Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453), οι Οθωμανοί στράφηκαν προς τη Δύση και τις ελληνικές θάλασσες· ήδη, από τα τέλη του 14ου αιώνα και νωρίτερα, η Μεσόγειος ήταν έρμαιο των πειρατών·[1] οι σημαίες του σουλτάνου κυμάτιζαν αγέρωχες στα φρούρια της Μακεδονίας, ενώ η Θεσσαλονίκη και η Κωνσταντινούπολη, απειλούμενες πανταχόθεν από την οθωμανική πλημμυρίδα, έβλεπαν την επερχόμενη καταστροφή. Οι Αλβανοί κατείχαν την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, την Αιτωλία και την Ακαρνανία· κύριοι της Αττικής, της Βοιωτίας, της Κεφαλληνίας, της Λευκάδας και της Ζακύνθου ήταν οι Φράγκοι· οι Ναυαραίοι κυριαρχούσαν στην Πελοπόννησο, οι Βενετοί στην Κρήτη, στην Εύβοια και σε άλλα νησιά και οι Ανδεγαυοί στη Χίο.[2] Προκειμένου να προστατέψουν το νησί τους από τις συνεχείς επιδρομές και τους επελαύνοντες Τούρκους ζήτησαν την προστασία της Βενετίας· οι Βενετοί αποδέχτηκαν την πρόταση και η Κέρκυρα ήταν επισήμως βενετική κτήση από το 1386.
Η πρώτη πολιορκία της Κέρκυρας (1537)
Κατά την πρώτη πολιορκία της από τους Τούρκους (1537), η Κέρκυρα υπέστη φοβερές καταστροφές· αρχικώς, 25.000 Μωαμεθανοί αποβιβάστηκαν στα Γουβιά, «διήλθον την νήσον εν στόματι μαχαίρας και πυρός» και κατέλαβαν το Παλαιό Φρούριο. Επικεφαλής των τουρκικών δυνάμεων ήταν ο περιβόητος πειρατής Μπαρμπαρόσα, κατόπιν διαταγής του Σελίμ Σουλεϊμάν.
Λεηλασίες και καταστροφές
Ο σερασκέρης, αφού ύψωσε τη σημαία του στη Βάστια, έπλευσε με 50 πλοία και αποβίβασε άλλους 25.000 εμπειροπόλεμους άνδρες στο χωριό Ποταμός· σ’ αυτούς προστέθηκαν ο αγάς των γενιτσάρων, Βελκέρ Μπέης, ο αγάς του Ζαγορίου, Μουσταφά Παπάς, και ο διαβόητος Αγυιάς Πασάς. «Πρώτον έργον των βαρβάρων ετούτων», γράφει ο Κεκυραίος Ανδρέας Μάρμορας, «υπήρξεν η λεηλασία και η καταστροφή της εξοχής και η εξόντωσις όλων των απροστάτευτων μερών της νήσου. Αι κλοπαί και οι λεηλασίαι εβύθισαν τους κατοίκους πάντας εις άρρητον πένθος.»[3]
Μόνο η πόλη και το φρούριο του Ταξιάρχη γλίτωσαν από την καταστροφή· ο Πέζαρος, έστω και την τελευταία στιγμή, εξασφάλισε άφθονα τρόφιμα και πολεμοφόδια, το δε οχυρωμένο φρούριο είχε κατέστη «σχεδόν απόρθητον.» Εκεί βρήκαν καταφύγιο και περίπου 3.000 χωρικοί, μαζί με τις αποσκευές τους.
Παρά την ηρωική αντίσταση των πολιορκημένων, οι Τούρκοι πλησίασαν στην πόλη και πυρπόλησαν τα προάστειά της· οι αντεπιθέσεις της φρουράς ήταν συχνά νικηφόρες, αλλά η πολεμική ορμή των ανδρών «εμετριάζετο πάντοτε υπό της φρονήσεως των αρχηγών», οι οποίοι, εκτιμώντας την κρισιμότητα των πραγμάτων, «εφείδοντο του αίματος των στρατιωτών τους».[4] Εξάλλου, μόλις 2.000 Ιταλοί και ισάριθμοι Κερκυραίοι[5] αποτελούσαν την τακτική στρατιωτική δύναμη του νησιού. Στις 31 Αυγούστου, οι Τούρκοι κλιμακώνουν αποφασιστικά την επίθεσή τους, στρέφοντας εναντίον των οχυρώσεων τρεις «τηλεβολοστοιχίες»· η πρώτη συστοιχία -εκατό πυροβόλα- τοποθετήθηκε κοντά στην εκκλησία του Ταξιάρχη, η δεύτερη -αποτελούμενη από 5 τηλεβόλα- στήθηκε δίπλα στον ναό του Αγίου Βασιλείου και η τρίτη -έντεκα τηλεβόλα- πλησίον της μικρής εκκλησίας, της αφιερωμένης στην Παναγία των Καβασιλέων.[6] Από τις τρεις αυτές θέσεις «ήρξαντο δι’ ομοβροντίας να κεραυνοβολώσιν τα τείχη.»
Η σφαγή των Κερκυραίων αμάχων
Οι Βενετοί αρχηγοί, φοβούμενοι μήπως λείψουν «αι ζωοτροφίαι», αποφάσισαν «ν’ απαλλαγώσιν των περιττών στομάτων και εξήγαγον της πολιορκημένης πόλεως πάντας τους ανικάνους· γέροντες τοιουτοτρόπως και γυναικόπαιδα ετέθησαν εκτός πάσης προστασίας και παρεδόθησαν εις την διάθεσιν των Τούρκων.» Ακολούθησε πανδαιμόνιο και ανηλεής σφαγή των αμάχων· «η πληθύς εκείνη», συνεχίζει ο Μάρμορας, «αποβεβλημένη της προστασίας τη πατρίδος και εκτεθειμένη άμα εις την ωμότηταν των εχθρών, άστεγος και πειναλέα ήγετο και εφέρετο εν μέσω των δύο στρατιών, καραδοκούσαν βέβαιον θάνατον και αναπόφευκτον όλεθρον και ηκούοντο πόρρωθεν οι στεναγμοί των γυναικών, αίτινες αιτιώντο τους συζύγους των, οι κλαυθμοί των παιδιών και των γερόντων αι απηγνωσμέναι κραυγαί κατά της ανηλεούς εκείνης αποφάσεως, ήτις τόσον ασπλάχνως ηρνείτο προστασίαν εις την αδυναμίαν και ελησμόνει ότι οι καταδεδικασμένοι από την πατρίδα εις θάνατον γέροντες έφερον εισέτι καταφανείς τας ουλάς των πληγών εκείνων, αις πλείσταις είχον περιπέσει μαχόμενοι υπό τας σημαίας του πρίγκηπος.» Ουδεμία σκέψη «έκαμψε το απηνές εκείνο μέτρο» και οι Κερκυραίοι «θυσίασαν πολυτίμους υπάρξεις, ίνα σώσωσιν την κινδυνεύουσαν δημοκρατίαν».[7]
Κώστας Καραμανλής: Λύνουμε το υδροδοτικό της Κέρκυρας μετά από σχεδόν μισό αιώνα
Οι Τούρκοι, με όλο και μεγαλύτερη μανία, καθώς έβλεπαν ότι οι συνεχείς κανονιοβολισμοί δεν προκαλούσαν ανεπανόρθωτες καταστροφές, έστησαν στο νησάκι Βίδος «πυροβόλον ολκής πενήντα λιβρών και έβαλλαν αδιακόπως» την πόλη για τρεις μέρες. Κι ενώ οι έκτακτες αντεπιθέσεις των Κερκυραίων συνεχίζονταν, διασκορπίστηκαν στην ύπαιθρο χώρα του νησιού με άγριες διαθέσεις: «εσπάρησαν κατά τας εξοχάς, κατέκοψαν τα οπωροφόρα δέντρα,[8] κατέστρεψαν τας εξοχικάς επαύλεις, ελεηλάτησαν τα ποίμνια και ήγαγον αιχμαλώτους τους άνδρας και τας γυναίκας, αις ετύγχανον.»
