Επειδή πολύς θόρυβος προκλήθηκε από την έρευνα που οι αρμόδιες ελεγκτικές αρχές πραγματοποιούν για τον Σημίτη, επειδή ο ίδιος καταγγέλλει την εν λόγω έρευνα, ας υπενθυμίσουμε πως, ως πρωθυπουργός, αντιμετώπιζε τις καταγγελίες, ακόμα και υπουργών του, για διόγκωση των φαινομένων της διαπλοκής και της διαφθοράς. Ο Σημίτης, λοιπόν, απαντούσε στερεότυπα με τη ρήση «όποιος έχει στοιχεία να τα καταθέσει στον εισαγγελέα» και έκλεινε εκεί τη συζήτηση. Στην πραγματικότητα, αντί να αντιμετωπίσει την κλεπτοκρατία κρυβόταν πίσω από μία υπεκφυγή, στην καλύτερη περίπτωση επειδή δεν είχε την πολιτική βούληση να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.
Του Σταύρου Λυγερού
Η στάση του εκείνη αποσκοπούσε στο πάγωμα του δημόσιου πολιτικού και δημοσιογραφικού έλεγχου. Αποσκοπούσε, επίσης, στην αποσιώπηση του γεγονότος ότι τα σκάνδαλα δεν είναι μόνο μεμονωμένα περιστατικά. Πηγάζουν και ευνοούνται από μία νοσηρή πολιτική πραγματικότητα. Η μετατροπή του δάσους σε μεμονωμένα δένδρα –ανεξαρτήτως προθέσεων– τελικώς λειτουργεί ως μηχανισμός συγκάλυψης.
Δεν είναι τυχαίο ότι ως πρωθυπουργός ο Σημίτης απέφυγε επιμελώς να ασχοληθεί με το συνολικό φαινόμενο και να αναζητήσει τρόπους θεσμικής καταπολέμησής του. Κατέφευγε σε σοφιστείες για να κρυφτεί πίσω από το δάκτυλό του και να παρακάμψει το πρόβλημα. Η τάση του Σημίτη –και όχι μόνο– να οχυρώνεται πίσω από την επίκληση του εισαγγελέα δεν ήταν νομικισμός ούτε μόνο υπεκφυγή. Ήταν και ένας βολικός τρόπος να διεκπεραιώνει όπως τον συνέφερε υποθέσεις και να παραπέμπει στις καλένδες σκάνδαλα, χωρίς να αναλαμβάνει την ευθύνη των σχετικών χειρισμών.
Για να είμαστε δίκαιοι, δεν ήταν ο μόνος που χρησιμοποιούσε αυτή τη μέθοδο. Απλώς, ο ίδιος την απογείωσε. Ο έλεγχος της δικαστικής εξουσίας, άλλωστε, ήταν πάντα παράγοντας πολιτικής ισχύος και πάγια επιδίωξη κάθε εκτελεστικής εξουσίας. Αποτέλεσμα της βαθύτατα υποκριτικής συμπεριφοράς των κομμάτων εξουσίας είναι ότι η διαφθορά είχε προσλάβει ενδημικό χαρακτήρα. Είχε γιγαντωθεί σ’ όλη την έκταση της κοινωνικής πυραμίδας με διαβρωτικές επιπτώσεις στο Κράτος Δικαίου. Έτεινε να καταστεί κανόνας με εξαιρέσεις κι όχι εξαίρεση του κανόνα. Στην κορυφή της πυραμίδας η διαφθορά έχει συνήθως την μορφή της διαπλοκής, αλλά δεν λείπουν καθόλου οι περιπτώσεις καθαρής δωροδοκίας.
Θεματοφύλακες της κλεπτοκρατίας
Η υπόθεση της Siemens –για να αναφερθούμε σε ένα σκάνδαλο εκείνης της εποχής– δεν άφηνε περιθώρια για αυταπάτες. Το σκάνδαλο άγγιζε και “πράσινους” και “γαλάζιους” και γι’ αυτό οι διαδοχικές κυβερνήσεις εκείνης της εποχής είχαν αρνηθεί την σύσταση ακόμα και εξεταστικής επιτροπής. Χρειάσθηκε η έρευνα στις ΗΠΑ για να κινηθεί και η ελληνική Δικαιοσύνη, επειδή δεν μπορούσε πλέον να κάνει αλλιώς.
Με άλλα λόγια, και το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ εκ των πραγμάτων λειτουργούσαν σαν ένα είδος θεματοφύλακα ενός συστήματος, το οποίο ευνοούσε την κλεπτοκρατία. Με την πάροδο των ετών κάποιες σκανδαλώδεις υποθέσεις ήλθαν στο φως και πήραν τον δρόμο της Δικαιοσύνης (ενδεικτικές οι περιπτώσεις του Τσοχατζόπουλου και του Παπαντωνίου), αλλά πολλές άλλες έμειναν αδιερεύνητες.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία η αμαρτωλή παράδοση συνεχίζεται. Συνεχίζουν ή όχι κυβερνώντος να λεηλατούν το δημόσιο χρήμα ή όχι; Είναι αληθές ότι ο Τσίπρας έχει υψώσει τη σημαία της κάθαρσης και άναψε το πράσινο φως για τη δικαστική διερεύνηση κάποιων κραυγαλέων σκανδάλων. Το εάν, όμως, και η δική του κυβέρνηση έχει υποπέσει στις ίδιες ή παρόμοιες αμαρτίες θα το μάθουμε όταν ο ίδιος θα έχει μετακομίσει από το Μαξίμου στην Κουμουνδούρου.