Στο greek-observatory και τις Ειδήσεις Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Ιερώνυμος: Δεν έχουμε καμία αγωνία και κανένα φόβο μήπως χάσουμε κάποιο προνόμιο εξουσίας. Μόνη μας εξουσία αυτή της αγάπης

Ρεπορτάζ για το Ραδιόφωνο της Εκκλησίας: Μάκης Αδαμόπουλος
Φωτογραφίες: Χρήστος Μπόνης


«Η αγωνία μας είναι μία και μοναδική: πώς θα προσφέρουμε τα πάντα στον άνθρωπο, πώς θα προσφερθούμε για τον άνθρωπο. Δεν έχουμε καμία αγωνία και κανένα φόβο μήπως χάσουμε κάποιο προνόμιο εξουσίας και κυριαρχίας» τόνισε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος κατά την έναρξη της εκδήλωσης που διοργανώθηκε από την Αρχιεπισκοπή στο αμφιθέατρο του Πολεμικού Μουσείου με τον γενικό τίτλο «Αναθεώρηση του Συντάγματος και Εκκλησία της Ελλάδος. Συμβολή σε έναν ανοικτό διάλογο».

Στην εναρκτήρια ομιλία του ο Αρχιεπίσκοπος μεταξύ άλλων επεσήμανε πως «με την χάρη του Θεού ζούμε μέσα σε μία ευνομούμενη Πολιτεία, σε μία δημοκρατική Πολιτεία, όπου θεσμοί και πρόσωπα απολαμβάνουμε το αγαθό της ελευθερίας, ιδιαιτέρως δε της δυνατότητας να διαλεγόμεθα μεταξύ μας ανεμπόδιστα, να εκφράζουμε θέσεις, σκέψεις, αντιρρήσεις, προτάσεις, να συμβάλλουμε — κινούμενοι εντός του αξιακού κεκτημένου του νομικού και συνταγματικού μας πολιτισμού και εμπνεόμενοι από μία κλασσική παράδοση ευγένειας, λεπτότητας και αλληλοσεβασμού — στην γόνιμη δημόσια διαβούλευση για τα κοινά του βίου μας. Και δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι η δημοκρατία, η ελευθερία έκφρασης και όλες οι άλλες ατομικές ελευθερίες και τα κοινωνικά δικαιώματα, δεν είναι αξίες αυτονόητες και δεδομένες. Κερδήθηκαν μέσα από αγώνες, θυσίες, ιδρώτα και ενίοτε και αίμα. Γι’ αυτό και οφείλουμε ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη σε όλους αυτούς που ανά τους αιώνες θυσιάστηκαν, για να απολαμβάνουμε εμείς σήμερα αυτές τις αξίες και αυτά τα ιδανικά, τα οποία θεωρούνται και είναι «εκ των ων ουκ άνευ» του σύγχρονου πολιτισμού μας. Συγχρόνως δε αυξάνεται το χρέος μας απέναντι στην ιστορία, στο παρόν και στο μέλλον της πατρίδος μας, αλλά και της μεγάλης μας οικογένειας, της Οικουμένης, να τιμούμε αυτές τις αξίες και τις αρχές όχι με λόγια και θεωρίες. Όχι με ιδεοληψίες και συνθήματα. Όχι με πολωτικά ψευδοδιλήμματα και παραπλανητικά μυθεύματα», ενώ έκανε λόγο για οχύρωση της δημοκρατίας και της ελευθερίας με πράξεις και έργα, αλλά κυρίως μέσα από τον διάλογο.

Σημείωσε, επίσης, ότι «η στόχευση η δική μας είναι απόλυτα διάφανη και αταλάντευτη: Πώς θα διακονήσουμε τον άνθρωπο ακόμη περισσότερο. Πώς θα αναπαύσουμε τον άνθρωπο τον κουρασμένο, τον άνθρωπο τον αδικημένο, τον πτωχό, τον ξένο, τον αδύνατο, τον κατατρεγμένο, τον περιθωριακό, τον περιφρονημένο, τον αναγκεμένο».