Η κατάσταση γινόταν απελπιστική· ωστόσο, η φρουρά στο κάστρο του Ταξιάρχη συνέχιζε να μάχεται γενναία, αποκρούοντας τις αλλεπάλληλες εφόδους του εχθρού. Μια κανονιοφόρος που εμφανίστηκε στο λιμάνι του νησιού αναπτέρωσε προσωρινά το ηθικό των Κερκυραίων, αλλά ο πλοίαρχος της ανακοίνωσε ότι απλώς ξέφυγε από τις ναυτικές δυνάμεις του Σουλεϊμάν· μάλιστα, πρόσθεσε ότι συνάντησε αγκυροβολημένα τέσσερα εχθρικά πλοία στο κερκυραϊκό λιμάνι του Περάματος, ερχόμενος από την Πάτρα. Είναι αλήθεια ότι ο Πέζαρος διέθετε αξιόλογες ναυτικές δυνάμεις, αλλά έμενε σχεδόν άπρακτος στη θάλασσα και ο τουρκικός στόλος πλησίαζε όλο και περισσότερο στην Κέρκυρα· σε λίγο, θα ήταν αδύνατο να βοηθήσουν τα χριστιανικά πλοία τους πολιορκημένους, χωρίς να ναυμαχήσουν με τα καράβια του σουλτάνου. Ο Βενετός ναύαρχος σκεφτόταν -και σωστά, όπως αποδείχτηκε- ότι, ακόμα κι αν κατανικήσει τον τουρκικό στόλο στη θάλασσα και ανοίξει τις συγκοινωνίες του νησιού, η ζημιά για τους Τούρκους θα ήταν ελάχιστη· οι πολυπληθείς γενιτσαρικές ορδές θα συνέχιζαν σχεδόν ανενόχλητες το καταστροφικό τους έργο. Η θέση του ήταν και ιστορικά κρίσιμη: εάν υπέκυπτε η Κέρκυρα, ποιος θα μπορούσε να σώσει τις υπόλοιπες βενετικές κτήσεις; Η Κύπρος, η Κρήτη, η Δαλματία και η Βενετία ή ίδια θα κινδύνευαν άμεσα.
Όπως και να ‘χει, ο Πέζαρος κράτησε το σύνολο των δυνάμεών του στη νήσο, ελπίζοντας ότι τα φρούρια θ’ αντέξουν λίγες ακόμα μέρες, έστω και με πολλά προβλήματα. Ευτυχώς για τους Κερκυραίους και η θέση των πολιορκητών γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη: παρουσιάστηκε σοβαρή έλλειψη τροφίμων, ο καιρός ήταν άσχημος και άστατος, ενώ εκατοντάδες πέθαιναν καθημερινά λόγω «ενσκηψάσης ανιάτου νόσου» στο εχθρικό στρατόπεδο.[9] Οι Τούρκοι, «καίπερ δε λαμβάνοντες καθ’ εκάστην νέας επικουρίας, ουχ ήττον και μύρια υφίσταντο δεινά.» Η φρουρά επιχειρούσε απελπισμένες εξόδους, προκαλώντας συχνά μεγάλη φθορά στους εχθρούς.[10] Ο Αγιάς πασάς -Αλβανός που εξισλαμίστηκε-, θέλοντας να τρομοκρατήσει τους πολιορκημένους, έστησε απειράριθμες -άδειες- στρατιωτικές σκηνές κατά μήκος της παραλίας, υποτίθεται προορισμένες να στεγάσουν τα πλήθη των επερχόμενων στρατιωτών, αλλά το τέχνασμα δεν έπιασε. Στη συνέχεια, επιβιβάστηκε ο ίδιος στα πλοία του πειρατή Μπαρμπαρόσα, έπλευσε προς το Καρδάκι και βομβάρδισε από εκεί την πόλη και το φρούριο· και αυτό το μέτρο «ουδόλως τελεσφόρησεν.»
