του Νεκτάριου Δαπέργολα
«Πόρνης ἐπεθύμει ὁ Θεός; Ναί, πόρνης· τῆς φύσεως τῆς ἡμετέρας λέγω… Καὶ ἄνθρωπος μέν, ἐὰν ἐπιθυμήσῃ πόρνης καταδικάζεται, Θεός δὲ πόρνης ἐπιθυμεῖ; Καὶ πάνυ. Πάλιν ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ πόρνης, ἵνα γένηται πόρνος· Θεὸς δὲ ἐπιθυμεῖ πόρνης, ἵνα τὴν πόρνην παρθένον ἐργάσηται… Ὁ τοσοῦτος καὶ τηλικοῦτος ἐπεθύμησε πόρνης; Καὶ τί; Ἵνα γένηται νυμφίος. Τί ποιεῖ; Οὐ πέμπει πρὸς αὐτὴν οὐδένα τῶν δούλων, οὐ πέμπει ἀρχάγγελον, οὐ πέμπει τὰ Χερουβίμ, οὐ πέμπει τὰ Σεραφίμ· ἀλλ᾿ αὐτὸς παραγίνεται ὁ ἐρῶν… Ἐπειδὴ αὐτὴ οὐκ ἠδύνατο ἀναβῆναι ἄνω, αὐτὸς κατέβη κάτω. Πρὸς τὴν πόρνην ἔρχεται καὶ οὐκ αἰσχύνεται… Ἔρχεται πρὸς τὴν πόρνην καὶ γίνεται ἄνθρωπος»…
(Ιωάννης Χρυσόστομος, «Ὅτε τῆς Ἐκκλησίας ἔξω εὑρεθείς Εὐτρόπιος ἀπεσπάσθη…», ια΄)
«Ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω. Εἰς τὰ ἴδια ἦλθεν, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον…» (Ἰωάννης α΄ 10-12)
«Εἶδα μέσα σ’ ἕνα βοῦρκο ἕναν ἄνθρωπο ποὺ πνιγόταν. Βούτηξα καὶ κατόρθωσα νὰ τὸν σύρω ἔξω, σχεδόν μισοπεθαμένο. Σιγά-σιγά συνῆλθε καὶ τότε γύρισε καὶ μὲ ἀγριοκοίταξε. “Γιατί μὲ ἔβγαλες;” γρύλισε. “Ἐγώ ἐκεῖ μέσα ζῶ”…». (Ἀντρέι Ταρκόφσκυ, «Νοσταλγία»)
Πάσχα. Παρὰ τὰ μαῦρα σύννεφα ποὺ συσσωρεύονται μέρα μὲ τὴ μέρα πάνω ἀπὸ τὴν καθημαγμένη χώρα, ἀδύνατο νὰ μιλήσεις σήμερα γιὰ πράγματα χοϊκὰ. Σήμερα ἕνας χαροποιὸς λυγμός, λυτήριος τῆς θλίψης, καταυγάζει τὰ σύμπαντα. Ὅτι ἐν τῇ σκοτίᾳ τὸ φάος ἐτέχθη καὶ τὸ φάος ἀρρήτως φαῖνον τὸ σκότος μετήλλαξεν. Πῦρ καινουργέον γὰρ ἦν καὶ τὰ πᾶντα καινὰ ἐποίησεν. Ποιὸς νὰ φοβηθεῖ πιὰ τὴ Νύχτα; Τὰ ἐρέβη εἶναι πλέον τηλαυγῆ καὶ ὁ Ἅδης ἐπικράνθη καὶ ἐνεπαίχθη. Γιατὶ πίστευε πὼς εἶναι κραταιὸς καὶ πανσθενὴς. Μὰ τώρα ἡ ἐξουσία του ἀποδείχτηκε φενάκη.
Πάσχα. Σήμερον ἠγέρθη ὁ Ἀναπεσὼν. Τῆς Πόρνης ἐπεθύμησε καὶ αὐτὸς παρεγένετο ὁ ἐρῶν. Αὐτὸς ὁ ἴδιος κατέφτασε. Ὁ ἴδιος ὁ ἐρωτευμένος. Ἐφ’ ἡμᾶς ἦλθεν καὶ ἐσαρκώθη καὶ δι’ ἡμᾶς τὰ πᾶντα προσεῖτο, ἴνα τὴν ἐν ἡμῖν πόρνην ἐκ τοῦ βυθοῦ ἀναγάγῃ. Ὑπὸ τοῖς ἄστροις δεσμώτης ἑκουσίως κατεδέξατο συρῆναι ὁ τῶν ἄστρων ποιητὴς καὶ ὑπὸ παρανόμων εἰς κρίσιν ὁ Ὑπὲρ Νόμον τεθῆναι καὶ ἐμπτυσμοῖς καὶ γέλωσι καὶ χλεύῃ ὁ Ὑπὲρ Λόγον καθυβρισθῆναι. Χερσίν ἀνόμοις ἐνεπαίχθη καὶ ραπίσματα καὶ μάστιγας ὑπέμεινεν ὁ Ἀκατάληπτος καὶ ἐν τῷ Κρανίῳ ἀνυψώθη καὶ ξύλῳ αἰσχύνης ἐκρεμάσθη ὁ πάλαι τὴν γῆν κρεμάσας ἐν ὕδασιν.
