Δύο χρόνια μετά την έναρξη της πανδημίας κορονοϊού, η χώρα μας ακόμη μάχεται ενάντια στον κορονοϊό. Αν και οι “σκληροί” δείκτες βρίσκονται σε αποκλιμάκωση και ο αριθμός των θανάτων σε πτώση, δεν έχουμε σταματήσει εδώ και πάνω από τρεις μήνες να μετράμε καθημερινά δεκάδες θανάτους συνανθρώπων μας.
Το πολυσύνθετο φαινόμενο της καταγραφής των θανάτων, αναλύει μιλώντας στο iatropedia.gr ο Καθηγητής Υγιεινής και Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Χρήστος Χατζηχριστοδούλου.
“Είναι σύνθετη η εξήγηση, γιατί η θνησιμότητα από την Covid-19 χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή όταν θα κάνουμε συγκρίσεις με άλλες χώρες. Πρώτον, σημαντικό ρόλο παίζει η εμβολιαστική κάλυψη, δεύτερον, ο τρόπος που γίνεται η καταγραφή και τρίτον, η σύνθεση του πληθυσμού”, αναφέρει συνοπτικά ο επιστήμονας και προχωρεί σε περαιτέρω ανάλυση, χρησιμοποιώντας μάλιστα και συγκεκριμένα παραδείγματα.
Κορονοϊός: Τι φοβούνται, τι ελπίζουν για το 6ο κύμα
Οι ανεμβολίαστοι άνω των 65
Ευθύς εξαρχής ο Καθηγητής ξεκαθαρίζει πως το ΕΣΥ κλήθηκε να σηκώσει δυσανάλογο βάρος στην πανδημία, σε μια εποχή που η χώρα και το σύστημα Υγείας της έβγαινε “λαβωμένο” από τα μνημόνια.
“Πρέπει να παραδεχθούμε πως δεν μπορούμε να συγκρίνουμε π.χ. τη Σουηδία με την Ελλάδα. Δεν έχουν το ίδιο σύστημα υγείας. Η Ελλάδα προέρχεται από μια σημαντική οικονομική κρίση, που είχε σημαντικές περικοπές στο σύστημα Υγείας. Αυτό δεν μπορεί να το παραβλέψει κανένας και δεν μπορεί να πει επίσης, ότι ξεκινήσαμε στην ίδια βάση στην πανδημία με άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όσον αφορά στο σύστημα Υγείας. Ούτε σε αριθμό ΜΕΘ ούτε γενικότερα στη λειτουργία”, σημειώνει ο κ. Χατζηχριστοδούλου.
Το κυριότερο είναι, όμως όπως λέει, πως οι θάνατοι επιβαρύνονται από ένα σημαντικό ποσοστό ανεμβολίαστων πολιτών άνω των 65 ετών. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη δημογραφική ιδιαιτερότητα του ελληνικού πληθυσμού, που σύμφωνα με τους επίσημους ευρωπαϊκούς συγκριτικούς δείκτες είναι περισσότερος γηρασμένος σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ, έχει επιβαρύνει σημαντικά τη θνητότητα.
“Πρωτίστως το πρόβλημα προέρχεται από το σημαντικό ποσοστό των ανεμβολίαστων άνω των 65 ετών, που δίνουν νοσηρότητα, νοσηλείες και θανάτους. Ωστόσο, αν ένας πληθυσμός είναι γερασμένος όπως είναι ο ελληνικός, η δομή δηλαδή του πληθυσμού και έχουμε σε μία χώρα ίδιο αριθμό κρουσμάτων αλλά η δομή είναι διαφορετική, τότε περιμένεις περισσότερους θανάτους έτσι κι αλλιώς. Άρα η σύγκριση με άλλες χώρες δεν μπορεί να γίνει στην ουσία”.
Εμβόλια: Πόσο διαρκεί η προστασία τους – Τι αναφέρουν οι τελευταίες μελέτες
Το πρόβλημα με την καταγραφή των θανάτων – Παραδείγματα
Έχει αναφερθεί εκτενώς πως η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες της ΕΕ, ακολουθούν ένα σύστημα καταγραφής των θανάτων το οποίο περιλαμβάνει τόσο τους υποκείμενους, όσο και τους άμεσους θανάτους από τη νόσο Covid-19. Πρόσφατα μάλιστα η Μεγάλη Βρετανία αποφάσισε να εγκαταλείψει αυτό το σύστημα, προχωρώντας σε αναδρομική βελτίωση του συνολικού αριθμού των θανάτων της πανδημίας.
Ο επιδημιολόγος κ. Χρήστος Χατζηχριστοδούλου υποστηρίζει πως εάν υπήρχε πιο αυστηρή επιλογή των καταγεγραμμένων θανάτων μπορεί να είχαμε έως και 20% λιγότερα θανατηφόρα κρούσματα, από τα 25.785 που έχουμε καταγράψει έως σήμερα.
