Σε πανίσχυρο φυσικό όπλο τόσο για την σωματική μας υγεία όσο και για την ψυχική αναδεικνύεται η άσκηση, με τη διάρκεια της όμως να μετράει εξίσου. Σύμφωνα με δύο πρόσφατες μελέτες από το Iowa State University (ISU), 30 λεπτά άσκησης είναι αρκετά για να μειώσουν αισθητά τα συμπτώματα κατάθλιψης και παράλληλα να αύξησουν το όφελος από τις θεραπευτικές συνεδρίες έστω και προσωρινά.
Η σύνδεση κατάθλιψης και άσκησης
Σύμφωνα με το , για τις ανάγκες της μελέτης, οι ερευνητές εξέτασαν 30 ενήλικες που βίωναν καταθλιπτικά επεισόδια. Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ηλεκτρονικές έρευνες σε τρεις διαφορετικές φάσεις: πριν, στη μέση και μετά από μια προπόνηση ποδηλασίας μέτριας έντασης διάρκειας 30 λεπτών και έπειτα 25, 50 και 75 λεπτά μετά.
Αυξημένος ο κίνδυνος για κατάθλιψη ακόμη και 16 μήνες μετά από κορονοϊό
Όσοι έκαναν ποδήλατο κατά την πρώτη επίσκεψη στο εργαστήριο επέστρεψαν μια εβδομάδα αργότερα για να επαναλάβουν το πείραμα. Όμως πρώτα περίμεναν για 30 λεπτά με την άλλη ομάδα να αντιστρέφει επίσης τη σειρά άσκησης για ξεκούραση.
Με την ολοκλήρωση αυτών των συνεδριών, οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν τις έρευνες, έτσι ώστε να αξιολογηθούν τα συμπτώματα της κατάθλιψης.
Τι έδειξαν τα αποτελέσματα
Τρία βασικά χαρακτηριστικά της κατάθλιψης παρουσίασαν σημαντική μεταβολή: η διαταραχή της διάθεσης, η δυσκολία στην ευχαρίστηση από δραστηριότητες που απολάμβαναν στο παρελθόν (ανηδονία) και η μειωμένη γνωστική λειτουργία.
Τα δεδομένα υποδηλώνουν ότι παράλληλα με την ποδηλασία, βελτιώθηκε η διάθεσητων συμμετεχόντων κατά τη διάρκεια των 30 λεπτών άσκησης και έως και 75 λεπτά μετά. Ωστόσο, μετά από περίπου 75 λεπτά, τα οφέλη της άσκησης στην καταπολέμηση της ανηδονίας άρχισαν να εξασθενούν. Παρόλα αυτά, η βελτίωση ήταν ακόμα αισθητή σε σύγκριση με την ομάδα που δεν ασκήθηκε καθόλου.
Όσοι έκαναν ποδήλατο είχαν καλύτερες επιδόσεις στο τεστ για την ανίχνευση της κατάθλιψης στα μέσα της άσκησης, αλλά τα ευρήματα ήταν λιγότερο έντονα 25 και 50 λεπτά μετά από ό,τι στην ομάδα που ξεκουραζόταν.
Επιπλέον, οι συμμετέχοντες που ασκήθηκαν ανέφεραν ότι ένιωσαν μια ισχυρότερη σύνδεση με τους θεραπευτές τους, υποδεικνύοντας ότι η άσκηση μπορεί να ωθήσει τον εγκέφαλο να ασχοληθεί περισσότερο με εργασίες που εμπλέκουν το συναίσθημα. Σε πιο βαριές περιπτώσεις όμως, η χρήση φαρμακευτικών αγωγών κρίνεται απαραίτητη.
«Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα είναι ότι ενώ γνωρίζουμε ότι η άσκηση προσφέρει πολλά καρδιαγγειακά και σωματικά οφέλη, έχει ακόμα ισχυρά ψυχολογικά οφέλη έστω και από μία μόνο συνεδρία», καταλήγει ο δρ. Jacob Meyer καθηγητής κινησιολογίας στο Iowa State University και κύριος συγγραφέας.