Πάσχα. Λίγο μόλις ἀφ’ ὅτου, ὁ ἥλιος τὰς ἀκτίνας ἀπεβάλετο, μὴ φέρων ὁρᾶν Θεὸν ὑβριζόμενον, καὶ τρόμῳ ἀπηνεῖ τὰ χθόνια ἐκλυδωνίσθη, θεωροῦντα Τοῦτον κρεμάμενον γυμνὸν ἐπὶ τοῦ ξύλου. Καὶ τῷ θανάτῳ ὁ Λόγος παρεδόθη καὶ ἐτάφη ὡς θνητός. Ἄπνους κατετέθη ἐν σπηλαίῳ ὁ Ἀθάνατος καὶ κατεκλίθη ὡς νεκρὸς ἐν πληγαῖς καὶ μώλωψιν ὁ ἐν τῇ δρακὶ περιέχων τὰ σύμπαντα. Ἀπηνῶς ἔπαθεν ὁ Ἀπαθὴς καὶ σινδόνῃ ὡς ἐν σπαργάνοις περιεβλήθη ὁ περιβάλλων τὸν οὐρανὸν ἐν νεφέλαις. Ὁ ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων περιπατῶν ὡς νέκυς ἐθεάθη κατακείμενος καὶ ὁ Ἀχώρητος παντὶ ὑπὸ γῆν ἐσφραγίσθη. Καὶ ἀνέστη, ἀνέστη ὡς νικητὴς, τὰ τοῦ Κευθμῶνος σκυλεύσας βασίλεια καὶ τὰ τοῦ πολεμίου κλεῖθρα διασπαράξας.
Πάσχα. Σήμερον ἀνέστη, εἰ καὶ ἐν τάφῳ κατῆλθεν. Ἀνέστη, τὸν θάνατον νεκρώσας καὶ ἀφθαρτίσας τὸ βροτεῖον. Ἀνέστη ὁ Ἀπερινόητος, ὁ ἐν ὑψίστοις οἰκῶν καὶ ἐν τοῖς κατωτάτοις κατελθὼν, ὁ Ἀΐδιος ὤν καὶ θνήσκων ἑκὼν, ὁ Πρὸ τῶν Αἰώνων γεννηθεὶς καὶ τὴν πόρνην ἐρασθεὶς καὶ ἐπιποθήσας ἐκ τοῦ βορβόρου ταύτην ἀναρρύσασθαι. Καὶ πέπτωκεν, πέπτωκεν ἡ Βαβυλὼν ἡ μεγάλη, ἡ Μήτηρ τῶν Πορνῶν, καὶ θρηνωδοῦσα ἐτελεύτησεν καὶ οὐκ ἔστιν ἔτι…
Έδυσε όμως και πάλι ο λογισμός εν Άδη κατωτάτω. Καταπτοημένος για μια ακόμη φορά από τον ακάματο ζόφο του τόπου της εξορίας. Γιατί όπου και να κοιτάξεις ολόγυρα, ακόμη κι αυτές τις μέρες, τα πάντα ανθυποσκύβαλα θλιβερά. Εξωστρέφεια και διασκόρπιση. Ανούσια δώρα κι αδειανές ευχές. Γιατί ωστόσο δίνουμε ευχές μια τέτοια μέρα, αυτήν τη λεγόμενη «Μέρα της Αγάπης»; Εν ονόματι ποιας κρύας και άχρωμης αγάπης τελικά; Μήπως επειδή αναζητάμε απεγνωσμένα ένα αντίδοτο, ένα ξόρκι για τη μοναξιά μας; Αφού είμαστε πλέον μόνοι, πιο μόνοι από ποτέ. Άοικοι οικήτορες υπόγειας πόλης, που αλαλάζουν περιφερόμενοι στους βύθιους δρόμους της και ανακυκλώνουν τα αδιέξοδα της ύπαρξής τους εις τον αιώνα. Περιφέρουμε τις ζωές μας εις το διηνεκές, απρόσωποι και διασπασμένοι, ανέστιοι οδίτες σ’ έναν ατελεύτητο φαύλο κύκλο, αδρανείς ρέκτες που γλεντούν τον θρήνο του κατακερματισμού τους. Διαλυμένοι και ανίδεοι, σωρηδόν σκύβαλα καταπίοντες και ειδωλόθυτα κατεσθίοντες, λαός εδώ και πολύ καιρό της παραφροσύνης και της αποστασίας. Και πάνω απ’ όλα βέβαια, λαός της αμετανοησίας.
