Της Αγγελικής Χατζηιωάννου, δρος Θεολογίας
Η προσφορά του αυτοκράτορος Αγίου Κωνσταντίνου στην Εκκλησία είναι γνωστή (διάταγμα των Μεδιολάνων 313, εύνοια προς την Εκκλησία κ.ά.).
Λιγότερο γνωστή ως προς τις λεπτομέρειές της, αλλά εξαιρετικά σημαντική, είναι η προσφορά του προς τους Αγίους Τόπους και την τοπική εκκλησία των Ιεροσολύμων. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν και η προσφορά της μητέρας του αυτοκράτορα, Αγίας Ελένης, προς την ίδια Εκκλησία, καθώς η ίδια, παρά την προχωρημένη ηλικία της, ανέλαβε προσωπικώς την εποπτεία και ήταν παρούσα τόσο στις εργασίες για την αποκάλυψη των τριών σπουδαιοτέρων προσκυνημάτων του χριστιανικού κόσμου (του Γολγοθά, του Παναγίου Τάφου και του τόπου της Γεννήσεως του Χριστού) όσο και στις ανασκαφές για την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού.
Η πρώτη επαφή του Αγ. Κωνσταντίνου με τους Αγίους Τόπους πραγματοποιήθηκε στο περιθώριο των εργασιών της Α’ Οικουμενικής Συνόδου (325), όταν ο αυτοκράτορας συναντήθηκε με τον επίσκοπο Ιεροσολύμων Μακάριο (314-333), ο οποίος τον ενημέρωσε για την κατάσταση της εκκλησίας των Ιεροσολύμων και ζήτησε τη βοήθειά του τόσο για την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού όσο και για την κατεδάφιση του ειδωλολατρικού ιερού της Αφροδίτης, που κάλυπτε τον Γολγοθά, του βωμού του Διός, που κάλυπτε τον τόπο της ταφής του Χριστού, και του βωμού του Αδώνιδος, που κάλυπτε τον τόπο της γεννήσεως του Σωτήρος στη Βηθλεέμ. Πράγματι, ο αυτοκράτορας αποφάσισε να ενισχύσει την εκκλησία των Ιεροσολύμων και να βοηθήσει στην αποκάλυψη τόσο των τόπων της Σταυρώσεως και της ταφής του Κυρίου όσο και του τόπου της Γεννήσεώς Του. Για την επιστασία του όλου έργου απέστειλε στα Ιεροσόλυμα τη μητέρα του Αγ. Ελένη, η οποία, παρά τη μεγάλη ηλικία της, ανέλαβε αυτή την αποστολή.
Το έργο της Αγ. Ελένης ήταν κατ᾽ αρχάς η εξακρίβωση της θέσεως των τόπων όπου γεννήθηκε, σταυρώθηκε και ετάφη ο Χριστός. Στη συνέχεια, και αφού διαπιστώθηκε η γνησιότητα των τόπων, η αυτοκράτειρα έδωσε εντολή για την απομάκρυνση των συσσωρευμένων χωμάτων, αλλά και των ειδώλων που κάλυπταν τον Γολγοθά και τον λαξευμένο τάφο του Χριστού, ενώ στους πρόποδες του Γολγοθά, μετά από ανασκαφές που έγιναν παρουσία της, ανακαλύφθηκε ο Τίμιος Σταυρός.
