Το υπουργείο Οικονομικών κατέθεσε σήμερα, Παρασκευή, προς συζήτηση στη Βουλή, τον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2022.
Ο πρόεδρος της Βουλής Κωνσταντίνος Τασούλας ενημέρωσε το Σώμα πως την ερχόμενη βδομάδα (23-26), ο προϋπολογισμός θα συζητηθεί στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή και θα εισαχθεί προς συζήτηση και ψήφιση στην Ολομέλεια, το διάστημα μεταξύ 14 και 18 Δεκέμβρη.
Ο προϋπολογισμός αναμένεται να ψηφιστεί τα μεσάνυχτα του Σαββάτου, 18 Δεκεμβρίου μετά από ονομαστική ψηφοφορία που έχει το χαρακτήρα ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση.
Όπως τονίζει το ΥΠΟΙΚ, παρότι ο προϋπολογισμός του 2022 καταρτίζεται, για δεύτερο συνεχόμενο έτος, υπό το καθεστώς αβεβαιότητας που προκαλεί η παγκόσμια υγειονομική κρίση και μολονότι οι τρέχουσες διεθνείς εξελίξεις στις τιμές αποτελούν πρόσθετο παράγοντα αβεβαιότητας, έχουν ήδη καταγραφεί τα πρώτα θετικά μακροοικονομικά αποτελέσματα, μετά τη σταδιακή υποχώρηση των άμεσων οικονομικών επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης.
Για αυτό τον σκοπό ο ρυθμός ανάπτυξης για το έτος 2021 αναθεωρείται σημαντικά προς τα άνω, από 3,6% που προβλεπόταν στο ΜΠΔΣ 2022-2025 και 6,1% στο προσχέδιο Προϋπολογισμού 2022, σε 6,9%. Αυτό σηματοδοτεί ότι σε σχέση με την ύφεση ύψους 9,0% που παρατηρήθηκε το 2020, η οικονομία έχει ήδη καλύψει άνω των δύο τρίτων του απολεσθέντος εγχώριου προϊόντος, εντός μάλιστα ενός έτους που κατά το πρώτο εξάμηνο υπήρχαν ακόμη σε ισχύ σημαντικά περιοριστικά μέτρα στην άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας.
Επιπλέον, σύμφωνα με το υπ. Οικονομικών, η σωρευτική ανάπτυξη των ετών 2021-2022 αυξάνεται στο 11,7%, 1,6% υψηλότερα σε σχέση με τις προβλέψεις στο ΜΠΔΣ 2022-2025, σηματοδοτώντας ότι κατά το έτος 2022 όχι μόνο αναμένεται να αποκατασταθεί το επίπεδο του εγχώριου προϊόντος του 2019, αλλά αυτό να αυξηθεί περαιτέρω, κατά 1,7%. Χαρακτηριστικό και δομικό στοιχείο της οικονομικής ανάπτυξης που ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη, είναι η σημαντική μείωση του ποσοστού ανεργίας, από 16,5% τον Σεπτέμβριο του 2020, σε 13% τον Σεπτέμβριο του 2021.
Στην ίδια ανακοίνωση επισημαίνεται ότι το ανωτέρω αποτέλεσμα δεν οφείλεται προφανώς μόνο στην άρση των περιοριστικών υγειονομικών μέτρων, αλλά σε μεγάλο βαθμό στην πρωτόγνωρη σε ύψος οικονομική ενίσχυση νοικοκυριών και επιχειρήσεων που ξεπερνά τα 43 δισ. ευρώ σε ταμειακή βάση, και τα 31 δισ. ευρώ σε δημοσιονομική βάση, την περίοδο 2020-2022.
Παράλληλα, τα ταμειακά διαθέσιμα παραμένουν σε ασφαλή επίπεδα, ενώ η ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης με τη βοήθεια των πρόσθετων πόρων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0», περιορίζει καθοριστικά τις μακροχρόνιες δημοσιονομικές συνέπειες της πανδημίας, και διασφαλίζει την πορεία αποκλιμάκωσης του δημοσίου χρέους, ως ποσοστού του ΑΕΠ, στα αμέσως επόμενα χρόνια.
«Η πληθώρα παρεμβάσεων, που περιλαμβάνει άνω των 70 κατηγοριών μέτρων, πολλά από τα οποία ανανεώνονταν και ενισχύονταν σε μηναία βάση, κατάφερε να στηρίξει την οικονομική δραστηριότητα της χώρας, έτσι ώστε να είναι έτοιμη να κάνει το άλμα ανάπτυξης στη μετά-κορονοϊό εποχή. Επίσης, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας ενισχύεται και η χώρα αναβαθμίζεται, παρά την αναγκαστική επιβάρυνση του δημοσίου χρέους – όπως έγινε πανευρωπαϊκά – στη διάρκεια της πανδημίας. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της υλοποίησης ενός συνεκτικού και ολοκληρωμένου σχεδίου μεταρρυθμίσεων, σε όλα τα πεδία της δημόσιας σφαίρας, η δυσκολία εφαρμογής του οποίου στη διάρκεια και υπό τους περιορισμούς της πανδημίας, δεν εμπόδισε την ταχεία και αποτελεσματική του πρόοδο» αναφέρει χαρακτηριστικά το ΥΠΟΙΚ και καταλήγει ως εξής:
«Η νέα εποχή ισχυρής και βιώσιμης ανάπτυξης σηματοδοτεί τη στροφή προς ένα οικονομικό μοντέλο περισσότερο εξωστρεφές, ανταγωνιστικό και πράσινο, προς ένα κράτος πιο αποτελεσματικό, με λιγότερη γραφειοκρατία, ψηφιακά αναβαθμισμένο, με δραστικά μειωμένη παραοικονομία, με φορολογικό σύστημα φιλικό προς την ανάπτυξη και ένα ανθεκτικότερο κοινωνικό «δίχτυ» προστασίας. Ταυτόχρονα, η περαιτέρω μείωση της ανεργίας, σε συνδυασμό με τα κίνητρα για μετάβαση σημαντικού μέρους της οικονομικής δραστηριότητας από την αδήλωτη στη «λευκή» οικονομία, που αποτελεί κεντρικό στόχο της οικονομικής πολιτικής, αναμένεται να οδηγήσει σε αναθέρμανση από την πλευρά της ζήτησης στην αγορά εργασίας και σε σταδιακή άνοδο των μισθών»