Και τι σημασία να έχει άραγε που κρατούμε ακόμη τις λέξεις Πάσχα και Ανάσταση στο λεξιλόγιό μας; Αφού παραμένουμε βουβοί παρά τη φλυαρία, νηστικοί και διψασμένοι παρά τον κορεσμό. Οι ζωές μας αναλίσκονται απαύστως μέσα στη ζοφαλγία. Γιατί να μας αγγίξει δηλαδή αυτή ειδικά η Μέρα; Τι να αισθανθούμε από αυτήν; Και γιατί να κλάψουμε, αναλογιζόμενοι τον έρωτα του Προ των Αιώνων, του σαρκωθέντος και σταυρωθέντος και αναστάντος Λόγου, για τη χθόνια πόρνη; Αφού ανάπαυση και πάλι δεν βρήκαμε. Η κατήφεια εξακολουθεί πάντοτε να ορίζει τους λογισμούς μας. Και ο πόνος μας είναι πάντα εκεί. Αδυσώπητος και πανσθενουργός. Αγχιβαθώς αγάφθεγκτος.
Άδειο για τους περισσότερους ένα ακόμη Πάσχα λοιπόν. Εορτή ανέορτος. Άλογη δίχως τον Λόγο. Απάνθρωπη χωρίς τον Ενανθρωπήσαντα. Κενή χωρίς τον Κενωθέντα. «Αναστάσιμη» χωρίς τον Αναστάντα. Το Φάος ελήλυθεν και εσαρκώθη και ετάφη και ανέστη, μα οι οφθαλμοί μας – πάντοτε σκοτισμένοι – τον Άδη πάλι ατενίζουνε ως ελευθερωτή. Τα όνειρά μας, βεβυσμένα εν σκότει, ένα έγιναν με την αχλύ της αποδυσπέτησης. Και οι πόθοι μας εν νεκροίς λογισθέντες και αυτοί . σαν τη μοναξιά του συνωστισμού μέσα στα μπαρ . σαν την πανσθενή κατήφεια στον πανικό των ξενυχτάδικων . σαν την ακρασία και την κραιπάλη ἔξωθεν τοῦ σπηλαίου, εν ω ετάφη ως νεκρός ο Αθάνατος . σαν τις φωνές μας που πνίγηκαν μέσα στον ζόφο. Και σαν την Πόρνη, που προτίμησε να μείνει μέσα στον βούρκο της. Που προτίμησε να συνεχίσει να ζει εν σκότει και εν σκιά θανάτου. Που πολύ απλά, επέλεξε να παραμείνει εν κλαυθμώ.
Νεκρός τελικά λοιπόν κι αυτός ο Απρίλης για τους περισσότερους από εμάς. Το φως του το άψυχο δεν θα κατορθώσει να φωτίσει τα αισθητά, ούτε καμμιά απόκριση θ’ αντηχήσει μες στην άμορφη πολυσχιδία των ανοιξιάτικων ήχων του. Σάπιες οι σάρκες του και πάλι θα ριχτούν – άξιον και δίκαιον – στην πυρά της λησμονιάς. Θα περάσει και θα φύγει ατελέσφορος. Σαν να μην ήρθε καν. Εκείνος όμως ήρθε. Ήρθε για την πόρνη. Επειδή ηράσθη την πόρνη μανικώς. Κι ας το ήξερε πως δύσκολο πολύ η πόρνη μέσα μας να ξαναγίνει παρθένα. Ίσως και να το ζήτησε, μα δεν μπόρεσε να προχωρήσει πέρα από τα λόγια. Ίσως και να ονείδισε τον εαυτό της, μα έμεινε στον ονειδισμό. Κι αν ακόμη νιώσαμε τελικά κάτι τις μέρες αυτές, η κατάνυξη ήταν μόνο για λίγο. Γιατί ήρθε πάλι κείνος ο μανιασμένος άνεμος και στέγνωσε το δάκρυ μας, έλκοντάς μας ξανά πίσω στις εμμανείς Σκιές. Η Νύχτα κατάπιε πάλι την ανάσα μας και σκόρπισε τα λόγια μας. Και αν κάτι φαεινότροπο πάσχισε δειλά να ξεπηδήσει από μέσα μας, εκείνη το τράβηξε κι αυτό κοντά της ανελέητα. Όπως το μέταλλο ο μαγνήτης…