Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Πιστεύω στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, σέ ὅλους τούς ἁγίους, στόν φύλακα ἄγγελό μου, πού εἶναι καί φύλακας τῆς ζωῆς μου καί στήν ὁσιότητά σας, τίμιε πάτερ, καί ἐπιθυμῶ νά εἰπῶ ὅλα τά ἁμαρτήματά μου ἀπό τήν τελευταία ἐξομολόγησί μου μέχρι σήμερα:
Κάνω τό κακό καί δέν κάνω μέ εὐλάβεια τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ στό στῆθος μου, στενοχωρώντας ἔτσι τόν Χριστό.
Δέν κάνω τόν σταυρόν μου τό βράδυ, ὅταν ξαπλώνω, οὔτε τό πρωΐ, ὅταν σηκώνομαι ἀπό τό κρεββάτι, ὅταν κάθομαι στό τραπέζι γιά τό φαγητό, ὅταν τελειώνω τό φαγητό μου, ὅταν ξεκινῶ γιά τό σχολεῖο μου καί ὅταν περνῶ ἔξω ἀπό μία ἐκκλησία.
Δέν ξέρω ἀπό στήθους τήν προσευχή τό «Πάτερ ἡμῶν..», τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τό «Πιστεύω…», οὔτε ἄλλες προσευχές γιά μικρά παιδιά.Δέν λέγω τό «Πάτερ ἡμῶν…», ἤ ἄλλες προσευχές ὅταν πρόκειται νά ξαπλώσω, οὔτε, ὅταν σηκώνομαι, οὔτε καί ὅταν κάθομαι γιά φαγητό.
Δέν κάνω προσκυνητές ἤ μεγάλες μετάνοιες τό βράδυ καί τό πρωΐ, ὅπως μέ διδάσκει ἡ μητέρα μου καί ὁ παπᾶς τῆς ἐκκλησίας μας.
Δέν διαβάζω προσευχές ἀπό τό βιβλίο τῶν προσευχῶν γιά τήν δοξολογία τοῦ Θεοῦ, γιά τήν Κυρία Θεοτόκο καί γιά ὅλους τούς Ἁγίους.
Δέν φορῶ πάντοτε στόν λαιμό μου τόν σταυρό μου, οὔτε, ὅταν πηγαίνω στό σχολεῖο καί στήν ἐκκλησία, οὔτε, ὅταν πηγαίνω νά κοιμηθῶ στό κρεββάτι μου.
Δέν γνωρίζω ἀπέξω τίς προσευχές, ὅπως τό «Βασιλεῦ Οὐράνιε, τό «Ἅγιος ὁ Θεός….» ,τόν 50ον Ψαλμό, τό «Ἅξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς…», οὔτε τίς προσευχές πρό καί μετά τό φαγητό.
Ἔφαγα χωρίς νά κάνω προσευχή, οὔτε νά εὐχαριστήσω τόν Θεό, μετά τό φαγητό μου.
Δέν ὑπακούω ἐνίοτε τούς γονεῖς μου, ἰδιαίτερα τήν μητέρα μου καί κάνω συνήθως τό θέλημά μου.
Δέν ἀκούω τίς γιαγιάδες μου, τόν νουνό μου, τόν ἱερέα καί τούς δασκάλους τοῦ σχολείου μου.
Ἔκλεψα χρήματα ἀπό τό σπίτι, ἀπό τίς τσέπες τῶν ρούχων τῶν γονιῶν μου, ἀπό τούς παπποῦδες καί ἀπό τά ἄλλα ἀδέλφια μου.
Δέν εἶπα στούς γονεῖς μου ὅτι ἔκλεψα χρήματα ἤ ἄλλα πράγματα, οὔτε τούς τά παρέδωσα, οὔτε τί ἔκαμα καί τί ἀγόρασα μέ τά χρήματα πού ἔκλεψα ἤ τί ἔκαμα τά κλεμμένα ἀντικείμενα.
Ἔτρωγα γλυκά στά κρυφά τίς ἡμέρες τῆς νηστείας Τετάρτη καί Παρασκευή, χωρίς τήν ἄδεια τῶν γονέων μου.