Αφού αποκρούστηκαν γενναία στις εφόδους τους, οι Τούρκοι αποχώρησαν, λόγω και της έλλειψης τροφίμων και της θανατηφόρας επιδημίας που ενέσκηψε στο νησί· πήραν μαζί τους στην Κωνσταντινούπολη 25.000[11] Κερκυραίους αιχμαλώτους.[12] Η πολιορκία κράτησε 15 μέρες. Η άμυνα που αντέταξαν ηρωικώς λίγες χιλιάδες άντρες απέναντι στα νικηφόρα στρατεύματα του Σουλεϊμάν αποτελεί μια από της ενδοξότερες σελίδες στην ιστορία της Κέρκυρας. Ας μην ξεχνάμε, τα στρατεύματα του σουλτάνου υπέταξαν τη Βουδαπέστη και στα 1529 -με 200.000 γενιτσάρους- πολιόρκησαν τη Βιέννη. Αν έπεφτε η πρωτεύουσα της Αυστρίας, οι Οθωμανοί θα συνέχιζαν τη νικηφόρα πορεία τους προς την περιοχή της σημερινής Ευρώπης· αν παραδίνονταν οι λίγες χιλιάδες υπερασπιστές της Κέρκυρας, ο σουλτανικός στόλος του Βαρβαρώσα θα κυριαρχούσε σε ολόκληρη την Αδριατική. Ο δρόμος προς την ιταλική χερσόνησο θα ήταν ανοιχτός. Οι Τούρκοι, γράφει ο Νικόλαος Βραΐλας-Βάρθης, «ηναγκάσθησαν να λύσωσιν την πολιορκίαν, υποκύψαντες προ ενός βράχου, αμυνομένου υπό δρακός γενναίων ανδρών.»[13]
Η δεύτερη πολιορκία της Κέρκυρας (1716)
Η Συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699) αποτύπωσε την πρώτη σοβαρή μείωση της οθωμανικής κυριαρχίας στον βαλκανικό χώρο· πολύ σύντομα, οι Τούρκοι βρήκαν αφορμή για να κηρύξουν νέο πόλεμο εναντίον των Βενετών, με κύριο στόχο την ανακατάληψη της Πελοποννήσου. Ο βενετοτουρκικός πόλεμος κηρύχτηκε το 1714 και την άνοιξη του επόμενου έτους ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις των Οθωμανών κατευθύνονταν από την Ανδριανούπολη προς την Πελοπόννησο· παράλληλα κινήθηκε και ο τουρκικός στόλος, καταλαμβάνοντας την Τήνο και την Αίγινα, τα τελευταία οχυρά ερείσματα των Βενετών στο Αιγαίο. Οι Βενετοί διέθεταν ελάχιστες δυνάμεις και πολεμοφόδια στην Πελοπόννησο κι έτσι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν αμαχητί[14] πολλά κάστρα.[15] Η Ενετική Δημοκρατία βρισκόταν σε παρακμή· ο εικοσιπενταετής πόλεμος της Κρήτης κόστισε στην Πολιτεία 120 εκατομμύρια χρυσά δουκάτα και χάθηκαν πάνω από 200.000 ψυχές. Επιπλέον, οι πολεμικές περιπέτειες στο Αιγαίο «σφόδρα συνετέλεσαν» στην οικονομική της κατάπτωση· λίγο πριν την τρομερή επίθεση των Τούρκων, η Βενετία μόλις που κατάφερνε να συντηρεί τα κάστρα στις κτήσεις της· τα περισσότερα ήταν «ελλιπή των αναγκαίων του στρατού» και παρατημένα.[16]
Η ορμητική προέλαση των Τούρκων διέλυσε γρήγορα την αντίσταση των δυνάμεων της Γαληνοτάτης και η Μονεμβασιά, το τελευταίο βενετικό φρούριο του Μοριά, παραδόθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου του 1715. Τον Οκτώβριο του 1716, οι τουρκικές δυνάμεις κυρίεψαν τη Λευκάδα[17] και τον Ιούλιο του 1716 εμφανίστηκαν απειλητικοί στο βόρειο ακρωτήριο της Κέρκυρας. Ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, για ν’ αυξήσει τα πληρώματα του στόλου του, απήγαγε χιλιάδες Χριστιανούς από την ύπαιθρο του νησιού, καθώς και από την Πάργα, τη Ζάκυνθο, τα Κύθηρα και τους Παξούς.[18]
Μέχρι την πρώτη πολιορκία (1537), η Κέρκυρα ήταν ατείχιστη·[19] λόγω των αυξημένων επιδρομών, το Κερκυραϊκό συμβούλιο απέστειλε αλλεπάλληλες πρεσβείες (1542, 1546, 1552) «εις την Ενετίαν εξαιτούμενον την περιτείχισιν της πόλεως».[20] Πράγματι, κατά τα έτη 1576, 1577 και 1588, κατεδαφίστηκαν περίπου δύο χιλιάδες σπίτια, στη συνοικία του Αγίου Ρόκου, «προς ανέγερσιν των οχυρωμάτων και των τειχών της πόλεως». Επιπλέον, η Ενετία «δια μεγίστης δαπάνης, ωχύρωσε την πόλιν και τα πέριξ δια νέων προμαχώνων.»[21]
Στόχος των Τούρκων είναι να εδραιώσουν την κυριαρχία τους σε μερικές «ευπαθείς ζώνες» της δυτικής Ακαρνανίας και της Ηπείρου, ώστε να εξασφαλίσουν τις θαλάσσιες επικοινωνίες τους στο Ιόνιο και να ρίξουν, αργότερα, το βάρος των επιχειρήσεών τους στα πολεμικά μέτωπα των ακτών της Δαλματίας. Η κατάκτηση της Λευκάδας δεν ήταν παρά το προανάκρουσμα για την πολιορκία και την άλωση της Κέρκυρας· άλλωστε, οι Τούρκοι και παλαιότερα είχαν δηλώσει ανοιχτά την πρόθεσή τους να καταλάβουν το νησί. Οι Βενετοί βάιλοι στην Κωνσταντινούπολη γνώριζαν τα σχέδιά τους από τις παραμονές του προηγούμενου βενετοτουρκικού πολέμου. Μόλις έγινε γνωστό στη Βενετία ότι ο Σερασκέρης Καρά Μουσταφά πασάς, επικεφαλής 30.000 πεζών και 3.000 ιππέων ετοιμαζόταν να επιτεθεί στο νησί, στρατολογήθηκαν Ιταλοί και Γερμανοί μισθοφόροι.
Κι ενώ η επικείμενη απόβαση των Τούρκων θεωρείται βέβαιη, τον Φεβρουάριο του 1716, καταφτάνει στην Κέρκυρα ο Σάξονας στρατιωτικός, Ιωάννης Ματθίας, κόμης von Schulemburg,[23] με αποστολή να οργανώσει την άμυνα του νησιού και ν’ αποκρούσει τις επιθέσεις των Τούρκων σε ολόκληρο το Ιόνιο πέλαγος. Στη θάλασσα, οι Βενετοί διέθεταν την λεγόμενη «λιανή αρμάδα», 15 σκάφη και κάποια μικρότερα πλοία, με Γενικό Καπετάνο τον Ανδρέα Πιζάνο, καθώς και την «χονδρή αρμάδα», αποτελούμενη από 35 μικρά και μεγάλα πλοία της γραμμής· Καπετάνος της ανέλαβε ο Ανδρέας Κορνάρος.
Η άφιξη του τουρκικού στόλου επέτεινε τη σύγχυση και τον πανικό μεταξύ των Κερκυραίων αμάχων και όσων είχαν βρει καταφύγιο στο νησί. Οι χωρικοί τής υπαίθρου έσπευσαν να προστατευτούν εντός των οχυρώσεων της πόλης, ενώ πολλοί, χρησιμοποιώντας κάθε διαθέσιμο πλεούμενο μέσο, προσπαθούσαν να φτάσουν διά θαλάσσης στο Οτράντο της Απουλίας.[24] Τέλος, ο φόβος κυρίευσε και τους κατοίκους των συνοικιών, με αποτέλεσμα ν’ αρχίσουν να συρρέουν κι αυτοί μαζικά στο φρούριο της Κέρκυρας, προκαλώντας σοβαρά προβλήματα επισιτισμού και τάξης. Η κατάσταση χειροτέρεψε, όταν διαδόθηκε ότι ο βενετσιάνικος στόλος -που μετακινήθηκε δυτικά- εγκατέλειψε το νησί και το άφησε ακάλυπτο από την πλευρά της θάλασσας. Στα έρημα χωριά και στις άδειες γειτονιές της πρωτεύουσας, σημειώνονται καθημερινά ληστείες, κλοπές και κάθε είδους αρπαγές, ακόμα και φόνοι, «μεταξύ εκείνων που προσπαθούσαν ν’ αποκομίσουν κέρδη από τις λεηλασίες.»
