του Νεκτάριου Δαπέργολα
Διδάκτορος Ιστορίας
Η πρόσφατη επίθεση κυβερνητικών κύκλων στην Εκκλησία μετά την απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου για την ονομασία των Σκοπίων επιβεβαίωσε αναμφίβολα κάποια πράγματα που όλοι μας γνωρίζουμε, αλλά και κάποια ακόμη που ίσως διέλαθαν της προσοχής ορισμένων. Επειδή καλό είναι να προσπαθούμε πάντα να διαβάζουμε ανάμεσα στις λέξεις (και ενίοτε πίσω τους), ας επιχειρήσουμε παρακάτω να τα δούμε λίγο πιο αναλυτικά.
Κατ’ αρχάς, επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά η…παροιμιώδης δημοκρατική ευαισθησία της δήθεν αριστερής και «προοδευτικής» μας κυβέρνησης σε οιονδήποτε αντίλογο. Και εδώ δεν επρόκειτο καν για κάτι «ακραίο», αλλά για μία ήπια διατύπωση εκ μέρους μάλιστα μιας ιεραρχίας που (πλην μεμονωμένων και εποχιακών εξαιρέσεων) γενικά εναρμονίζεται απόλυτα με την τραγικά ψοφοδεή έως προκλητικά φιλοσυριζαϊκή στάση του επικεφαλής της αρχιεπισκόπου. Ο εκνευρισμός που προκλήθηκε, απέναντι ακόμη και σε αυτό, είναι πραγματικά ιδιαίτερα εύγλωττος και χαρακτηριστικός. Στην προκείμενη περίπτωση μάλιστα ήταν τόσο ανοίκεια η επίθεση και τόσο γελοία η απόπειρα ταύτισης της ιεραρχίας με τη Χρυσή Αυγή, ώστε να προκαλέσει αρνητική αίσθηση ακόμη και σε γνωστούς για τα διόλου φιλοεκκλησιαστικά τους αισθήματα δημοσιογράφους των συστημικών καναλιών, που την χαρακτήρισαν έωλη και ανόητη.
Το δεύτερο που επανεπιβεβαιώθηκε είναι φυσικά η…εξαιρετική γνώμη που έχει το κυβερνών κόμμα (παρόμοια είναι ασφαλώς και του λοιπού πολιτικού κόσμου) για την Εκκλησία, στην οποία αναγνωρίζει απλώς ρόλο πολιτιστικού-φιλανθρωπικού σωματείου γ΄ κατηγορίας και περαιτέρω κανένα άλλο δικαίωμα ούτε παρέμβασης ούτε καν εκφοράς λόγου σε οτιδήποτε άπτεται του δημοσίου βίου. Έτσι γίναμε μάρτυρες άλλου ενός επεισοδίου στο γνωστό μπαράζ ανιστόρητης βλακείας περί των…δικαιωμάτων της Εκκλησίας, μαζί και με τις γνωστές επίσης υποδείξεις «να αρκεστεί στον πνευματικό της ρόλο». Επιμένουν δηλαδή μέσα στην ιδεοληπτική τους ψύχωση ετούτοι οι ανεκδιήγητοι, αγράμματοι κι ανιστόρητοι, ψευτοπροοδευτικοί της κακιάς ώρας να αρνούνται να κατανοήσουν το προφανές: ότι η Εκκλησία δεν έχει απλώς δικαίωμα, αλλά υποχρέωση και να μιλά και να αντιδρά και να παρεμβαίνει. Και πάντως, αφού θέλουν τώρα να μιλήσουμε και για…δικαιώματα, αρκεί η υπόμνηση και του καθαρά μόνο κοινωνικού και εθνικού ιστορικού ρόλου που έχει παίξει επί αιώνες η Εκκλησία στον τόπο μας (και τον οποίο ακόμη και ένας μη πιστός οφείλει να αναγνωρίζει), για να γίνει πλήρως κατανοητό ότι στην πραγματικότητα έχει πολύ μεγαλύτερο δικαίωμα από μια παρέα τιποτένιων αλητηρίων που δεν εκπροσωπεί ούτε το 20% του εκλογικού σώματος (του οποίου μάλιστα την ψήφο υφάρπαξε με απάτες και ασύστολα ψεύδη, με αποτέλεσμα ακόμη και απέναντι σε αυτό το ποσοστό να είναι ούτως ή άλλως ήδη εδώ και πολύ καιρό ηθικά έκπτωτη και κακουργηματικά υπόλογη).
Επανεπιβεβαιώθηκε επίσης το απύθμενο βάθος του εθνομηδενισμού και της ελληνοφοβικής υστερίας που κατακλύζει τα κρανία των μετεχόντων εκεί στο κυβερνών κόμμα, από τη στιγμή που η (αυτονόητη για τους έχοντας στοιχειώδη εθνική συνείδηση) άρνηση αποδοχής της λέξης «Μακεδονία» στην ονομασία ενός χυδαίου σφετεριστή απατεώνα που ονειρεύεται αλυτρωτικά την προσάρτησή της (όπως είναι αποδεδειγμένα το παρασιτικό σκοπιανό κρατίδιο) χαρακτηρίζεται νεοναζιστική άποψη και όσοι την συμμερίζονται τσουβαλιάζονται ελαφρά τη καρδία ως χρυσαυγίτες. Αποδείχθηκε ωστόσο και πόση εκτίμηση έχουν οι κάτοχοι των εν λόγω κρανίων και προς τον ελληνικό λαό, η συντριπτική πλειονότητα του οποίου συμφωνεί ασφαλώς με την παραπάνω άποψη.