Ἐλύπησα τήν μαμά καί τόν μπαμπᾶ μου κι ἐκεῖνοι μ᾿ ἐκτύπησαν, ἐνῶ ἐγώ δέν ἐζήτησα συγχώρησι, οὔτε τούς ὑποσχέθηκα ὅτι θά τούς ἀκούω.
Τσακώθηκα καί κτυπήθηκα μέ τά ἄλλα ἀδέλφια μου, μέ τούς συμμαθητές μου καί μέ παιδιά τοῦ παγνιδιοῦ μας, τά ὁποῖα τά κατέκρινα, τά ἀγρίεψα καί τά κτύπησα μέ γροθιά, μέ τά πόδια μου, μέ πέτρες ἤ μέ τό ξύλο καί δέν ζήτησα συγχώρησι ἀπ᾿ αὐτά.
Δέν ἀσπάσθηκα τό χέρι τῆς μητέρας μου, τοῦ πατέρα μου καί τῶν παππούδων μου τό βράδυ, τό πρωΐ καί ὅταν ἔφευγα γιά τό σχολεῖο καί ὅταν ἐπήγαινα στήν ἐκκλησία νά κοινωνήσω. Μάλιστα δέν τούς ἐζήτησα συγγνώμη πού τούς ἔχω τόσο πολύ στενοχωρήσει.
Δέν εὐχαριστῶ καθημερινά τόν Θεό καί τούς γονεῖς μου πού μοῦ ἔδωσαν τήν ζωή, πού φροντίζουν γιά μένα, πού μοῦ δίνουν φαγητό, πού μέ περιποιοῦνται, πού μέ στέλλουν στό σχολεῖο γιά νά μαθαίνω γιά τήν ἁγία πίστι μας καί γιά τόν φόβο τοῦ Θεοῦ.
Κυριακές καί ἑορτές σηκώνομαι πολύ ἀργά, δέν προσεύχομαι στόν Θεό, δέν κάνω οὔτε λίγες μετάνοιες, δέν πηγαίνω μαζί μέ τούς γονεῖς μου στήν θεία Λειτουργία, ἀλλά τρώγω ὅ,τι θέλω τό πρωΐ, κυττάζω τηλεόρασι καί κατόπιν πηγαίνω νά παίξω μέ ἄλλα παιδιά.
Ἐνίοτε πηγαίνω νά κοιμηθῶ χωρίς καθόλου νά προσκυνήσω τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας μας, χωρίς νά προσευχηθῶ, ἀλλά τά ἴδια κάνω καί μετά τόν ὕπνο.
Ὅταν πηγαίνω μέ τούς γονεῖς μου στήν ἐκκλησία, δέν ἔχω ὑπομονή νά μείνω μέσα στίς ἱερές ἀκολουθίες, οὔτε προσέχω τίς εὐχές, ἀλλά ἐξέρχομαι ἔξω γιά παιγνίδι μέ ἄλλα παιδιά.
Πηγαίνω στήν ἐκκλησία, ἀφοῦ πρῶτα φάω φαγητό καί μετά παίρνω τό ἀντίδωρο, ξεχνώντας ὅτι αὐτό εἶναι ἁμαρτία καί ἔτσι στενοχωρῶ τόν Χριστόν μας. Στίς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας, μοῦ δίνει ἡ μητέρα μου νηστήσιμα φαγητά κι ἐγώ στό σχολεῖο τρώγω στά κρυφά ἀρτύσμα γλυκά, σοκολάτες, παγωτά, αὐγά, κρέας, τυρόπιττες, χωρίς νά τά λέγω ὅλα αὐτά στόν ἱερέα καί στούς γονεῖς μου.
Ἐξομολογοῦμαι στόν ἱερέα μόνο, ὅταν μέ ὑποχρεώνει ἡ μητέρα μου καί πηγαίνω νά κοινωνήσω τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, χωρίς προσευχή καί νηνστεία.