Μέχρι το βράδυ της 8ης Ιουλίου 1716, 6.000 στρατιώτες και 4.000 γενίτσαροι αποβιβάστηκαν στον Ύψο, όπου άρχισαν να σφάζουν αδιακρίτως και να καίνε τα σπίτια χωρίς σταματημό· οι συμπλοκές γενικεύτηκαν, δίχως να φαίνεται κάποιος ξεκάθαρα νικητής, ενώ έφταναν στο νησί νέα εφόδια και χριστιανικές ενισχύσεις· ταυτοχρόνως, οι δυνάμεις του Τζανούμ Κότζα, κάποτε και χωρίς αντίσταση, διεύρυναν τις θέσεις τους στο εσωτερικό, χρησιμοποιώντας και τους σκλαβωμένους κατοίκους των χωριών σε βοηθητικές εργασίες. Στις 21 Ιουλίου, οι τουρκικές προφυλακές εισέβαλαν στο Μαντούκι και στους Γαστράδες· την ίδια μέρα, τμήματα των στρατευμάτων του σερασκέρη αποβιβάστηκαν στο νησί και κατέλαβαν στρατηγικές θέσεις στον Ποταμό και στο Κεφαλομάντουκο.
Κέρκυρα: Η στιγμή που ο Φιλ Φόντεν της Μάντσεστερ Σίτι «πλακώνεται» με τη γυναίκα του σε beach bar
Ο Ματθίας, ψύχραιμος μέσα σε μια εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση, προσπάθησε ν’ αποκαταστήσει την τάξη και -κυρίως- ν’ ανασυντάξει τις στρατιωτικές δυνάμεις που μπόρεσε να συγκεντρώσει. Διέθετε περίπου 1.000 Γερμανούς μισθοφόρους, 400 Ιταλούς και Δαλματούς, 300 Έλληνες από διάφορες περιοχές και γύρω στους 500 Κερκυραίους.[25] Διοικητές των τακτικών αυτών σωμάτων ήταν ικανοί αξιωματικοί, ανάμεσά τους και μερικοί Έλληνες, όπως οι Κερκυραίοι Δημήτριος Στρατηγός και Νικόλαος Θεοτόκης, ο Ζακυνθινός Φραγκίσκος Ρώμας και οι Νικόλαος και Φραγκίσκος Καψοκέφαλοι.[26] Οι Ζακυνθινοί στρατιωτικοί έφεραν στην Κέρκυρα και 500 «λεβέντες» από το νησί τους.[27] Σύμφωνα με άλλες πηγές, η φρουρά του νησιού δεν υπερέβαινε τους 5.000 άνδρες· σ’ αυτούς προστέθηκαν περίπου 3.000 Κερκυραίοι. Οι Τούρκοι που αποβιβάστηκαν συνολικά στο νησί υπολογίζονται σε 33.000 άντρες, κυρίως γενίτσαροι, σπαχήδες και άτακτοι.[28] Αξίζει να σημειώσουμε ότι τόσο οι Τούρκοι όσο και οι Χριστιανοί χρησιμοποιούσαν πυροβόλα όπλα, και τα πρώτα φυσίγγια, «ένωσιν της πυρίτιδος και της σφαιρικής βολίδος». Το φυσίγγιο «εισήγετο εν τη κάνει συγχρόνως, και μόνον το εμπύρευμα ελαμβάνετο εκ κιβωτίου χωριστού.» Τα «μετά πυριτολίθου» όπλα ήταν τα μόνα σε χρήση, μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα.[29] Επιπλέον, υπήρχε διαθέσιμο πλήθος εκρηκτικών, με διάφορες ειδικές τεχνικές και μηχανισμούς· βεβαίως, πολλοί μαχητές έφεραν ακόμα και πολλά παραδοσιακά όπλα, όπως σπαθιά, γιαταγάνια, τσεκούρια και τόξα.
Ο Κερκυραϊκός λαός δεν είχε συνέλθει ακόμη από τη σύγχυση και η κατάσταση άρχισε ν’ αλλάζει από το απόγευμα της 8ης Ιουλίου, όταν ο Βενετός ναύαρχος Ανδρέας Κορνάρος απώθησε με τα 27 σκάφη του τον υπέρτερο τουρκικό στόλο (πάνω από 50 πλοία). Η σύγκρουση αυτή έδειξε ότι οι Βενετοί ήταν σε θέση ν’ αντιμετωπίσουν επιτυχώς τον καπουδάν πασά, παρά την υπεροχή του σε πολεμικά σκάφη· ο χριστιανικός στόλος παρείχε κάλυψη από την πλευρά του πελάγους και κρατούσε ανοιχτό τον δρόμο του ανεφοδιασμού των δυνάμεων που υπεράσπιζαν το νησί. Και το σημαντικότερο: φάνηκε πως υπήρχαν ελπίδες και τρόποι ν’ αποκοπεί η επικοινωνία των Τούρκων με τα στρατεύματα που ήταν συγκεντρωμένα στις ηπειρωτικές ακτές και αδημονούσαν να επέμβουν, προκειμένου να πάρουν μέρος στη λεηλασία. Αφού συγκεντρώθηκαν όλα τα σκάφη των Βενετών στο νησάκι του Βίδου και στο λιμάνι της πόλης, οι Κερκυραίοι, με αναπτερωμένο το ηθικό τους, έσπευσαν να πάρουν μέρος στις επιχειρήσεις· άλλοι ανέλαβαν την επισκευή των οχυρώσεων, άλλοι μετέφεραν εφόδια, ενώ αρκετές εκατοντάδες κατατάχτηκαν σε ειδικά σώματα ένοπλης πολιτοφυλακής ή σε ειδικές ομάδες καταδρομέων.