Ο αυτοκράτορας ενημερώθηκε αμέσως για τις ανακαλύψεις και έδωσε εντολή να κτισθεί στον τόπο της Σταυρώσεως και της ταφής του Κυρίου περικαλλής ναός. Ήταν, μάλιστα, τόσο μεγάλη η επιθυμία του να διακοσμήσει πολυτελώς τον νέο ναό, ώστε να ξεπεράσει σε πολυτέλεια και κάλλος τους ναούς, αλλά και τα κυβερνητικά κτίρια της Κωνσταντινουπόλεως, που σε επιστολή του προς τον επίσκοπο Ιεροσολύμων Μακάριο ανέφερε: «Είναι λοιπόν νομίζω φανερό σε όλους, και εκείνο έχω πεισθεί και πρόκειται να πραγματοποιήσω, τον ιερό εκείνο τόπο, τον οποίο με εντολή του Θεού απάλλαξα από το βάρος της ντροπιαστικής παρουσίας ειδώλου και ο οποίος είναι άγιος εξ αρχής, να γίνει περισσότερο άγιος, αφού έφερε στο φως την πίστη του σωτηρίου πάθους (του Χριστού), να τον διακοσμήσω με ωραία οικοδομήματα». Το έργο της ανεγέρσεως του ναού της Αναστάσεως διήρκεσε 10 περίπου έτη και τις εργασίες επέβλεπε η Αγ. Ελένη. Τα εγκαίνια του ναού πραγματοποιήθηκαν με μεγαλοπρέπεια, χωρίς την παρουσία του Μ. Κωνσταντίνου, από τις 13 έως τις 20 Σεπτεμβρίου του 326.
Παράλληλα, ο Μ. Κωνσταντίνος προχώρησε και στη χρηματοδότηση της ανεγέρσεως της περίφημης Βασιλικής της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ. Μετά την ανέγερση του ναού της Γεννήσεως ο αυτοκράτορας απέστειλε σε αυτόν βασιλικά αναθήματα, τα οποία ήταν χρυσά και αργυρά, καθώς και πολυτελή παραπετάσματα.
Εκτός, όμως, αυτών των δύο σπουδαίων ναών, ο Μ. Κωνσταντίνος χρηματοδότησε την ανέγερση ναού στον τόπο της Αναλήψεως του Χριστού στο όρος των Ελαιών και συνέχισε τις προσφορές του προς την εκκλησία των Ιεροσολύμων. Σύμφωνα με τον ιστορικό Ευσέβιο Καισαρείας, ο αυτοκράτορας έδωσε εντολή να απομακρυνθούν τα είδωλα που βρίσκονταν κοντά στη Δρυ του Μαμβρή στη Χεβρώνα (όπου ο προπάτορας Αβραάμ φιλοξένησε την Αγία Τριάδα) και να κτισθεί και εκεί Βασιλική αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα.
Η Αγ. Ελένη, έχοντας την αμέριστη συμπαράσταση του αυτοκράτορος υιού της, ανήγειρε και άλλους ναούς στους Αγίους Τόπους, περισσότερους από είκοσι τον αριθμό. Αυτοί ήταν (εκτός του ναού της Αναστάσεως και της Βασιλικής της Γεννήσεως): 1) ο ναός της Γεθσημανής, που κτίσθηκε στον τόπο της ταφής της Θεοτόκου, 2) ο ναός επί του όρους των Ελαιών, 3) ο ναός της Βηθανίας, επί του τάφου του Λαζάρου, 4) ο ναός στον Ιορδάνη ποταμό, στο μέρος όπου κατοικούσε ο Άγ. Ιωάννης ο Βαπτιστής, 5) ο ναός στο σημείο όπου ανελήφθη ο προφήτης Ηλίας κοντά στον Ιορδάνη Ποταμό, 6) ο ναός στα περίχωρα της λίμνης της Τιβεριάδος, ο λεγόμενος «Δωδεκάθρονος», 7) ο ναός στην Καπερναούμ, όπου έγινε το θαύμα της θεραπείας του παραλυτικού, 8) ο ναός στον τόπο της θεραπείας της αιμορροούσης γυναικός, 9) ο ναός στον τόπο όπου πραγματοποιήθηκε το θαύμα του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων, 10) ο ναός στα παράλια της λίμνης της Τιβεριάδος, όπου ο Χριστός εμφανίσθηκε στους μαθητές Του, 11) ο ναός στον τόπο όπου βρισκόταν η οικία της Αγ. Μαρίας της Μαγδαληνής, την οποία θεράπευσε ο Χριστός από τα δαιμόνια που τη βασάνιζαν, 12) ο ναός στην Τιβεριάδα στον τόπο της θεραπείας της πεθεράς του Πέτρου, 13) ο ναός στον τόπο της Μεταμορφώσεως του Κυρίου στο όρος Θαβώρ, 14) ο ναός στη Ναζαρέτ στον τόπο του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, 15) ο ναός στην Κανά της Γαλιλαίας, στον τόπο του θαύματος, 16) ο ναός στον τόπο όπου Άγγελος Κυρίου πληροφόρησε τους ποιμένες για τη Γέννηση του Χριστού, 17) ο ναός στον λόφο της Σιών (Ιεροσόλυμα), όπου πραγματοποιήθηκε η επιφοίτηση του Αγ. Πνεύματος στους Μαθητές, 18) ο ναός στον τόπο της αρνήσεως του Πέτρου, 19) ο ναός στην πηγή του Σιλωάμ, 20) ο ναός στον λάκκο του Προφήτη Ιερεμία, 21) ο ναός στον αγρό του Κεραμέως, 22) ο ναός στη Δρυ του Μαμβρή και 23) ο ναός στο Λιθόστρωτο.