Σε άλλο σημείο της ομιλίας του τόνισε ότι «η αγωνία μας είναι μία και μοναδική: πώς θα προσφέρουμε τα πάντα στον άνθρωπο, πώς θα προσφερθούμε για τον άνθρωπο. Δεν έχουμε καμία αγωνία και κανένα φόβο μήπως χάσουμε κάποιο προνόμιο εξουσίας και κυριαρχίας. Διότι, όπως έχω τονίσει και σε εισηγήσεις μου στο Σεπτό Σώμα της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και σε δημόσιες τοποθετήσεις μου, ο Κύριός μας μας έδωσε ένα μονάχα προνόμιο: Την θυσιαστική και σταυρική αγάπη. Μία μονάχα εξουσία: Την εξουσία να αγαπάμε. Αυτό το προνόμιο και αυτή την εξουσία της άνευ όρων και προϋποθέσεων αγάπης, είναι αλήθεια ότι δεν τα συζητούμε και δεν τα διαπραγματευόμαστε».


Αμέσως μετά με συντονιστή τον Πρωτοσύγκελλο της Αρχιεπισκοπής Αρχιμανδρίτη Συμεών Βολιώτη ξεκίνησαν οι εισηγήσεις.

Ο κ. Σωτήριος Ρίζος, Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας επί τιμή και Διευθυντής του Νομικού Γραφείου της Προεδρίας της Δημοκρατίας ανέπτυξε το θέμα: «Οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας ως αντικείμενο ρυθμίσεως του Συντάγματος και το πρόβλημα της απορρυθμίσεώς τους». Ο κ. Ρίζος έκανε ιστορική αναδρομή και αναφορά στα συντάγματα και υπογράμμισε ότι «αν απαλειφθεί το άρθρο 3 του Συντάγματος και ο όρος ‘’επικρατούσα», δεν μπορεί να έχει κανένα λόγο η Πολιτεία στο θέμα του αυτοκεφάλου και τις σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο». Παράλληλα, σημείωσε ότι «η απορρύθμιση των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας θα λειτουργήσει αρνητικά για το έθνος». Επιπρόσθετα, υπογράμμισε ότι «Η Εκκλησία μπορεί να είναι σήμερα όπως ήταν πάντα, ένας σύμμαχος της Πολιτείας τόσο για τη στήριξη του κοινωνικού κράτους όσο και για την εμπέδωση της ασφάλειας στην πατρίδα». Όπως είπε, επίσης, ο διευθυντής της Νομικής Υπηρεσίας της Προεδρίας της Δημοκρατίας, με τις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που έχουν επικρατήσει μετά το 2010 «έχει τραυματιστεί ο πυρήνας του κοινοβουλευτισμού με τους βουλευτές που δεν ξέρουν τι ψηφίζουν» σημειώνοντας ότι υπό αυτές τις συνθήκες φαντάζει αδιανόητη η αναθεώρηση του Συντάγματος διότι δείχνει στίγματα ανελευθερίας. Αναφορικά με την συζήτηση για την συνταγματική αναθεώρηση τόνισε ότι αυτή θα ισοδυναμούσε με απορρύθμιση των σχέσεων κράτους-Εκκλησίας, κάτι που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό αυτή την χρονική περίοδο, διότι «το κράτος που βάλλεται εσωτερικά και εξωτερικά, έχει συμφέρον να μην αποχωριστεί από ένα σύμμαχο αξιόπιστο, όπως η Εκκλησία. Τα προβλήματα των δυο μερών είναι προβλήματα ουσιαστικά, όπως είναι η ποιότητα των λειτουργών και των οπαδών και λειτουργουμένων και όχι πρόβλημα κανόνων» κατέληξε ο κ. Ρίζος.

Ακολούθως, ο κ. Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, Επίκουρος Καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ανέπτυξε το θέμα: «Συνταγματικό και νομοθετικό status των θρησκευμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση» Ο κ. Παπαγεωργίου μεταξύ άλλων ανέφερε ότι «πρέπει να υπογραμμιστεί ότι κοινή συνταγματική αφετηρία όλων των Κρατών – Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στα θρησκεύματα αποτελεί ο σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας όλων φυσικών και νομικών προσώπων ή διαφόρων ομάδων. Δικαίωμα το οποίο παράλληλα με τα οικεία Συντάγματα προστατεύεται και από την ευρωπαϊκή σύμβαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Μίλησε, επίσης, για το πλέγμα των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας σε ευρωπαϊκές χώρες όπως στην Ιταλία, την Ισπανία, τη Δανία, τη Μεγάλη Βρετανία.