Στις 19 Ιουλίου οι γενίτσαροι κατέλαβαν τα υψώματα του Αβαραμίου και του Σωτήρος και λεηλατούσαν την γύρω περιοχή· αλλά τινές των εγχωρίων, οι θαρραλεότεροι, μεταξύ των οποίων και Εβραίοι, αντιμετωπίσαντες τους εχθρούς, μετά πολλάς συμπλοκάς, τινάς μεν εφόνευσαν άλλους δε επλήγωσαν.» Οι Εβραίοι της νήσου εν γένει πειθάρχησαν στις διαταγές των Βενετών και συμμετείχαν στο έργο των οχυρώσεων. Η γενναιότητα των κατοίκων και η δραστήρια συμμετοχή τους στην άμυνα του νησιού αναπλήρωνε το «ολιγάριθμον της φρουράς»: «Επί των τειχών, άνδρες και γυναίκες, παιδία και γέροντας, κληρικοί και αστοί, χριστιανοί και ισραηλίται,[30] προστρέξαντες κατά τας οδυνηράς αυτάς ημέρας, δι’ όπλων, λίθων και ζέοντος ελαίου,[31] συνέτριψαν τας μαινομένας ορδάς των απίστων.»[32]
Επιτέλους, στις 22 Ιουλίου, εμφανίστηκαν στη Λευκίμμη τα πρώτα συμμαχικά σκάφη: 4 ιστιοφόρα, 5 γαλέρες και 2 μικρότερα πλοία, όλα του Τάγματος της Μάλτας. Στις 31 Ιουλίου, τα καράβια των Χριστιανών εμπόδιζαν αποτελεσματικά τη χρησιμοποίηση του τουρκικού στόλου, σε όλη την βορειοανατολική πλευρά του νησιού, αλλά οι Τούρκοι προχωρούσαν επίμονα προς τον εσωτερικό περίβολο του τείχους, αφού κατέλαβαν τον λόφο του Αγίου Αβραμίου και τον οχυρό λόφο του Αγίου Σωτήρος.[33]
Στις 5 Αυγούστου, ο σερασκέρης ζήτησε την παράδοση της Κέρκυρας, απειλώντας ότι θα σφάξει ολόκληρη τη φρουρά μέχρι ενός και θ’ ανασκάψει εκ θεμελίων την πόλη. Ο Ιωάννης Ματθίας αρνήθηκε κάθε συζήτηση, ωστόσο οι δυνάμεις του αποδεκατίζονταν επικίνδυνα και πολλά όπλα της φρουράς ήταν μισοκατεστραμμένα.
Η τύχη χαμογέλασε στους πολιορκημένους την 8η Αυγούστου· μαζί με την είδηση για την ήττα των Τούρκων στο Petrovarandin από τους Αυστριακούς, κατέπλευσαν στην Κέρκυρα 8 συμμαχικά σκάφη, με 1.500 στρατιώτες,[34] άφθονες προμήθειες και όπλα. Στις 19 του ίδιου μήνα, πραγματοποιήθηκε γενική έφοδος των γενιτσάρων –«μετά θάρρους παραδόξου»- οι οποίοι κατάφεραν να στήσουν τα μπαϊράκια τους έξω από τη μεγάλη πύλη του Σκάρπωνος, αφού κατέλαβαν τον προμαχώνα του Αγίου Αθανασίου· ο Βροκίνης μάς δίνει την ατμόσφαιρα της ημέρας: «Οι αλαλαγμοί των εφορμησάντων Μωαμεθανών, ων ο αριθμός υπερέβαινεν βεβαίως τους 12.000 άνδρας, εξ ων και πολλοί ιππείς, οι τυμπανισμοί, τα σαλπίσματα, οι θόρυβοι των ίππων, ο κρότος των εκπυρσοκροτούντων όπλων, τηλεβόλων και βομβίδων, οι κτύποι των πελέκεων οίτινες κατεσυνέτριβον δύφρακτα και θύρας καθίστων φρικτόν και αλγεινόν το θέαμα και επέφερον απελπισία και τρόμον.»[35] Οι Τούρκοι ανέτρεψαν γρήγορα τους 600 Χριστιανούς που μάχονταν στη Σκεπαστή· οι άνδρες αυτοί ανατίναξαν τους παγιδευμένους υπονόμου και υποχώρησαν προς την κύρια Τάφρο. Μπροστά στον θανάσιμο κίνδυνο να εισέλθουν οι επιδρομείς στον εσωτερικό περίβολο του φρουρίου, ο Ματθίας συγκέντρωσε τάχιστα ισχυρό σώμα στρατιωτών -με σκάλες και ειδικό εξοπλισμό- και προχώρησε σε μία λίαν επικίνδυνη και σχεδόν απεγνωσμένη προσπάθεια ν’ ανακαταλάβει τον οχυρό Σκάρπωνα· στη δύναμη αυτή συμμετείχαν και 300 ντόπιοι ναύτες, οι οποίοι αποσύρθηκαν εκτάκτως από τα πληρώματα του βενετικού στόλου· ακολουθούμενος από πολλούς στρατιώτες και πολίτες, προηγείτο ένας ορθόδοξος ιερέας, «βαστάζων σταυρόν και ενθουσιών τα πλήθη.»
Τελικώς, η σφοδρότατη αντεπίθεση των Χριστιανών, με τον Ιωάννη Ματθία επικεφαλής, προκάλεσε τρομερές απώλειες στους επιτιθέμενους: 4.850 Τούρκοι -ή κατ’ άλλους 6.000- σκοτώθηκαν και πάνω από 5.000 πληγώθηκαν· οι αμυνόμενοι έχασαν πάνω από 500 άντρες.[36] Η άκρως επικίνδυνη αυτή έφοδος -επιτέλους- έπεισε τον συμμαχικό στόλο να επέμβει δραστικά· ωστόσο, την επόμενη μέρα ξέσπασε τρομακτική θύελλα, με αστραπές, κεραυνούς, ισχυρούς ανέμους και κατακλυσμιαία βροχή. Ο χριστιανικός στόλος δεινοπάθησε, περισσότερες όμως καταστροφές έπαθαν τα πλοία των Τούρκων, που βρέθηκαν απροετοίμαστα στο ανοιχτό πέλαγος. Εντούτοις, οι πολιορκητές ετοιμάζονταν να επαναλάβουν την επίθεση, την επόμενη μέρα. Ξαφνικά, εμφανίστηκαν νέες χριστιανικές στρατιωτικές ενισχύσεις: μια ναυτική μοίρα της Ισπανίας με 6 καράβια ιστιοφόρα.
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας κάποιοι -κυρίως άπειροι και νεοσύλλεκτοι- μισθοφόροι αποστάτησαν προς τους Τούρκους, δίνοντας χρήσιμες πληροφορίες για την κατάσταση των φρουρίων. Ο έμπειρος Ματθίας ανέβασε τους μισθούς τους κατά ένα σολδίο, έδινε χρηματικές αμοιβές και φρόντισε -όσο μπορούσε- για τον επισιτισμό τους· ουδείς Τούρκος αποστάτησε προς τους Κερκυραίους. Ωστόσο, δεν υπήρξε οργανωμένη «προδοσία» εκ των έσω, όπως συνέβη σε άλλες περιπτώσεις· και στις δύο πολιορκίες της Κέρκυρας, επιβεβαιώθηκε η μεσαιωνική λαϊκή παροιμία: «Χωρίς ρουφιάνο, κάστρο δεν παίρνεται.»