Επιβεβαιώθηκε όμως, τέλος, και κάτι ακόμη. Αφού η μη αποδοχή σύνθετης ονομασίας που θα εμπεριέχει τη λέξη «Μακεδονία», λοιδορείται με τόση ευκολία ως φασιστική και αυτό δεν εκπορεύεται καν από…οποιουσδήποτε «κύκλους», αλλά μέσα από το ίδιο το ΥΠΕΞ, μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς (και από αυτό το συμβάν) ποιες ιδέες εμποτίζουν τους θλιβερούς εγκεφάλους εκεί μέσα, ποιες προτάσεις συζητιούνται, ποια σχέδια προωθούνται και φυσικά ποιες πιθανότητες ευρύτερα υπάρχουν για τη στοιχειώδη προάσπιση των εθνικών μας δικαίων από τη συγκεκριμένη κυβέρνηση. Μια κυβέρνηση που τελικά είναι εξωφρενικά ανίκανη όχι μόνο να κυβερνήσει, αλλά ακόμη και να πείσει ότι προσπαθεί να κυβερνήσει, συμπεριφερόμενη ως θεσμός και ως σώμα με υποτυπώδες αίσθημα ευθύνης και όχι ως γελοίος καφενές αρχόσχολων ανεπάγγελτων θολοκουλτουριαραίων ή ως αριστερίστικο γκρουπούσκουλο εμμονικών γραικύλων, που βγάζουν φλύκταινες στο άκουσμα οτιδήποτε έχει σχέση με Ελλάδα και Ορθοδοξία. Οι διαρροές του ΥΠΕΞ (όσο κι αν την επόμενη μέρα ο φερόμενος ως πρωθυπουργός του προτεκτοράτου προσπάθησε με επιστολή του προς τον Ιερώνυμο να αμβλύνει κάπως τις αλγεινές εντυπώσεις) δείχνουν ότι ο εν λόγω συρφετός είναι ανίκανος ακόμη και γι’ αυτό.
Όλα τα παραπάνω συνιστούν άλλο ένα επιπλέον μικρό αλλά χαρακτηριστικό δείγμα γραφής για το τι μπορούμε να προσδοκούμε από έναν πρωτοφανώς και απερίγραπτα ανίκανο αλλά και κακόβουλο εσμό, στον οποίο κάποιοι (αυτοπροσδιοριζόμενοι ως χριστιανοί και ως πατριώτες) προσπαθούν ακόμη και τώρα να βρουν ορισμένα ελαφρυντικά και να αναγνωρίσουν και κάποιες καλές προθέσεις, αλλά και κάποιες ικανότητες. Είναι άκρως θλιβερό, αλλά δυστυχώς υπάρχουν ακόμη τέτοιοι. Όσον αφορά δε ειδικά τη βαθιά περιφρονητική άποψη των κυβερνώντων για την Εκκλησία, μπορεί όσοι ήμασταν ούτως ή άλλως απολύτως σίγουροι περί αυτής, να μην γίναμε κατά τι σοφότεροι. Ελπίζουμε να μην ισχύει το ίδιο και για όσους κληρικούς (αλλά και λαϊκούς) θεωρούσαν έως τώρα ότι δια της προσκολλήσεως και της πολιτικής χαριεντισμών με την κυβέρνηση, υπήρχε πιθανότητα να ενδυναμωθεί θεσμικά ο ρόλος τους. Αντίθετα, είναι βέβαιο ότι αν η επίσημη εκκλησιαστική στάση απέναντι στις έως τώρα κυβερνητικές νομοθετικές αθλιότητες ήταν πιο σκληρή και αποφασιστική, θα ήταν μεγαλύτερη και η εκτίμηση εκ μέρους των κυβερνώντων – όχι φυσικά ως προς τα αισθήματα (αυτά είναι ούτως ή άλλως εγγενώς εγγεγραμμένα στο ίδιο το dna αυτού του άθεου κι εκκλησιομάχου συρφετού και δεν αλλάζουν), αλλά υπό την έννοια ότι θα υπολόγιζαν περισσότερο την Εκκλησία και θα φοβόντουσαν τις αντιδράσεις της. Πράγμα αναμφίβολα πολύ προτιμότερο από το να σε θεωρούν αξιολύπητα δεδομένο. Πάντως με την έως τώρα άχρωμη, άοσμη και υποτακτική στάση της απέναντι στους κυβερνώντες, το μόνο που κατόρθωσε να…ενισχύσει η διοικούσα Εκκλησία είναι όχι ο σεβασμός, αλλά η απαξίωση, ο χλευασμός και ο γέλωτας…