Το 2021, τα νοικοκυριά στην Ελλάδα ξόδευαν περίπου 115 ευρώ τον μήνα για τις δαπάνες υγείας τους, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ). Η μελέτη αφορά το διάστημα από το 2009 έως το 2021 και αποκαλύπτει τη σημαντική επιβάρυνση των νοικοκυριών στην Ελλάδα από τα έξοδα υγείας.
Η μελέτη «Ανάλυση των οικονομικών μεγεθών των δημόσιων νοσοκομείων της Ελλάδας» που παρουσίασε το Ίδρυμα φέρνει στο φως αποκαλυπτικά στοιχεία, τόσο για τις δαπάνες υγείας και την ικανοποίηση των Ελλήνων πολιτών από το δημόσιο σύστημα, όσο και για τα οικονομικά των νοσοκομείων. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα newsit.gr
Η μελέτη του ΙΟΒΕ χρησιμοποίησε και ανέλυσε για πρώτη φορά τα οικονομικά στοιχεία που υπάρχουν διαθέσιμα στις λογιστικές καταστάσεις των δημόσιων νοσοκομείων και κατέληξε σε σημαντικά συμπεράσματα.
Η ανάλυση στηρίχθηκε σε ένα δείγμα 828 συνολικά οικονομικών καταστάσεων για την περίοδο 2012-2020 που καταρτίζονται βάσει του ΠΔ 146/2003 από περίπου 90 νοσοκομεία.
«Η απουσία λογιστικών καταστάσεων από μεγάλες νοσοκομειακές μονάδες της χώρας, όπως Γ.Ν.Α Ο Ευαγγελισμός, Γ.Ν.Α Αλεξάνδρα, Γ.Ν. Μαιευτήριο Αθηνών «Έλενας Βενιζέλου», Γ.Ν.Α «Γ. Γεννηματάς», Γ.Ν. Αττικής «Σισμανόγλειο», Γ.Ν. Δυτ. Αττικής, Γ.Ν. Θες/νίκης «Γ. Γεννηματάς», κ.ά. καταδεικνύει την έλλειψη διαφάνειας σε έναν κρίσιμο τομέα», σημειώνουν οι ερευνητές.
Tα βασικά ευρήματα της μελέτης παρουσίασαν ο κ. Svetoslav Danchev, Επικεφαλής Τμήματος Μικροοικονομικής Ανάλυσης Πολιτικής του ΙΟΒΕ και η κα Σάνδρα Κοέν, Καθηγήτρια του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Μειωμένη η δημόσια δαπάνη υγείας έως το 2021
Το Δημόσιο Σύστημα Υγείας το διάστημα μεταξύ 2009 – 2021 στην Ελλάδα εμφανίζει σημαντική υποχώρηση στη χρηματοδότηση για τις δαπάνες υγείας (%) συγκριτικά με την αύξηση στις άλλες χώρες της ΕΕ.
Η ετήσια δημόσια μεταβολή δαπανών σε σταθερές τιμές, σωρευτικά για την περίοδο 2009 – 2021 διαμορφώνεται στο -29,2% στην Ελλάδα έναντι +32,7% στην ΕΕ.
Ειδικότερα, το 2021 η συνολική δαπάνη υγείας στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, διαμορφώθηκε στο 9,2% (εκ των οποίων 5,7% δημόσια δαπάνη) έναντι 10,9% στην ΕΕ (εκ των οποίων 8,9% δημόσια δαπάνη). Στην Ελλάδα η δημόσια χρηματοδότηση διαμορφώνεται στο 62,1% της συνολικής χρηματοδότησης για δαπάνες υγείας το 2020, αρκετά χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ (81,1%).
Η συνολική χρηματοδότηση το 2021 για τις δαπάνες υγείας διαμορφώθηκε στα 16,7 δισεκ. ευρώ, μειωμένη κατά 25% σε σύγκριση με το 2009.
Ωστόσο τα τελευταία χρόνια καταγράφεται αντιστροφή της πτωτικής τάσης κυρίως λόγω της αύξησης της δημόσιας χρηματοδότησης κατά €1,9 δισεκ. (€10,4 δισεκ. το 2021 έναντι €8,5 δισεκ. το 2015).
Το ίδιο επιβεβαίωσε στην ομιλία του και ο υφυπουργός Υγείας, Μάριος Θεμιστοκλέους, o οποίος ανέφερε πως τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι και ο φετινός αρχικός προϋπολογισμός του 2024 σε σύγκριση με αυτόν του 2023 είναι κατά 481 εκατ. αυξημένος και γύρω στα 100 εκατ. περισσότερα από την τελική χρήση.