Μετά τήν θεία Κοινωνία κτυπήθηκα μέ παιδιά τῆς παρέας μου, τά ἔριξα κάτω, τούς ὡμίλησα ἄσχημα, ξεχνώντας ὅτι μέ βλέπει ὁ Θεός καί ὅτι κατεπάτησα τίς ἐντολές τοῦ ἱερέως καί τῶν γονέων μου.
Δέν βοηθῶ τούς γονεῖς μου στίς δουλειές τοῦ σπιτιοῦ, στό χωράφι καί τούς πικραίνω μέ τίς ἀπαιτήσεις καί τήν σκληροκαρδία μου. Μέ καλοῦν νά πάω κοντά τους κι ἐγώ τρέχω νά εὕρω τούς φίλους καί τά παιγνίδια μας.
Πάω στό σχολεῖο, ἤ στούς φίλους, στό χωριό ἤ στήν πόλι, χωρίς νά πάρω ἄδεια ἀπό τούς γονεῖς μου, οὔτε νά τούς εἰπῶ τήν ἀλήθεια ποῦ ἤμουν καί τί ἔκαμα.
Φεύγω στά κρυφά ἀπό τό σχολεῖο, περιφρονώντας τά μαθήματά μου καί τά γραπτά μου χωρίς νά λέγω στούς γονεῖς μου κάθε τι πού κάνω ἀπό φόβο ἤ καί ἀπό ἀδιαφορία.
Μαθαίνω κακά πράγματα ἀπό τήν τηλεόρασι, φτιάχνω αἰσθηματικά σκίτσα, βλέπω ἄσχημες ταινίες καί μένω τίς νύκτες μέχρι ἀργά στήν τηλεόρασι, χωρίς τήν ἄδεια τῶν γονέων μου καί μετά πηγαίνω νά ξαπλώσω, χωρίς προσευχή.
Διαπληκτίζομαι μέ ἀγόρια καί κορίτσια, ὁμιλῶ πολύ, λέγω ψέμματα καί προτρέπω καί τ᾿ ἄλλα τά παιδιά νά κάνουν τό κακό.
Εἶδα τόν πατέρα μου νά εἶναι μεθυσμένος, νά καπνίζη, νά μαλώνη καί νά καταδικάζη τήν μαμά μου καί προσπάθησα νά κάνω κι ἐγώ ὅ,τι κάνουν κι αὐτοί.
Ἄρχισα νά καπνίζω στά κρυφά, νά κλέβω, νά κρίνω τούς ἄλλους νά ἀπουσιάζω ἀπό τήν ἐκκλησία. Ἐπίσης λέγω ψέμματα, λέγω ἄσχημα καί χυδαῖα λόγια καί δέν ὑπακούω τούς γονεῖς καί διδασκάλους μου.
Ἐδημιούργησα φιλίες μέ ἄλλα κακά ἀγόρια καί κορίτσια, τά ὁποῖα μ᾿ ἐδίδαξαν νά φεύγω στά κρυφά ἀπό τό σπίτι, νά κάνω ἄσχημα πράγματα καί νά μήν ἀκούω πλέον κανέναν.
Δέν τιμῶ ὅπως πρέπει τούς γονεῖς μου, τούς ἱερεῖς, τούς διδασκάλους μου, τούς συγγενεῖς μου καί τούς ἀναδόχους μου, οὔτε τούς ἀσπάζομαι τό χέρι.
Αὐτά καί ἄλλα περισσότερα ἁμαρτήματα ἔκαμα καί παρακαλῶ, πάτερ, νά μέ συγχωρήσετε, νά μέ λύσετε μέ τήν εὐχή τῆς συγχωρήσεως καί προσευχηθῆτε στόν Θεό γιά μένα τόν ἁμαρτωλό καί ὑπόσχομαι μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νά μή κάνω πάλι αὐτά τά ἁμαρτήματα, νά ἐκτελέσω τόν κανόνα πού θά μοῦ βάλετε καί νά κάνω πάλι μία καλή καί καινούργια ἀρχή.
Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010
Ευχαριστούμε τον πατέρα Δαμασκηνό Γρηγοριάτη και τον γέροντα της Μονής Οσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη για την ευλογία και την άδεια δημοσίευσης.
Πηγή: Αναβάσεις