Με την πρόοδο της Παλαιοντολογίας, από μερικά σκόρπια απολιθωμένα οστά και από ένα δόντι, η Επιστήμη αυτή κατόρθωνε να αναπαραστήσει ένα ολόκληρο προϊστορικό ον, να καθορίσει το μέγεθος και το σχήμα του και να αποφανθεί για το είδος της διατροφής του, εάν δηλαδή αυτό ήταν σαρκοφάγο ή φυτοφάγο ζώο.
Με τον ίδιο τρόπο, οι επιστήμονες μπόρεσαν να διαπιστώσουν την ύπαρξη ηπείρων, που εξαφανίστηκαν από το πρόσωπο της Γης πριν από πολλά εκατομμύρια χρόνια και που καταβυθίστηκαν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, κατόπιν καθιζήσεως του εδάφους. Μπόρεσαν, επίσης, να αποδείξουν ότι οι θρύλοι των αρχαίων για τον καταποντισμό μεγάλων ηπείρων στον βυθό των ωκεανών είχαν ένα υπόβαθρο αλήθειας.
Η Επιστήμη μέχρι σήμερα δεν έχει καταφέρει να εξακριβώσει την ιστορική ύπαρξη ή μη της μυθικής Ατλαντίδας, που, σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς, κατοικούνταν από ένα είδος υπερανθρώπων. Κατόρθωσε, όμως, να διαπιστώσει την ύπαρξη μιας άλλης ηπείρου, που δημιουργήθηκε 200 εκατομμύρια χρόνια πριν και που περιελάμβανε τις περισσότερες από τις εκτάσεις του Νοτίου Ημισφαιρίου, συμπεριλαμβανομένων της Ανταρκτικής, της Νότιας Αμερικής, της Αφρικής, της Μαδαγασκάρης, της Αυστραλίας, αλλά και την Αραβική Χερσόνησο και την Ινδική Υποήπειρο, που πλέον έχουν μετακινηθεί ολόκληρες στο Βόρειο Ημισφαίριο.
Η πανάρχαια αυτή υπερήπειρος, που ονομάστηκε Γκοντβάνα, ήταν μια τεράστια έκταση με πανύψηλα βουνά, οροπέδια, πεδιάδες και ποταμούς που τη διέρρεαν και που κατοικούνταν από μυριάδες προϊστορικά πλάσματα.
Η ανακάλυψη της Γκοντβάνα οφείλεται στον Άγγλο επιστήμονα John Murray, διακεκριμένο Ωκεανογράφο και Υδροβιολόγο, ο οποίος, κατά τη διάρκεια της πολύμηνης αποστολής του, εργάστηκε ακούραστα, προβαίνοντας σε βυθομετρήσεις, ωκεανογραφικές παρατηρήσεις και έρευνες, χρησιμοποιώντας ειδικά διαμορφωμένο πλοίο.
Ο Δόκτωρ John Murray ήταν εκείνος που ανακάλυψε και καθόρισε την ακριβή έκταση, κατεύθυνση και διαμόρφωση τριών τιτάνιων οροσειρών, που εκτείνονταν στον βυθό της Αραβικής Θάλασσας με κατεύθυνση προς τη Νότιο Αμερική, οι οποίες είχαν κορυφές, των οποίων το ύψος υπερέβαινε τα 9.000 πόδια (περίπου 2.800 μέτρα).
Οι οροσειρές αυτές, που αποτελούσαν μια συνέχεια των Ιμαλαΐων, ορθώνονταν υπερήφανα πάνω σε μια απέραντη ήπειρο πριν από 200 εκατομμύρια χρόνια, οπότε ξαφνικά, για άγνωστη αιτία, επήλθε μια τρομακτική αναστάτωση του φλοιού της Γης, που οδήγησε σε μια πελώρια καθίζηση και εξαφάνισε την ήπειρο με τα αγέρωχα βουνά της σε απροσμέτρητα βάθη κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Κανείς δε γνωρίζει τι προκάλεσε τη φοβερή εκείνη καταστροφή. Οπωσδήποτε, όμως, η Επιστήμη κατόρθωσε, μέσω της ερευνητικής αυτής αποστολής του John Murray, να καθορίσει την ακριβή θέση της Γκοντβάνα και να προσδιορίσει την προϊστορική πανίδα και χλωρίδα, σε μια εποχή που ο άνθρωπος δεν είχε ακόμα εμφανιστεί στο προσκήνιο του πλανήτη μας.
Για τους Γεωλόγους, η Γη μοιάζει με ένα κρεμμύδι κι έτσι, αποτελείται από αλλεπάλληλα στρώματα φλοιών, που περιβάλλουν έναν εσωτερικό πυρήνα. Οι φλοιοί αυτοί απαρτίζονται από μεταλλεύματα και βράχους και εκπροσωπούν τις διάφορες εποχές της ιστορίας της.
Κάθε φορά που, για άγνωστη αιτία, ένα από τα κοιτάσματα αυτά υπέστη καθίζηση και εξαφανίστηκε από την επιφάνεια, συμπαρέσυρε μαζί του και όλες τις εκφάνσεις και εκδηλώσεις της πανίδας και της χλωρίδας του, οι οποίες διατηρήθηκαν κατόπιν απολιθωμένες.