“Από το 2020 μέχρι το 2022 υπάρχει μία αύξηση των δαπανών στην υγεία, περί το 25%. Τα μεγέθη είναι περίπου τα ίδια και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Υπάρχει μία αύξηση των δαπανών υγείας, που είτε οφείλεται στον κορονοϊό, είτε σε άλλους παράγοντες, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία ή και η αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης που κάθε χρόνο σε όλες τις χώρες σημειώνεται στον νοσοκομειακό τομέα, πχ. στο 22% στη Βρετανία, στο 24% στην Πορτογαλία, στο 19% στην Αμερική στο νοσοκομειακό τομέα. Όλες οι χώρες έχουν αυτό το μοτίβο της αύξησης των δαπανών της υγείας και οι περισσότεροι από τους ειδικούς συμφωνούν πως είναι κάτι το οποίο θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια. Και ειδικά με τη χρήση των καινοτόμων φαρμάκων θα απαιτούνται ολοένα και περισσότεροι πόροι”, σημείωσε ο υφυπουργός.
Στα 115 ευρώ η μηνιαία δαπάνη υγείας των νοικοκυριών το 2021
Οι παραπάνω συσχετισμοί έχουν φυσικά αντίκτυπο στην τσέπη των πολιτών. Οι δαπάνες Υγείας των εγχώριων νοικοκυριών ανέρχονται στο 8,1% των συνολικών δαπανών τους το 2021, από 6,5% το 2009.
Την ίδια στιγμή, το ποσοστό της φαρμακευτικής περίθαλψης στις δαπάνες υγείας των νοικοκυριών αυξήθηκε σε 31,3% το 2021, από 19,2% το 2009.
Χαμηλή ικανοποίηση από την παρεχόμενη φροντίδα Υγείας
Και ο κατάλογος με τις αρνητικά ρεκόρ συνεχίζεται. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, καταγράφεται ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ικανοποίησης από τις παρεχόμενες υπηρεσίες φροντίδας, σε ποσοστό 38% για το 2020, από 36% το 2010.
Επίσης, το ελληνικό σύστημα υγείας κατατάσσεται στην 29η θέση ανάμεσα σε 35 χώρες της Ευρώπης με 615 βαθμούς στον δείκτη αξιολόγησης των συστημάτων υγείας Euro Health Consumer Index (ECHI), υψηλότερα από Αλβανία, Ρουμανία, Ουγγαρία, Πολωνία, Βουλγαρία και Λετονία.
Από την άλλη μεριά, η Ελλάδα καταγράφει σχετικά υψηλή βαθμολογία σε πεδία όπως είναι η άμεση πρόσβαση σε γιατρούς, η μείωση της θνησιμότητας από εγκεφαλικά, ο παιδικός εμβολιασμός, η μειωμένη συχνότητα υπερτασικών και η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ.
Αντίθετα, χαμηλή επίδοση επιτυγχάνεται σε πεδία όπως η πληροφόρηση και τα δικαιώματα των ασθενών, οι οικογενειακοί γιατροί, οι λίστες αναμονής στους καρκινοπαθείς, οι μεταμοσχεύσεις, οι άτυπες πληρωμές, το κάπνισμα, η έλλειψη φυσικής άσκησης, οι θάνατοι από τροχαία, η καθυστερημένη εισαγωγή καινοτόμων φαρμάκων και η υψηλή κατανάλωση αντιβιοτικών.
Οικονομικά των νοσοκομείων
Σε ό,τι αφορά τα οικονομικά των νοσοκομείων προκύπτει, πως:
Το ενεργητικό των νοσοκομείων αυξήθηκε σημαντικά (+24,4% την περίοδο 2012 – 2020), λόγω αύξησης των διαθεσίμων και των απαιτήσεων. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια σχετική σταθεροποίηση.
Οι υποχρεώσεις (πρακτικά όλες βραχυπρόθεσμες) κατέγραψαν έντονες διακυμάνσεις με τη χαμηλότερη τιμή να σημειώνεται το 2018 στο σταθερό δείγμα 60 δημόσιων νοσοκομείων και το 2017 στο συνολικό δείγμα. Την περίοδο 2012 – 2020 καταγράφεται πτώση -56,3% στις συνολικές υποχρεώσεις.
Βάσει του δείκτη ταμειακής ρευστότητας, τα έτη 2016-2018 τα ταμειακά διαθέσιμα επαρκούσαν να καλύψουν πλήρως τις υποχρεώσεις.
Τα λειτουργικά έξοδα κατέγραψαν έντονη μείωση έως το 2016-2017, με σταδιακή ανάκαμψη στη συνέχεια. Την περίοδο 2012 – 2020 καταγράφεται πτώση -16,7% στα λειτουργικά έξοδα.
Έντονη μεταβλητότητα στα καθαρά αποτελέσματα με υψηλότερες θετικές τιμές προς το τέλος της περιόδου σε σύγκριση με τη διετία 2012-2013. Την περίοδο 2012 – 2020 καταγράφεται αύξηση 104,8% στα αποτελέσματα χρήσης.