Αμέσως μετά ο κ. Θεόδωρος Παπαγεωργίου, Νομικός Σύμβουλος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ανέπτυξε το θέμα: «Το νομοθετικό καθεστώς και οι σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Κράτος: δεδομένα και παρανοήσεις», όπου αναφέρθηκε στην φορολόγηση της Εκκλησίας, στην εκκλησιαστική περιουσία, καθώς και στις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι δεν υπάρχουν διατάξεις που να προβλέπουν κάποια προνόμια για την Εκκλησία της Ελλάδος. Τόνισε ότι για την ίδρυση ενός ορθόδοξου ναού χρειάζονται περισσότερες γραφειοκρατικές διαδικασίες και εγκρίσεις από το λατρευτικό χώρο μιας άλλης θρησκείας. Σημείωσε, επίσης, ότι ένα άλλο ζήτημα είναι η à la carte, όπως είπε χαρακτηριστικά, εφαρμογή των εκκλησιαστικών κανόνων από τους πολίτες οι οποίοι για παράδειγμα «θέλουν να κάνουν πολιτικό γάμο, αλλά θέλουν και την παραμυθία της εξοδίου ακολουθίας. Θέλουν να κάνουν σύμφωνο συμβίωσης, αλλά θέλουν να κάνουν και βάπτιση. Στοιχεία αυτής της αντίληψης βλέπουμε και στη νομοθεσία». Σχετικά με τις σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας ο κ. Παπαγεωργίου υπογράμμισε πως «δεν υπάρχουν διατάξεις θρησκευτικού παρεμβατισμού της Εκκλησίας σε κρατικές υποθέσεις. Συμβαίνει μάλλον το ανάποδο». Για την φορολόγηση της Εκκλησίας επεσήμανε, ότι «η Εκκλησία της Ελλάδος δεν έχει πλέον καμία φοροαπαλλαγή. Πληρώνει κανονικά όλους τους φόρους εισοδήματος, ΦΠΑ, ΤΑΠ. Οι μόνες απαλλαγές που έχει αφορούν τα θρησκεύματα γενικώς και όχι ειδικά την Ορθόδοξη Εκκλησία». Αναφέρθηκε, άλλωστε, στην μισθοδοσία του Κλήρου που έγινε ως ανταπόδοση από την τεράστια περιουσία που έδωσε η Εκκλησία στο κράτος για την ανέγερση νοσοκομείων και δημόσιων χώρων.

Το αμφιθέατρο του Πολεμικού Μουσείου, καθώς και η αίθουσα υποδοχής η οποία είχε διαμορφωθεί σαν δεύτερη αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτες, από ενδιαφερόμενους που είχαν φτάσει από νωρίς, για να παρακολουθήσουν την εκδήλωση. Παρέστησαν αρκετοί Αρχιερείς, Διευθυντές των υπηρεσιών της Συνόδου και της Αρχιεπισκοπής, ο υπουργός Παιδείας Κωνσταντίνος Γαβρόγλου, ο πρώην υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης, οι υφυπουργοί Γιάννης Αμανατίδης, Γιώργος Κατρούγκαλος, Κώστας Ζουράρις, Γιάννης Μπαλάφας, ο Γιώργος Καλαντζής γ.γ. Θρησκευμάτων, ο πρόεδρος της Ένωσης Κεντρώων Βασίλης Λεβέντης, βουλευτής εκπρόσωπος του ΚΚΕ, η πρώην υπουργός Άννα Διαμαντοπούλου, η πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου, μεγάλος αριθμός δικαστικών καθώς και πολλοί κληρικοί και λαϊκοί.

Μετά το πέρας της εκδήλωσης ο Αρχιεπίσκοπος μιλώντας στους δημοσιογράφους τόνισε πως «είναι καθήκον και υποχρέωση μας μία συζήτηση πάνω σε επίκαιρα θέματα. Θεωρήσαμε σκόπιμο να πούμε στον λαό μας τι είναι αυτό το θέμα και πώς το αντιμετωπίζουμε. Ήταν μία προσπάθεια αγάπης χωρίς αντιπαραθέσεις, απλώς ένας επιστημονικός και σοβαρός διάλογος».

Tags
Back to top button