Από τα αλλεπάλληλα αυτά κοιτάσματα, όταν οι Γεωλόγοι τα ανασκάψουν και τα ερευνήσουν, κατά το μάλλον ή το ήττον, μπορούν να προσδιορίσουν την ηλικία των απολιθωμάτων, όπως σκελετών ζώων, ερπετών, εντόμων, φυτών, θάμνων και δέντρων κι έτσι, μπορούν θαυμάσια να αναπαραστήσουν την εικόνα που παρουσίαζε την εποχή εκείνη η ζωή και η βλάστηση της Γης.
Στη Νότια Αμερική, την Κεντρική και τη Νότια Αφρική και την Ινδική Χερσόνησο ανακαλύφθηκαν μέσα σε βράχους πολλά απολιθώματα των φύλλων ενός συγκεκριμένου φυτού, που ανήκε στην οικογένεια των πτεριδοειδών και το οποίο διέφερε εντελώς από κάθε φυτό της εποχής μας. Τα πετρώματα, εντός των οποίων βρέθηκαν τα απολιθώματα αυτά, ανήκαν όλα στο ίδιο κοίτασμα, που ανήκε στην Περμιανή Περίοδο, η οποία απέχει 200 εκατομμύρια χρόνια και αποτελούσε τότε τον εξωτερικό φλοιό του πλανήτη μας.
Το χαρακτηριστικό αυτό φυτό της εποχής εκείνης, το οποίο η Επιστήμη το είχε ονομάσει «Γλωσσοπτέριδα», φυόταν, όπως αποδεικνύεται από τα αναρίθμητα απολιθώματά του, σε τρεις διαφορετικές σημερινές ηπείρους, την Αμερική, την Αφρική και την Ασία. Επομένως, η διαπίστωση αυτή ήγαγε στο συμπέρασμα τους επιστήμονες ότι οι ήπειροι αυτές συνδέονταν μεταξύ τους κατά την Περμιανή Περίοδο και τους εξώθησε στην αναζήτηση του εξαφανισμένου τμήματος της Γης κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Τοιουτοτρόπως, οργανώθηκε η επιστημονική αποστολή με επικεφαλής τον Δόκτορα John Murray, η οποία, κατόπιν μακρών ωκεανογραφικών μελετών, διαπίστωσε την ύπαρξη τμήματος της χαμένης ηπείρου Γκοντβάνα στην Αραβική Θάλασσα. Από τον βυθό, στο σημείο εκείνο, ανασύρθηκαν πλήρεις σκελετοί γιγαντιαίων σαυροειδών της Περμιανής Περιόδου, βροντόσαυροι, τυραννόσαυροι, πλησιόσαυροι, δεινόσαυροι κλπ, όμοιοι των οποίων είχαν ανακαλυφθεί στις τρεις σημερινές ηπείρους της Αμερικής, της Αφρικής και της Ασίας, καθώς και σωρεία απολιθωμάτων φύλλων «Γλωσσοπτέριδας», που αποδείκνυαν καταφανώς την ενιαία προέλευση της Γκοντβάνα.
Μετά την πιστοποιημένη ύπαρξη της Γκοντβάνα, σήμερα πια η Επιστήμη παραδέχεται την ύπαρξη και της άλλης μυθικής ηπείρου, της χαμένης Ατλαντίδας, η οποία ένωνε την Ευρώπη με τη Βόρεια Αμερική και η εξαφάνιση της οποίας, σύμφωνα με τον θρύλο, επήλθε στην εποχή κατά την οποία ο άνθρωπος είχε κάνει την εμφάνισή του πάνω στη Γη.
Ο θρύλος της Ατλαντίδας διατηρούνταν ακόμα και ανάμεσα στους ιθαγενείς της Βόρειας Αμερικής. Σύμφωνα με αυτόν τον θρύλο, λοιπόν, μια μέρα, όλως αιφνιδίως, ο ουρανός συσκοτίστηκε, το έδαφος σείστηκε, φλόγες και καπνός αναπήδησαν από το εσωτερικό του πλανήτη και μέσα σ’ έναν δαιμονιώδη κρότο, χάθηκε για πάντα μια πελώρια έκταση γης, μαζί με όλους τους κατοίκους της. Τα ίδια περίπου αναφέρει και ο Πλάτων για τον αντίστοιχο ελληνικό θρύλο της Ατλαντίδας και των Ατλάντων.
Οι επιστήμονες, κατά τη δεκαετία του 1930, δήλωναν πεπεισμένοι ότι η περίφημη Ατλαντίδα υπήρξε όντως κάποτε, σε μια εποχή όχι και υπερβολικά απομακρυσμένη από τη δική μας και οι προσπάθειες τους θα στρέφονταν για τον εντοπισμό της μέσω σοβαρών ωκεανογραφικών παρατηρήσεων.
Όμως, είναι ένα μάλλον δυσκολότατο εγχείρημα και παραμένει ασαφές αν οι έρευνες θα αποβούν ποτέ επιτυχείς, καθώς τα βάθη του Ατλαντικού Ωκεανού είναι ως επί το πλείστον τεράστια και σε πολλά σημεία δυσθεώρητα.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ», στις 16/07/1934…