Ωστόσο, η σχέση του Μ. Κωνσταντίνου με τους Αγίους Τόπους δεν σταμάτησε μετά την ολοκλήρωση του έργου της ανεγέρσεως ναών επί των Παναγίων προσκυνημάτων. Η σκέψη του στρεφόταν πάντοτε προς την εκκλησία των Ιεροσολύμων, την οποία στήριζε οικονομικά και διοικητικά. Μάλιστα, όπως ο ίδιος αναφέρει, επιθυμούσε να βαπτισθεί στον Ιορδάνη ποταμό: «Αυτός ήταν ο καιρός που προσδοκούσα από παλιά κι ευχόμουν να καταξιωθώ της εν Χριστώ σωτηρίας. Ήρθε η ώρα να απολαύσω και εγώ την αθανατοποιό σφραγίδα. Ήρθε η ώρα να συμμετάσχω στο σωτήριο σφράγισμα, πράγμα που κάποτε επιθυμούσα να κάνω στα ρείθρα του Ιορδάνη, στα οποία, όπως λέγεται, ο Σωτήρας μας δέχθηκε το βάπτισμα εις ημέτερον τύπον. Ο Θεός, όμως, που γνωρίζει το συμφέρον, με αξιώνει να βαπτισθώ εδώ (στην Κπολη)».
Ο Μ. Κωνσταντίνος, καθώς και η μητέρα του, Αγ. Ελένη, στάθηκαν οι μεγαλύτεροι μέχρι σήμερα ευεργέτες των Αγίων Τόπων και της τοπικής εκκλησίας των Ιεροσολύμων, γεγονός που η Σιωνίτιδα Εκκλησία δεν λησμόνησε ποτέ. Και μπορεί ο άγιος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος να μην κατάφερε ποτέ να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους, η παρουσία του όμως βρίσκεται νοερά στη σκέψη όλων των Αγιοταφιτών πατέρων που υπηρετούν σε αυτούς από την εποχή του μέχρι και σήμερα, αλλά και στους δύο ναούς που κτίσθηκαν με δική του εντολή τη Βασιλική της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ (που σώζεται ακέραιη από τότε) και στον ναό της Αναστάσεως, που διασώζει πολλά από τα κωνσταντίνεια στοιχεία του.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
– Καπενεκά Ιακώβου, Αρχιεπισκόπου Διοκαισαρείας, Οι Άγιοι Τόποι της Παλαιστίνης και το τάγμα των Αγιοταφιτών, εν Ιεροσολύμοις 1982, τύποις Ιερού Κοινού του Παναγίου Τάφου.
– Μηλλιαρά Καλλίστου αρχιμ., Οι Άγιοι Τόποι εν Παλαιστίνη και τα επ᾽ αυτών δίκαια του ελληνικού έθνους, εν Ιεροσολύμοις 1928-1933, φωτοαναστατική επανέκδοση, Θεσσαλονίκη 2002, εκδ. University Studio Press, τόμ. 1.
– Αποστολίδη Δ., Μέγας Κωνσταντίνος ο Ισαπόστολος, εκδ. Ι.Μ. Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου, 2012.