Ο υπουργός εξωτερικών της Αλβανίας έκανε πριν από λίγο καιρό μια ενδιαφέρουσα πρόταση που μάλλον πέρασε απαρατήρητη:να μπορούν οι απόγονοι των Τσάμηδων, που το 1944 λόγω της εγκληματικής τους δράσης στο πλευρό των κατοχικών δυνάμεων αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να περάσουν στην Αλβανία, να επισκέπτονται τους τόπους των γονέων και των παππούδων τους για ανθρωπιστικούς λόγους.
Θα έλεγα και για παιδαγωγικούς λόγους, κάτι που λησμόνησε να το πει ο υπουργός. Όπως γίνεται με εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανούς μαθητές εδώ και δεκαετίες που επισκέπτονται στο πλαίσιο σχολικών προγραμμάτων τους τόπους εγκλήματος των προγόνων τους. Όχι για να αισθανθούν συλλογική ευθύνη και ντροπή για τη φρίκη που με πρωτοβουλία των παππούδων τους συντελέστηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης, αλλά για να προσεγγίσουν την ιστορία βιωματικά, για να μάθουν τη σύγχρονη ιστορία μέσα από τη φυσική παρουσία στους τόπους της φρίκης. Και βεβαίως για να τιμήσουν με την επίσκεψη αυτή τη μνήμη των θυμάτων, αναγνωρίζοντας τους ρόλους του θύτη και του θύματος, χωρίς ναι-μεν-αλλά και συμψηφισμούς.
Βεβαίως τους ίδιους τόπους επισκέπτονται και ομοϊδεάτες των δραστών, ενδεχομένως για να θαυμάσουν κρυφά τα κατορθώματα των προγόνων τους και να τιμήσουν τη μνήμη των «δικών τους» νεκρών, ίσως των νεκρών φρουρών των στρατοπέδων από τις εξεγέρσεις των θυμάτων πριν οι τελευταίοι αντιμετωπίσουν την κάνη ή το υδροκυάνιο. Πάντως Γερμανός πολιτικός, και μάλιστα με κυβερνητικό πόστο, που να ζητά από την Τσεχία ή την Πολωνία να επιτραπεί και στους βιολογικούς απογόνους των θυτών – με την όποια μορφή είχαν και με όποιον ρόλο έδρασαν οι τελευταίοι στην κατεχόμενη ανατολική Ευρώπη – να επισκέπτονται τους τόπους της φρίκης για ανθρωπιστικούς λόγους, δεν έχει προκύψει ακόμη. Μνημεία για τους SS και τους συνεργάτες τους που προσέφεραν πολύτιμη βοήθεια στην πραγμάτωση του σχεδίου της ναζιστικής Γερμανίας στην Τσεχία και την Πολωνία, με το σκεπτικό ότι άνθρωποι ήταν κι αυτοί που αγωνίζονταν με ηρωισμό και αυταπάρνηση για τα δικά τους ιδανικά, θα αργήσουν να στηθούν. Μπορεί από τότε να πέρασαν πάνω από 75 χρόνια, αλλά οι μνήμες είναι ζωντανές και ο πόνος δεν έχει βγει ακόμη από τις καρδιές των θυμάτων. Το παρελθόν δεν έχει γίνει ακόμη «ουδέτερη» ιστορία.
Δεν είχε όμως μόνο η ανατολική Ευρώπη τόπους φρίκης. Ολόκληρη η Θεσπρωτία είναι ένα φυσικό ιστορικό μουσείο για τη βιωματική μελέτη της δράσης των συνεργατών των φασιστικών και ναζιστικών δυνάμεων κατοχής με στόχο την απόσχιση της περιοχής και την προσάρτηση στην Μεγάλη Αλβανία.
Αλλά για να έχει νόημα μια εκπαιδευτικού χαρακτήρα επίσκεψη μαθητών ελληνικών ή αλβανικών σχολείων – για να ικανοποιηθεί και η επιθυμία του Αλβανού υπουργού εξωτερικών – στη Θεσπρωτία,πρέπει πρώτα η Ελλάδα να οργανώσει ένα μουσείο κατοχής και αντίστασης στην περιοχή αυτή, στο οποίο να συγκεντρώνονται και να εκτίθενται τεκμήρια των τρομοκρατικών πράξεων εκείνων που μισούσαν την Ελλάδα και τους Έλληνες και για τέσσερα χρόνια πάσχιζαν να «εκκαθαρίσουν» την «Τσαμουριά»από την παρουσία τους και να την «απελευθερώσουν». Με τον τρόπο αυτό θα καταρρεύσει, ακόμη και για όσους συνεχίζουν μέχρι σήμερα λες και ζούμε στο 1943, να πιστεύουν στον μύθο που στο πλαίσιο της «ταξικής πάλης» δημιουργήθηκε από συγκεκριμένο πολιτικό χώρο γύρω από τη συμμετοχή των Μουσουλμάνων Τσάμηδων της Θεσπρωτίας στην αντίσταση κατά του Άξονα μέσω της δήθεν ένταξής τους στις γραμμές του λεγόμενου «μικτού τάγματος» του 15ου συντάγματος του ΕΛΑΣ στα Φιλιατοχώρια κατά τη διάρκεια της κατοχής. Από τα ίδια τα γερμανικά αρχεία προκύπτει ότι αυτό το «τάγμα» δεν είχε ούτε καν τη δύναμη ενός λόχου, στον οποίο ένα τμήμα, όχι μεγαλύτερο από τη δύναμη μιας διμοιρίας, ήταν Τσάμηδες της Θεσπρωτίας που μετά την άνοιξη του 1944 θεώρησαν ότι μπορούν να ξεπλύνουν το προηγούμενο, πλούσιο σε εγκλήματα, βιογραφικό τους με την ένταξη στον ΕΛΑΣ και τη συμμετοχή στις εμφύλιες συγκρούσεις.
Για προφανείς λόγους ούτε οι Έλληνες μαθητές, ούτε οι μαθητές από τη γειτονική και φίλη χώρα έχουν σήμερα τη δυνατότητα να επισκεφθούν ένα τέτοιο μουσείο τοπικής ιστορίας, διότι κανείς δεν φρόντισε αυτό να υπάρχει. Όχι μόνο μουσείο τοπικής ιστορίας δεν υπάρχει, αλλά οι Έλληνες μαθητές δεν μαθαίνουν ποτέ στο σχολείο την πραγματική ιστορία της κατεχόμενης Θεσπρωτίας και το ρόλο της αλβανο-μουσουλμανικής μειονότητας στη εκτεταμένη βία που εκδηλώθηκε την ίδια περίοδο εναντίον του χριστιανικού πληθυσμού. Οι Αλβανοί μαθητές τουλάχιστον κάτι μαθαίνουν, διότι μεριμνά γι αυτό ο κρατικός αλβανικός εκπαιδευτικός εθνικισμός μέσω των εγχειριδίων Ιστορίας και Γεωγραφίας. Απλά τα μαθαίνουν από την ανάποδη – για αυτό και η διαμαρτυρία ότι δεν επιτρέπεται στους απογόνους των Τσάμηδων να στήσουν μνημεία στη Θεσπρωτία για τη δοσιλογική τους δράση.
Ένα εκπαιδευτικό μουσείο για την ανάδειξη της τοπικής ιστορίας και τη βιωματική μάθηση με τις επισκέψεις μαθητών σε αυτό, όμως, θα ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό από ένα σχολικό εγχειρίδιο, όσο καλό και αν ήταν το τελευταίο. Γιατί στο μουσείο οι μαθητές θα είχαν την ευκαιρία μέσα από τα εκθέματά του να μάθουν την ιστορία «από τα κάτω»: από τη σκοπιά της καθημερινότητας της εποχής. Να δουν πώς ακριβώς εκδηλώθηκε σε όλη την περίοδο της Κατοχής η τρομοκρατία των ένοπλων συμμοριών των Αλβανοτσάμηδων – «Τούρκοι» ήταν η λαϊκή έκφραση της εποχής για τη μειονότητα αυτή – εναντίον του χριστιανικού πληθυσμού. Συμμοριών που είχαν την πλήρη στήριξη των ομοθρήσκων τους και την απεριόριστη ανοχή και αρωγή της κατοχικής δύναμης στο εγκληματικό τους έργο. Εκεί θα μπορούσαν π.χ. να διαβάσουν ή να δουν στην οθόνη πώς ένας συνομήλικός τους, ο δεκατριάχρονος τότε μαθητής Αναστάσιος Ντούσης από το Γραικοχώρι, περιγράφει στην από 24.2.1943 κατάθεσή του στην (κατοχική) ελληνική αστυνομική αρχή τη δολοφονία του παππού του:
«Χθες το βράδυ που ετοιμαζόμαστε να κοιμηθούμε ακούσαμε πολλούς πυροβολισμούς, εγώ με τη μικρότερη αδερφή μου εκοιμώμεθα στο ένα δωμάτιο και στο άλλο ο παππούλης μου. Εκεί που πήγε να ιδεί τι γίνεται στο παράθυρο, δεν γνωρίζω πώς τον βάρεσαν με τα ντουφέκια, εκείνοι που πυροβολούσαν έριξαν μαζί τέσσερις ντουφεκιές. Τότε άκουσα τον παππούλη μου που λέγει στη θεία μου ότι τον σκοτώσανε, αλλά εμάς δεν μας είπε τίποτε, ούτε και τον είδαμε πού τον είχαν τραυματισμένον. Από το φόβο μας που ερχόσαντε οι σφαίρες στο σπίτι μας δεν ξέραμε τι να κάμουμε, ο παππούλης μου φώναξε τους γειτόνους, αλλά κανείς δεν απαντούσε. Τότε έπεσε χάμω στο πάτωμα και μου είπε να του βάλω στην πλάτη ένα μαξιλάρι και κάθησα κοντά του διότι εφοβούμουν διότι ρίχνανεπρος το παράθυρο ντουφέκια και μας φοβέριζαν. Ο παππούς είπε να μη φοβούμαι, άρχισε να τραγουδεί ένα τραγούδι σιγά και έπειτα δυνατά και μετά δεν μίλαγε καθόλου. Τότε εφωνάζαμε εμείς, αλλά κανένας δεν μας άκουγε. Ποιοι ήταν εκείνοι που επυροβόλαγαν δεν τους είδα, διότι από το παράθυρο δεν ήτο δυνατόν να βγάλουμε το κεφάλι μας και να δούμε τούτους».
Χιλιάδες τέτοιες και πολύ πιο άγριες και απάνθρωπες σκηνές εκτυλίχθηκαν στη Θεσπρωτία από το 1941 μέχρι το 1944 στο πλαίσιο της τρομοκράτησης του χριστιανικού πληθυσμού με σκοπό τη δημιουργία μιας «Τσαμουριάς» χωρίς Ρωμηούς, αφού όπως διέδιδαν στα καφενεία και στις πλατείες οι Τσάμηδες, το «Ρωμαίικο» είχε χαλάσει.
Μέχρι σήμερα όχι μόνο στα σχολεία, όπως είπαμε, δεν μαθαίνουν ο,τιδήποτε οι μαθητές για την κατοχή και την αντίσταση στη Θεσπρωτία, αλλά ούτε και στα ελληνικά πανεπιστήμια. Το θέμα δεν θεωρείται αρκετά «προοδευτικό» για να περάσει το ιδεολογικό τεστ και να πάρει τη θέση του στη διδακτέα ύλη, ενώ για τους περισσότερους ιστορικούς και διδακτικολόγους του μαθήματος της Ιστορίας θεωρείται ύποπτο «εθνικοφροσύνης», εφόσον σ’ αυτό εμπλέκεται ο…Ζέρβας. Η σημερινή αλβανική προπαγάνδα, επομένως, δεν χρειάζεται να ιδρώσει προκειμένου να πετύχει την αναίρεση της ιστορικής πραγματικότητας με τους προκλητικούς αναθεωρητικούς μύθους για τον απλό λόγο ότι τέτοια πραγματικότητα σε επίπεδο σχολικών εγχειριδίων ή πανεπιστημιακών συγγραμμάτων δεν υφίσταται ούτε και προβλέπεται σύντομα να συγκροτηθεί, λόγω γενικευμένης «αντι-εθνοκεντρικής» προκατάληψης.
Το μόνο που μπορεί κανείς βάσιμα να ελπίζει είναι ότι οι καθημερινές γροθιές στο στομάχι που προσφέρει την τελευταία δεκαετία στους Έλληνες η επίσημη αλβανική προπαγάνδα για το λεγόμενο Τσάμικοθα ξυπνήσει αναγκαστικά από τον βαθύ ιδεολογικό λήθαργο ακόμη και εκείνους που χρειάζονται σειρήνες για να διακόψουν το ροχαλητό τους. Ουδέν κακόν αμιγές καλού, όπως πίστευαν και οι παλιοί…
Αθανάσιος Γκότοβος
huffightonpost.gr