὰ βρίσκονταν σὲ κοινωνία μαζί, καὶ δὲν ἐπιδίωκαν τὴν μυστηριακὴ κοινωνία, ἐφόσον δὲν ὑπήρχαν κοινὰ δόγματα καὶ ἐνότητα πίστεως. Γι᾿ αὐτὸ ἔκαναν τὶς Συνόδους, καὶ ὄχι γιὰ νὰ δείξουν στοὺς ἐκτὸς Αὐτῆς ὅτι μὲ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ παραπλανήθηκαν, παραμένουν ἑνωμένοι, κι᾿ ἄς διαφέρουν σὲ σοβαρὰ θέματα πίστεως, μετὰ τὶς ἀποκλίσεις ποὺ εἰσήγαγαν τὰ μέλη αὐτά.
Καὶ ἔτσι εἶναι εὐκολονόητο ὅτι ἁγίοι Πατέρες δὲν θὰ μίλαγαν μετὰ ἀπὸ ἕναν ἐπανειλημμένα ἀποδεδειγμένο ἄκαρπο διάλογο “περί τῆς ἀναγκαιότητος τοῦ διαχριστιανικοῦ θεολογικοῦ διαλόγου”, ὁ ὁποῖος “ἀναγκαῖον νά συνοδεύεται οὗτος πάντοτε ὑπό τῆς ἐν τῷ κόσμῳ μαρτυρίας διά πράξεων ἀμοιβαίας κατανοήσεως καί ἀγάπης, αἱ ὁποῖαι ἐκφράζουν τήν «ἀνεκλάλητον χαράν» τοῦ Εὐαγγελίου” (παρ.23 τοῦ κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν Κόσμον»). Ἡ «ἀνεκλάλητον χαράν» (“ἀγαλλιᾶσθε χαρᾷ ἀνεκλαλήτῳ καὶ δεδοξασμένῃ”, Α’ Πε. 1, 8), τὴν ὁποία τὸ συνοδικὸ κείμενο συνδέει μὲ τοὺς μετέχοντας στοὺς διαχριστιανικοὺς διαλόγους, Ὀρθόδοξους καὶ ἑτερόδοξους, τὴν ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀμέσως μετὰ τὸν παρακάτω λόγο του περὶ πίστεως: “ἵνα τὸ δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως πολυτιμότερον χρυσίου τοῦ ἀπολλυμένου διὰ πυρὸς δέ δοκιμαζομένου εὑρεθῇ εἰς ἔπαινον καὶ τιμὴν καὶ δόξαν ἐν ἀποκαλύψει Ἰησοῦ Χριστοῦ”, (Α’ Πε. 1, 7), ὅπου ὁ Ἀπόστολος γράφει ὅτι ἡ πίστη δοκιμάζεται, ὥστε πολυτιμότερη ἀπὸ τὸν χρυσὸ, νὰ εὐρεθεῖ εἰς ἔπαινο καὶ τιμὴ καὶ δόξα μας, ὅταν ξαναέρθει ὁ Κύριος. Ὑπάρχει περίπτωση νὰ συμπεριλαμβάνει ἐδῶ καὶ τὴν παραπλανημένη καὶ βλάσφημη πίστη τῶν ἑτεροδόξων; Ἄν δὲν τὸ κάνει ὅμως, ἡ «ἀνεκλάλητον χαράν» τοῦ Εὐαγγελίου ἀφορὰ μόνο τοὺς ἔχοντες ὀρθὴ πίστη, δηλαδὴ τοὺς Ὀρθοδόξους. Καὶ ἡ μόνη πράξη “κατανοήσεως καί ἀγάπης”, μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ ἑτεροδόξων, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ἐκφράζει “τήν «ἀνεκλάλητον χαράν» τοῦ Εὐαγγελίου” σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τῶν ἁγίων γραφῶν, τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλη, παρὰ ὁ ἐπανευαγγελισμὸς τῶν αἱρετικῶν καὶ ἡ ἐπιστροφή τους στὴν ἀλήθεια, μὲ τὴν εἰσδοχή τους στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἐπειδὴ ὁ Μέγας Βασίλειος ἀναφέρεται στὶς ἐπιστολές του καὶ σὲ «ἀποτμηθήσες ἐκκλησίες» καὶ παρερμηνεύεται ἀπὸ πολλοὺς τὸ χωρίο, θὰ πρέπει νὰ ἐξηγήσουμε σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὅτι ἡ συγκεκριμένη ἀναφορὰ τοῦ Ἁγίου ἀφορὰ ὀρθῆς πίστεως ποίμνια στὸ σύνολό τους, ποὺ ἡ τοπικὲς τους Ἐκκλησίες ἀποσπάστηκαν βιαίως ἀπὸ τοὺς διαφυλάσσοντας τὴν πίστη Ἱεράρχες καὶ παραδώθηκαν ἀντικανονικὰ σὲ ἀρειανόφρονες, μὲ τὴν παρέμβαση τῆς ἀρειανόφρονης πολιτικῆς ἐξουσίας, ὁπότε ἐπήλθαν χωρὶς κανένα περιθώριο ἤ δυνατότητα νὰ τὸ ἀποτρέψουν, σὲ καθεστὼς σχίσματος μὲ τὴν Ἐκκλησία τῶν ὀρθὰ φρονοῦντων Ἱεραρχῶν. Αὐτὸ βέβαια συνέβη προσωρινὰ μέχρι τελικὰ νὰ γίνει ἀλλαγὴ στὴν πολιτικὴ ἐξουσία καὶ νέο αὐτοκρατορικὸ διάταγμα νὰ ἐπαναφέρει τοὺς παραμένοντας στὴν ὀρθὴ πίστη κανονικοὺς Ἱεράρχες στὰ ποίμνιά τους.