“Αυτό το πρόβλημα με τις διαγνώσεις του Covid-19 δεν είναι ελληνικό, είναι παγκόσμιο. Δηλαδή, πολλές χώρες το είχαν. Η Αγγλία πρόσφατα αναθεώρησε τη στατιστική των θανάτων της και μάλιστα και αναδρομικά. Πιστεύω ότι ένα 20% της θνησιμότητας του Covid-19 μπορεί να είναι συνυπάρχουσα αιτία θανάτου ο Covid-19. Δηλαδή ο κορονοϊός μπαίνει στην αλυσίδα των γεγονότων που προκαλούν το θάνατο”, τονίζει ο ειδικός.
Συγκεκριμένα εξηγεί, με παραδείγματα τι σημαίνει να καταγράφουμε και την υποκείμενη και την άμεση αιτία θανάτου από Covid-19:
“Να σας δώσω ένα παράδειγμα: Εάν κάποιος έχει καρκίνο και κάνει θεραπείες και έχει λόγω της χημειοθεραπείας ανοσοκαταστολή και κάνει μια άλλη λοίμωξη και πεθαίνει. Στη δημογραφία σαν υποκείμενη αιτία νόσου βάζουμε τον καρκίνο. Γιατί ο καρκίνος προκάλεσε την αλυσίδα των πραγμάτων και φτάσαμε να πεθάνει ο ασθενής από μία λοίμωξη, από την οποία ένας άλλος ασθενής δεν θα πέθαινε. Η υποκείμενη νόσος είναι ο καρκίνος”, τονίζει ο Καθηγητής και συνεχίζει:
“Εδώ τώρα εμείς οτιδήποτε μπαίνει σε διάγνωση κορονοϊού, καταγράφουμε ότι είναι θάνατος από κορονοϊό. Ακόμα κι αν καμιά φορά ο κορονοϊός είναι συνυπάρχουσα νόσος. Να σας δώσω ένα ακόμη παράδειγμα: Κάνει κάποιος έμφραγμα είναι σε βαριά κατάσταση και μπαίνει στο νοσοκομείο. Στο νοσοκομείο κολλάει και Covid-19. Πεθαίνει τελικά από το έμφραγμα, αλλά παράλληλα έχει και Covid-19 οπότε το θεωρούμε θάνατο από Covid-19”, σημειώνει ο Καθηγητής και εξηγεί περαιτέρω με ένα τρίτο παράδειγμα τι σημαίνει να καταγράφεται ένας θάνατος που δεν αποδίδεται ευθέως στην Covid-19:
“Να σας πω ένα τρίτο παράδειγμα. Παθαίνει κάποιος Covid, μπαίνει στο νοσοκομείο, νοσηλεύεται, αρνητικοποιείται στη συνέχεια από την Covid, όμως, η κατάστασή του λόγω Covid είναι δύσκολη γιατί έχει εξασθενήσει ο οργανισμός του. Στη συνέχεια μέσα στο νοσοκομείο κολλάει μια ενδονοσοκομειακή λοίμωξη, π.χ. μια κλεμπσιέλλα ανθεκτική και πεθαίνει, ενώ έχει αρνητικοποιηθεί από την Covid. H πρωταρχική αιτία, όμως, θανάτου ήταν η Covid, δηλαδή η υποκείμενη νόσος, άσχετα εάν πέθανε ο ασθενής από κλεμπσιέλλα”.
Από τα παραπάνω, είναι προφανές πως η Covid-19 τίθεται και ως υποκείμενη και ως άμεση νόσος. “Από την άλλη μεριά μπορεί να “χάνει” κανείς και θανάτους Covid-19, όχι στην Ελλάδα. Είναι περιστατικά που μπορεί να έχουν συμπτώματα, να μην πηγαίνουν στο νοσοκομείο και να πεθαίνουν χωρίς να γίνεται διάγνωση”, τονίζει ο Καθηγητής Χρήστος Χατζηχριστοδούλου.
Ωστόσο, ο ίδιος απαντά σε ερώτηση του iatropedia.gr πως η κυβέρνηση και οι επιστήμονες δεν σχεδιάζουν να αλλάξουν τον τρόπο καταγραφής των κρουσμάτων. Και να γιατί:
“Δεν νομίζω να κάνουμε κάτι τέτοιο γιατί φανταστείτε πως εάν ακουστεί αυτό, θα αρχίσει η αντιπολίτευση να λέει “σβήνουν τους θανάτους”. Απλώς χρειάζεται να ξέρουμε όταν συγκρίνουμε, ότι πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας όλες τις παραμέτρους”, καταλήγει ο ειδικός.
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί πως ο κινούμενος εβδομαδιαίος μέσος όρος των θανάτων είναι σήμερα 65 ανά ημέρα, ενώ στις αρχές του μήνα είχαν ξεπεράσει ακόμη και τους 100.