Οι υπερασπιστές των τειχών του περιβόλου ήταν σχεδόν αποκλειστικώς Κερκυραίοι, όλοι κάτοικοι του νησιού, εκτός από λίγους τακτικούς. Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, επικρίνοντας τους Έλληνες αρματολούς της Στερεάς και τους προύχοντες της Πελοποννήσου, οι οποίοι ενώθηκαν με τους Τούρκους εναντίον των Βενετών, γράφει: «Ουδέν ήττον παρήγορην εικόνα παρίστησιν η γενναία άμυνα ην αντέταξαν οι Έλληνες της Κέρκυρας κατά του επιχειρήσαντος τότε την πολιορκία του φρουρίου αυτής οσμανικού στρατού και στόλου. Ναι μεν κυριώτατος της πόλεως σωτήρ ανεδείχθη ο γενναίος Σάξων κόμης Σχούλεμβουργ, […] «αλλά κατά την μεγάλην έφοδον, ην οι πολέμιοι επεχείρησαν κατά την 19ην Αυγούστου, οι μισθοφόροι της Ενετικής κυβερνήσεως, Γερμανοί, Σκλαβούνοι και Ιταλοί είχον ήδη υποχωρήση, ότε οι Έλληνες, εμψυχούμενοι υπό της μεγαλοφυίας του Σχούλεμβουργ και των προτροπών του ομογενούς αυτών Στρατηγού Μάρκου Αντωνίου Σάλα, κατώρθωσαν ν’ αποκρούσωσιν του Τούρκους εν αγώνι υστάτω καθ’ ον και αυτοί οι ιερείς, και αυταί αι γυναίκαι συνεμερίσθησαν τους κινδύνους της πάλης και το κλέος της επιτυχίας.»[37]
Το πρωί της 22 Αυγούστου, οι Τούρκοι άρχισαν να επιβιβάζονται εσπευσμένα στα πλοία, αφήνοντας πίσω τους σκηνές, εφόδια, ζώα και μερικά βαριά κανόνια και πυροβόλα. Ενδεχομένως οι πολιορκητές αποχώρησαν επειδή φοβήθηκαν, μετά την επικίνδυνη ενίσχυση του χριστιανικού στόλου και τις πληροφορίες για τον προσεχή κατάπλου εννέα πορτογαλικών σκαφών· σύμφωνα με άλλους, ο σερασκέρης διατάχθηκε να εγκαταλείψει επειγόντως τις επιχειρήσεις του στο Ιόνιο, προκειμένου να ενισχύσει το βαλκανικό μέτωπο και τη φρουρά του Βελιγραδίου που κινδύνευε. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας -η οποία κράτησε 48 μέρες- οι Τούρκοι έχασαν πάνω από 15.000 άνδρες· έχασαν τη ζωή τους 3000 Χριστιανοί (ξένοι στρατιώτες, εγχώριοι και άλλοι νησιώτες)· υπό τη σημαία της Ενετικής Δημοκρατίας πολέμησαν περίπου 10.000 άνδρες, στρατιώτες και ναύτες.[38]
Ο πιστός χριστιανικός λαός απέδωσε την αποχώρηση των Τούρκων σε σωτήρια παρέμβαση του Αγίου Σπυρίδωνα. Η καταστροφική λαίλαπα σκόρπισε τον πανικό στους θρησκόληπτους και δεισιδαίμονες «βαρβάρους»· μάλιστα, κάποιοι Τούρκοι έλεγαν ότι εμφανίστηκε το ίδιο βράδυ «επερχόμενος απειλητικός καλόγερος», επικεφαλής αναρίθμητων αγγελικών λεγεώνων, και «φέρων πυρσόν ίνα κατακαύση αυτούς.» Με διάταγμα που εξέδωσε ο ναύαρχος Πιζάνης, «κατ’ έτος, την 11ην Αυγούστου τελείται λιτανεία του Αγίου ανά την πόλιν μετά της προσηκούσης πομπής και παρατάξεως, εις ανάμνησιν της σωτηρίας της νήσου.»
***
Ο Δημήτρης Τζήκας είναι δάσκαλος και ιστορικός· κατά την περίοδο 2000-2010, εργάστηκε σε δημοτικά σχολεία της Κέρκυρας. Διαχειρίζεται την ιστοσελίδα «Ερανιστής» (https://eranistis.net/wordpress/)
Ενδεικτική βιβλιογραφία και παραπομπές
[1] Η Κέρκυρα ήταν στην κατοχή του πειρατή Leone Vetrano από το 1204 μέχρι το 1206. Οι Βενετοί σκότωσαν τον Vetrano και μοίρασαν το νησί σε δέκα ευγενείς. Το 1214, η νήσος πέρασε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου και το 1267 κατελήφθη από τους Ανδηγαυούς. Τελικά έγινε μόνιμη βενετική κτήση, αφού οι Βενετοί πλήρωσαν στους τελευταίους τριάντα χιλιάδες χρυσά δουκάτα.
[2] Νικόλαος Βραΐλας-Βάρθης. Η εν έτει 1716 ένδοξος πολιορκία της Κερκύρας. Εν Κερκύρα. Τυπ. Α. Λάντζα, 1908. Σελ. 1.
[3] Ιωάννης Μάρμορας. Ιστορία της νήσου Κερκύρας. Συγγραφείσα μεν ιταλιστί εν έτει 1672 υπό Ανδρέου Μάρμορα Κερκυραίου, μεταφρασθείσα δε εις την ελληνικήν υπό Ιωάννου Μάρμορα εφόρου της εν Κερκύρα Βιβλιοθήκης. Τυπογραφείον «Ο Κοραής» Ι. Ναχαμούλη. Κέρκυρα 1902. Σελ. 239, 240.
[4] Ιωάννης Μάρμορας. Ιστορία της νήσου Κερκύρας. Σελ. 240.