Τέλος, ἅς μὴν παραλείψουμε νὰ σημειώσουμε ἐδῶ σχετικὰ μὲ τὸ συνοδικὸ κείμενο ὅτι στὴ φράση του στὴν παράγραφο 6 “ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν“, ἡ ἀναφορὰ ὅτι οἱ ἑτερόδοξες “ἐκκλησίες” δὲν βρίσκονται σὲ κοινωνία μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι τελείως ἀνεπαρκὴ γιὰ νὰ περιγράψει τὴν πραγματικὴ μεταξύ τους σχέση, ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τὰ ὅσα παραπάνω ἁγιοπατερικὰ καὶ ἔχοντα καθολικὴ ἰσχὺ (ὡς ἐπικυρωμένα ἀπὸ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο) ἀναφέραμε, οἱ ἑτερόδοξοι ὄχι ἁπλὰ βρίσκονται σὲ ἀκοινωνησία μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ σὲ κατάσταση σχίσματος, ἀλλὰ ἔχοντας πίστη σὲ ἀλλότρια, καινοφανὴ καὶ ἀλλοιωμένα δόγματα, ξένα τῆς πίστης ποὺ μας παρέδωσαν οἱ ἁγίοι Ἀπόστολοι καὶ τὴν ὁποία ἔκφρασαν οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐπιπλέον ἔχουν πέσει καὶ σὲ αἵρεση. Γιὰ τὸ σημεῖο αὐτὸ τῆς παραγράφου 6 τοῦ συνοδικοῦ κειμένου, ἡ εἰσήγηση τῆς Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ἁγίου Ὅρους ἐπὶ τῶν τελικῶν κειμένων τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης (23 Νοεμβρίου 2016) ἀναφέρει σχετικὰ: “δίδει χῶρον εἰς τήν ἀντορθόδοξον θεωρίαν ὅτι Ὀρθόδοξοι καί Ρωμαιοκαθολικοί «εὑρίσκονται πλέον ὑπό καθεστώς ὄχι τετελεσμένου σχίσματος, ἀλλά διακοπῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας (ἀκοινωνησία)». Ἡ θεωρία αὕτη συσκευάζει Ὀρθοδόξους καί Ρωμαιοκαθολικούς εἰς τήν Μίαν Ἐκκλησίαν καί ἀντιλαμβάνεται τήν ἑτεροδοξίαν ὡς διαφορετικήν διατύπωσιν τῆς ἰδίας ἀποστολικῆς πίστεως! Ἐξ᾿ ἄλλου εἶναι γνωστή ἡ σταθερά ἄρνησις τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν νά θεωρήσουν τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ὡς πλήρη καί πραγματικήν Ἐκκλησίαν, ἐπειδή δέν εἶναι ἡνωμένη μέ τόν Πάπαν καί ὡς ἐκ τούτου στερεῖται τῆς πληρότητος τῆς χάριτος (παπική Διακήρυξις Dominus Jesus, 2000)”. Αὐτὴ εἶναι λοιπὸν ἡ ἀλήθεια γιὰ τὴν ὀνομασία “ἑτερόδοξων ἐκκλησιῶν” καὶ γιὰ τὴν “ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας τῶν Χριστιανῶν”, ποὺ ἀναφέρει τὸ συνοδικὸ κείμενο, καὶ γι᾿ αὐτὸ ζήτημα εἶναι ἄν μπορεῖ ἔστω καὶ μετὰ ἀπὸ σημαντικὲς διορθώσεις καὶ ριζικὲς τροποποιήσεις, νὰ γίνει ἀποδεκτὸ ὡς Ὀρθόδοξο.
Παράρτημα Α.
Σὲ πολλὰ σημεῖα μέσα στὸ Εὐαγγέλιο συναντοῦμε καὶ τὸ ἴδιο τὸ ὄνομά του. Καὶ ἀφοῦ τὸ ἀντικείμενό τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ἡ πίστη στὸ Χριστὸ, στὴν ἀλήθεια, ποὺ εἶναι μία, εἶναι ἕνα καὶ αὐτὸ. Παρόλα αὐτὰ ὁ Ἀπόστολος Παύλος δύο φορὲς ἀναφέρεται σὲ «ἕτερα εὐαγγέλια» («εἰ μὲν γὰρ ὁ ἐρχόμενος ἄλλον Ἰησοῦν κηρύσσει ὃν οὐκ ἐκηρύξαμεν, ἢ πνεῦμα ἕτερον λαμβάνετε ὃ οὐκ ἐλάβετε, ἢ εὐαγγέλιον ἕτερον ὃ οὐκ ἐδέξασθε, καλῶς ἀνείχεσθε. λογίζομαι γὰρ μηδὲν ὑστερηκέναι τῶν ὑπερλίαν ἀποστόλων.», Β Κορ. 11,4 – 5 καὶ «Θαυμάζω ὅτι οὕτω ταχέως μετατίθεσθε ἀπὸ τοῦ καλέσαντος ὑμᾶς ἐν χάριτι Χριστοῦ εἰς ἕτερον εὐαγγέλιον, ὃ οὐκ ἔστιν ἄλλο, εἰ μὴ τινές εἰσιν οἱ ταράσσοντες ὑμᾶς καὶ θέλοντες μεταστρέψαι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ.», Γαλ. 1,6-7). Ὡστόσο αὐτὰ τὰ «ἕτερα εὐαγγέλια» στὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ τὰ δήθεν «εὐαγγέλια» ποὺ κηρύσσουν οἱ ψευδοδιδασκάλοι ἑνός «ἄλλου Ἰησοῦ». Ὁ Ἀπόστολος σὲ αὐτὰ τὰ λόγια του ποὺ τὰ ἐξηγεῖ ἐπακριβῶς, σαφέστατα οὔτε ἀποδέχεται τὴν ὕπαρξη ἄλλων εὐαγγελίων, ἀλλὰ οὔτε καὶ διδάσκει τὴν γενικὴ χρήση αὐτῆς τῆς ὀνομασίας, τὴν ὁποῖα χρησιμοποιεῖ ἐδῶ μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἐξηγήσει ἀκριβῶς μὲ αὐτὸ τὸ σχῆμα λόγου ὅτι δὲν ὑπάρχουν ἄλλα εὐαγγέλια καὶ ἄλλη ἀλήθεια ἀπὸ αὐτὴ ποὺ γνωρίζουμε στὸ Εὐαγγέλιο καὶ κηρύττει καὶ ὁ ἴδιος. Εἴναι σὲ καμιὰ περίπτωση τὸ ἴδιο αὐτὸ μὲ τὴν ἀποδοχὴ, στὴν περίπτωση τῆς ὀνομασίας «ἐκκλησία», αὐτῆς τῆς ὀνομασίας ὡς «ἱστορικὴ ὀνομασία τῶν ἄλλων ἑτερόδοξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν», ὅταν μάλιστα ὅπως εἴπαμε παραπάνω εἰδικὰ γιὰ τὴν ὀνομασία «ἐκκλησία» δὲν ὑπάρχει πουθενὰ στὸ Εὐαγγέλιο ἡ φράση «ἕτερες ἐκκλησίες» (μιὰ φορὰ μόνο ὁ Ἀπόστολος ἀναφέρεται, ὄχι σὲ κάτι τέτοιο, ὄχι δηλαδὴ σὲ ἐκκλησίες ἑτεροδόξων, σὲ ἐκκλησίες αἱρετικῶν, ἀλλὰ στὴν ἐκκλησία ὡς συνέλευση τοῦ δήμου, χρησιμοποιῶντας την δηλαδὴ μὲ τὴν μὴ θρησκευτικὴ ἀρχαία ἔννοια της); Ὅποιος θέλει νὰ χρησιμοποιήσει τὴν φράση αὐτὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὀφείλει νὰ τὸ κάνει ὅπως ἐκεῖνος τὸ ἔκανε, γιὰ νὰ δηλώσει δηλαδή ὅτι ἀπὸ αὐτὰ τὰ «ἕτερα εὐαγγέλια», ἥ καὶ «ἕτερες ἥ ἑτερόδοξες Χριστιανικές Ἐκκλησίες» πρέπει νὰ φυλαγόμαστε γιὰ νὰ μὴν μᾶς ἀλλοιώσουν τὴν ἀλήθεια καὶ χάσουμε τὴν πίστη μας, καὶ ὄχι ἀντιθέτως νὰ κάνουμε λόγο γιὰ μιὰ παραπλανητικὴ ἀποδοχὴ αὐτῆς τῆς ὀνομασίας. Μὲ αὐτὸ τὸ τρόπο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου χρησιμοποιοῦν καὶ πολλοὶ Πατέρες καὶ θεολόγοι αὐτὴ τὴν ὀνομασία στὴν περίπτωση διάφορων αἰρετικῶν, ἐνῶ εἶναι γνωστὸς ὁ καλὸς ἀντιαιρετικός τους ἀγώνας πρὸς διαφύλαξη τῆς πίστεως. Ὡστόσο ὅμως καμιὰ Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ παρελθόν δὲν χρησιμοποίησε τὴν ὀνομασία «ἕτερες ἐκκλησίες» ἤ «ἑτερόδοξες Χριστιανικές Ἐκκλησίες», οὔτε κάν μὲ τὸν τρόπο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.
Παράρτημα Β.
Μὲ τὴν δημοσίευση τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ (καὶ ἑνὸς ἀκόμα σύντομα, βλ. παρακάτω) ὁλοκληρώσαμε τὴν ὅλη ἐργασία μας ποὺ σκοπεύαμε νὰ φέρουμε εἰς πέρας μετὰ τὴν διεξαγωγὴ τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης (μαζὶ μὲ κάποια ἐπιπλέον σχετικὰ ἄρθρα ποὺ προέκυψε νὰ γραφτοῦν λόγω τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐξελίξεων), χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαῖνει βέβαια ὅτι δὲν θὰ ξανασχοληθοῦμε ὅποτε χρειαστεῖ πάλι. Τὰ ἄρθρα ποὺ ἔχουμε δημοσιεύσει ὡς τῶρα σχετικὰ μὲ τὸ θέμα εἶναι τὰ ἐξῆς:
1) Κατὰ Θεὸ ἤ κατὰ ἄνθρωπο ἡ «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο»;
2) Ἡ προδοσία τοῦ Χριστοῦ ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης.
3α) Ἡ μεγάλη τρύπα στὸ καράβι καὶ τὸ ΠΣΕ.
3β) Ποιὸ καλὸ μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ συμμετοχή μας στὸ ΠΣΕ;
4) Εἰσδοχὴ στὴν Ὀρθοδοξία μὲ ἀκρίβεια ἤ μὲ οἰκονομία – Ἐγκυρότητα ἑτέρων βαπτισμάτων.
5) Ἡ «ἱστορικὴ ὀνομασία ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν».
6) Ἡ «ὀνομασία…Ἐκκλησιῶν», τὸ «ἀνθρώπινο πρόσωπο» καὶ ἡ μοντέρνα θεολογία τῆς Δύσης.
7) Oἰκουμενισμὸς – Ὁ Χριστὸς ξανασταυρώνεται.
8) Στὰ ἐνδότερα τῆς ἐν Κολυμπάρι Συνόδου. – Κριτικὴ στὶς σχετικὲς δηλώσεις τοῦ κ.Βλ.Φειδᾶ.
9) Οἱ μικτοὶ γάμοι καὶ ὁ Φινεές.
10) Τὸ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΑΟ – ἡ ἐν Κρήτη Σύνοδος καὶ ἡ θέση τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας, οἱ θέσεις τῶν ἄλλων καὶ τὸ μέλλον της.
11) Περὶ τῶν θέσεων τῆς Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐπὶ τῶν κειμένων τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης.
12) Ὅλη ἡ ἀλήθεια περὶ τῆς ὀνομασίας “ἐκκλησίες” γιὰ τοὺς ἐτεροδόξους.
13) Περὶ νηστείας, γενικὰ καὶ κατὰ τὴν ἐν Κρήτη Σύνοδο (Πρὸς δημοσίευση).