[5] Αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453), πολλοί Κερκυραίοι συμμετείχαν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων, στην Ήπειρο και αλλού· στα 1454, Κερκυραίοι πήραν μέρος στη μάχη για την κατάληψη της Πάργας και του Βουθρωτού· στα 1462, 1.000 κάτοικοι του νησιού πολέμησαν στον Ισθμό της Κορίνθου και 500 στην Πάτρα· στα 1475, 3.000 αγωνίστηκαν «εν Πάργα, Βουθρωτό, Σοποτώ και Βαστία προς σωτηρίαν αυτών». Τέσσερα πλοία με Κερκυραίους κυβερνήτες και 1.500 ναύτες έλαβαν μέρος στην μεγάλη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571). Κατά τον Βενετό ιστορικό P. Paruta, «πολύ επηνέθησαν οι Ιταλοί, ουδέ υστέρησαν επί πολεμική αρετή οι Ισπανοί. Αλλ’ υπέρ πάντας διέπρεψον οι Έλληνες, οίτινες ανέδειξαν τόλμην και πειθαρχίαν οίαν οι περί τα ναυτικά εμπειρότατοι, προσποριζόμενοι παν όφελος, εν επιθέσει και αμύνει, ώστε ηγωνίσθησαν μετ’ επαίνων και θαυμαστής επιτυχίας.» Μαζί με τους Ενετούς και κατά των Τούρκων, πολέμησαν επίσης στην Μεθώνη, στην Κεφαλληνία και στην Κρήτη.
[6] Ιωάννης Μάρμορας. Ιστορία της νήσου Κερκύρας. Σελ. 240.
[7] Ιωάννης Μάρμορας. Ιστορία της νήσου Κερκύρας. Σελ. 243.
[8] Εκείνη την εποχή, όλα τα ενδότερα της Κέρκυρας ήταν φυτεμένα με αμπέλια και χιλιάδες ελιές. Στα 1623, οι Βενετοί διέταξαν τη συστηματική φύτευση ελαιόδεντρων.
[9] Όσο γνωρίζουμε, ουδεμία πηγή αναφέρει θύματα της επιδημικής νόσου ανάμεσα στους πολιορκημένους· λόγω της αρρώστιας και της ανυπαρξίας μέτρων υγιεινής ή θεραπείας, δεκάδες εισβολείς πέθαιναν καθημερινά· καθώς φαίνεται, οι μεγάλες αυτές απώλειες προκάλεσαν μεγάλα δυσαρέσκεια στα γενιτσαρικά σώματα. Στην τελευταία έφοδο, οι μαχητές του φρουρίου της Κέρκυρας κατέκοψαν το άνθος του γενιτσαρισμού και σίγουρα οι περισσότεροι προτιμούσαν τις πολύ πιο ακίνδυνες και προσοδοφόρες επιδρομές στα νησιά του Αιγαίου.
[10] Ιωάννης Μάρμορας. Ιστορία της νήσου Κερκύρας. Σελ. 240.
“Απόβαση” Ferrari στην Κέρκυρα – Ένα από τα πιο ακριβά super car στο νησί των Φαιάκων
[11] Άλλοι ανεβάζουν ή κατεβάζουν αυτόν τον αριθμό· το εν λόγω πλήθος των αιχμαλώτων φαίνεται ότι επιβεβαιώνεται και από τις απογραφές των επόμενων ετών· οι περισσότεροι αιχμάλωτοι πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους βρισκόταν και «η ωραία των Καρτανών κόρη Καλή, η οποία «συζευγθείσα αργότερα τον υιόν του Σουλεϊμάν Σελήμ εγένετο σουλτάνα και μήτηρ του Σουλτάνου Μουράτ.» Στα 1576, η Κέρκυρα είχε μόλις 17.500 κατοίκους. Βλ. Νικόλαος Βραΐλας-Βάρθης. Η εν έτει 1716 ένδοξος πολιορκία της Κερκύρας. Εν Κερκύρα. Τυπ. Α. Λάντζα, 1908. Σελ. 10.
[12] Προηγήθηκε χρονικά μια επίθεση των Τούρκων υπό τον Αλή μπέη, στα 1431, κατά την οποία οι επιδρομείς «αποκρούσθησαν γενναίως». Στα 1403, οι Γενουήσιοι επέδραμαν στο νησί και ματαίως επιχείρησαν να καταλάβουν το κάστρο του Αγίου Αγγέλου, φυλασσόμενο από Κερκυραίο ευγενή. Δεύτερη επίθεση των Γενουατών -στα 1432- κατέληξε σε πανωλεθρία και σφαγή των επιτιθέμενων· αιχμαλωτίστηκαν πολλοί και όσοι κατάφεραν να επιβιβαστούν στα σκάφη καταδιώχθηκαν και αποδεκατίστηκαν από τις βενετικές γαλέρες. Συνοπτική ιστορία της Κερκύρας. Σελ. 76.
[13] Νικόλαος Βραΐλας-Βάρθης. Η εν έτει 1716 ένδοξος πολιορκία της Κερκύρας. Εν Κερκύρα. Τυπ. Α. Λάντζα, 1908. Σελ. 1.
[14] Η Αίγινα και το Άργος παραδόθηκαν «αισχρώς»· το Ναύπλιο και η Μεθώνη έπεσαν «κατόπιν μικράς αντιστάσεως». Ο φρειδερίκος Βαρδουήνος παρέδωσε τα κλειδιά του κάστρου της Μονεμβασιάς, «χωρίς να περιμένη ν’ ακούση τουλάχιστον τον κρότον των πυροβόλων.» Βλ. Νικόλαος Βραΐλας-Βάρθης. Η εν έτει 1716 ένδοξος πολιορκία της Κερκύρας. Εν Κερκύρα. Τυπ. Α. Λάντζα, 1908. Σελ. 10.
[15] Ο Αλή Κιουμουρτζής οδήγησε στον Μοριά ένα εκστρατευτικό σώμα που ξεπερνούσε τους 70.000 ή τους 100.000 μάχιμους άνδρες. Οι Βενετοί, σε ολόκληρη τη χερσόνησο της Πελοποννήσου διέθεταν μόλις 8.000 άνδρες, μαζί με τους αξιωματικούς. Στα φρούρια της Κέρκυρας υπήρχαν 2442 στρατιώτες, ανάμεσά τους αξιωματικοί, υπαξιωματικοί, αυλητές και τυμπανιστές. Ιστορική Επιτομή. Εξ εκδεδομένων και ανεκδότων εγγράφων ερανισθείσα υπό Λαυρεντίου Σ. Βροκίνη. Σελ. 60.
[16] Ιστορική Επιτομή. Εξ εκδεδομένων και ανεκδότων εγγράφων ερανισθείσα υπό Λαυρεντίου Σ. Βροκίνη.
[17] Η Λευκάδα είχε παραχωρηθεί στους Βενετούς με την Συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699).
[18] Μόνο από την εκστρατεία αυτή, ο Μπαρμπαρόσα έφερε στην Κωνσταντινούπολη 18.000 σκλάβους· άλλους 3.500 νέους πήρε από τη Σκιάθο, την επόμενη χρονιά (1538), χωρίς όμως να καταστρέψει το νησί. Ο Μπαρμπαρέζος πειρατής ακολουθούσε πιστά την οσμανική παράδοση: μετά την κατάληψη της Λέσβου (1462), οι Τούρκοι έσφαξαν όλους τους μισθοφόρους υπερασπιστές του νησιού, εξανδραπόδισαν μεγάλο μέρος των νέων και μετέφεραν βίαια στην πρωτεύουσά τους 10.000 κατοίκους. Μετά την άλωση της Χαλκίδας, ως αντίποινα για την πεισματική της αντίσταση, διατάχτηκε η σφαγή όλων των αιχμαλώτων ηλικίας 10 χρονών και πάνω. Βλ. Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμος 10ος. Σελ. 84,85,86.
[19] Το λεγόμενο «Παλαιό φρούριο» ενισχύθηκε οχυρωματικά και κατά τη διάρκεια της επιδρομή του Μπαρμπαρόσα· την περίοδο του πολέμου των Βενετών στην Κρήτη, χτίστηκε το Νέο φρούριο· λίγο αργότερα προστέθηκαν και τα εξωτερικά έργα. Νικόλαος Βραΐλας-Βάρθης. Η εν έτει 1716 ένδοξος πολιορκία της Κερκύρας εκ της ιταλικής μετά ιστορικής εισαγωγής, περιγραφής της τοποθεσίας και οχυρώσεως της πόλεως, πλείστων σημειώσεων, αφορωσών την οχυρωτικήν και τα όπλα της εποχής εκείνης, προσέτι δε και σχεδίου καταρτισθέντος τότε μετά την φυγήν των Τούρκων και περιλαμβάνοντος, πλην της οχυρώσεως της πόλεως, άπαντα τα προσιτήρια έργα των Τούρκων. Εν Κερκύρα. Τυπ. Α. Λάντζα, 1908.
[20] Μετά το 1537 ο Βενετός αρχιτέκτονας Μικέλε Σανμικέλι κατέστρωσε το γενικό σχέδιο για την οχύρωση της πόλης. Τότε διαμορφώθηκε και η Σπιανάδα.
[21] Αν και φρόντιζε γενικώς για τις οχυρώσεις του νησιού, η διοίκηση των Ενετών ήταν πλήρης διαφθοράς· οι Ενετοί διοικητές ήταν «ερασταί των χρημάτων» και «εστερημένοι πολιτικής ηθικότητας εφρόντιζον μόνον να υποστηρίζωσιν τας αξιώσεις των ευγενών, εν δε τη αμαθεία αυτών εκράτυνον την αμάθειαν». Ο Ιωάννης Καποδίστριας γράφει: «Η Γερουσία της Ενετίας ουδέποτε επέτρεψε την εν ταις Ιονίοις Νήσοις σύστασιν δημοσίων σχολών.» Συνοπτική ιστορία της Κερκύρας. Σελ. 90.
[22] Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο «Στρατάρχης Ιωάννης Ματθαίος κόμης του Σούλενμπουργκ, Ημερολόγιο του έτους 1716, κατά το οποίο συνέβη η πολιορκία της Κέρκυρας και η ευτυχής απαλλαγή αυτής της πόλης.» Μετάφραση: Λεωνίδας Κόλλας & Μιχάλης Πολίτης. Φίλοι του Ιδρύματος «Μνήμη Albert Cohen» Κέρκυρας. Κέρκυρα 2017.
[23] Ο Ιωάννης Ματθίας ήταν τότε 55 ετών· ο ετήσιος μισθός του ορίστηκε στα 10.000 τσεκίνια.
[24] Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμος 11ος. Σελ. 45,46.
[25] Ο Βροκίνης αναφέρει 1030 Γερμανούς, 393 Ιταλούς, 726 Δαλματούς και 293 «καλώς συντεταγμένους» Έλληνες. Η φρουρά ενισχύθηκε σημαντικά με Κερκυραίους ενόπλους κατά τη διάρκεια της πολιορκίας.
[26] Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμος 11ος. Σελ. 46.
[27] Ανάμεσά τους και 200 περίπου Κεφαλλήνες.
[28] Ανδρέας Ιδρωμένος. Συνοπτική ιστορία της Κερκύρας. Εν Κερκύρα. Τυπ. Ι. Ναχαμούλη, 1895.
[29] Νικόλαος Βραΐλας-Βάρθης. Η εν έτει 1716 ένδοξος πολιορκία της Κερκύρας. Εν Κερκύρα. Τυπ. Α. Λάντζα, 1908. Σελ. 14.
[30] Στις 19 Ιουλίου, οι γενίτσαροι κατέλαβαν τα υψώματα του Αβαραμίου και του Σωτήρος και λεηλατούσαν την γύρω περιοχή· αλλά τινές των εγχωρίων, οι θαρραλεότεροι, μεταξύ των οποίων και Εβραίοι, αντιμετωπίσαντες τους εχθρούς, μετά πολλάς συμπλοκάς, τινάς μεν εφόνευσαν άλλους δε επλήγωσαν.» Οι Εβραίοι της νήσου εν γένει πειθάρχησαν στις διαταγές των Βενετών και συμμετείχαν στο έργο των οχυρώσεων. Στον Ποταμό κατοικούσαν τότε «ολίγοι Εβραίοι». Βλ. Ιστορική Επιτομή. Εξ εκδεδομένων και ανεκδότων εγγράφων ερανισθείσα υπό Λαυρεντίου Σ. Βροκίνη. Σελ. 73,74.
[31] Δηλ. τους έριχναν από ψηλά καυτό λάδι.
[32] Νικόλαος Βραΐλας-Βάρθης. Η εν έτει 1716 ένδοξος πολιορκία της Κερκύρας. Εν Κερκύρα. Τυπ. Α. Λάντζα, 1908. Σελ. 11.
[33] Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμος 11ος. Σελ. 46.
[34] Ο Ματθίας περίμενε περισσότερες ενισχύσεις, από την πρώτη μέρα της πολιορκίας· οι 300 απ’ αυτούς τους στρατιώτες ήταν ασθενείς.
[35] Ιστορική Επιτομή. Εξ εκδεδομένων και ανεκδότων εγγράφων ερανισθείσα υπό Λαυρεντίου Σ. Βροκίνη. Σελ. 80.
[36] Ιστορική Επιτομή. Εξ εκδεδομένων και ανεκδότων εγγράφων ερανισθείσα υπό Λαυρεντίου Σ. Βροκίνη. Σελ. 87.
[37] Αναφέρεται στο: Νικόλαος Βραΐλας-Βάρθης. Η εν έτει 1716 ένδοξος πολιορκία της Κερκύρας. Εν Κερκύρα. Τυπ. Α. Λάντζα, 1908. Σελ. 106.
[38] Ιστορική Επιτομή. Εξ εκδεδομένων και ανεκδότων εγγράφων ερανισθείσα υπό Λαυρεντίου Σ. Βροκίνη. Σελ. 87.
eranistis.net