«…Θὰ πῇ κάποιος· Γιατί νὰ ᾿ρθῇ ὁ ἀντίχριστος; Δὲν μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ τὸν καταργήσῃ ἀμέσως;
Γιατί θὰ τὸν ἀφήσῃ νὰ πάρῃ ἐξουσία; (λένε ἐδῶ, ὅτι τρισήμισυ χρόνια θὰ κυβερνήσῃ τὴν ἀνθρωπότητα· ἄλλοι λένε περισσότερα, ἄλλοι λιγώτερα). Γιατί λοιπὸν ὁ Θεὸς θὰ τὸν ἀφήσῃ; Γιὰ νὰ τυραννήσῃ τὴν ἀνθρωπότητα; Δὲν εἶνε αὐτὸ φοβερό;
Ἀπαντῶ. Τὸ πιὸ σπουδαῖο προσὸν τοῦ ἀνθρώπου εἶνε ἡ ἐλευθερία. Ἀφοῦ δὲν θέλει ὁ ἄνθρωπος νὰ τὸν κυβερνᾷ ὁ Χριστός, θὰ τὸν κυβερνήσῃ ὁ ἀντίχριστος. Εἶνε μυστήριο πρᾶγμα· δὲν θέλει ἡ ἀνθρωπότης τὸν Σωτῆρα της, τὸ Χριστό, θέλει τὸ Βαραββᾶ.
Ἐκείνη ἡ Μεγάλη Παρασκευὴ εἶνε ἕνα δρᾶμα συγκλονιστικό. Ὁ καημένος ὁ Πιλᾶτος, ποὺ κρατοῦσε τὸ ῥωμαϊκὸ δίκαιο, «Ἔ», σοῦ λέει, «ποῦ πᾶνε αὐτοί; Τοὺς ἔθρεψε, τοὺς πότισε, τοὺς θεράπευσε, τοὺς ἀνέστησε καὶ νεκρούς. Τέλος πάντων, τόσο σκληροὶ θὰ μείνουν ἀπέναντί του· θὰ τὸν λυπηθοῦν». Γι᾿ αὐτὸ τοὺς παρουσίασε ἕναν κακοῦργο, τὸ Βαραββᾶ, ποὺ τὰ χέρια του ἦταν βουτηγμένα μέσα στὸ αἷμα, καὶ τοὺς εἶπε· ―Ἔχω τὸ Χριστό, ἔχω καὶ τὸ Βαραββᾶ. Ποιόν ἀπὸ τοὺς δύο προτιμᾶτε; ποιόν νὰ ἐλευθερώσω; Φώναξαν ὅλοι· ―Τὸ Βαραββᾶ… Κ᾿ ἐμεῖς τὸ ἴδιο ζητᾶμε. Θέλουμε οἱ Βαραββᾶδες νὰ μᾶς κυβερνήσουν. Κι ἀφοῦ τοὺς Βαραββᾶδες διαλέγουμε, αὐτοί θὰ μᾶς κυβερνοῦν.
Ἔχω πολλὰ σχετικὰ παραδείγματα νὰ σᾶς παρουσιάσω. Τέτοιος εἶνε ὁ κόσμος.
Ὅταν πρὶν ἀπὸ τριάντα χρόνια περιώδευα τὴν ἐπαρχία τῶν Γρεβενῶν, ἔφτασα σ᾿ ἕνα χωριό.
Τότε ἤμουν ἱεροκήρυκας. Δὲν εἶχα οὔτε αὐτοκίνητο γιὰ νὰ μὲ κατηγοροῦν (μολονότι τὸ αὐτοκίνητο τὸ ἔχω δωρεὰν καὶ δὲν ξοδεύει πολλὰ καύσιμα, γιατὶ εἶνε μὲ πετρέλαιο· δὲν ἔδωσα δραχμὴ γιὰ ν᾿ ἀγοράσω αὐτοκίνητο). Τότε εἶχα τὸ ὑπ᾿ ἀριθμὸν ἕνα αὐτοκίνητο· περπατοῦσα χιλιόμετρα μὲ τὰ πόδια.
Πάω λοιπὸν σ᾿ ἕνα χωριό, χτυπῶ τὴν καμπάνα, καὶ δὲν ἔρχεται κανένας. Ξέρανε, ὅτι πῆγα νὰ τοὺς κηρύξω τὸ εὐαγγέλιο καὶ νὰ τοὺς μιλήσω γιὰ τὸ Χριστό. Τὸ βράδι κοιμήθηκα στὸ καμπαναριό…
Σὲ λίγο ἔρχεται στὰ πράγματα ἕνας «Βαραββᾶς»· ἦταν τοῦ κόμματος. Εἶπα μέσα μου· «Ἀφοῦ δὲν θέλετε τὸ Χριστό, ἀπὸ δαύτους θὰ κυβερνηθῆτε». Μετὰ ἀναστέναζαν· παρέλαβε αὐτὸς τὴν ἐξουσία στὸ χωριό, κι ἄρχισε τὸ ξύλο καὶ τὴν τυραννία.
Τοὺς εἶδα μετὰ στὰ Γρεβενά, σ᾿ ἐλεεινὴ κατάστασι. Μπῆκαν σὲ κάτι παράγκες.
Πῆγα, τοὺς βρῆκα· τοὺς κατάλαβα. «Δὲν εἶστε», τοὺς λέω, «ἀπὸ τὸ τάδε χωριό;». «Ἄ», λένε, «παππούλη, ἐμεῖς, ὅταν ἦρθες, πήγαμε νὰ βροῦμε αὐτόν, γιατὶ ἐλπίζαμε ὅτι αὐτὸς θὰ μᾶς σώσῃ καὶ θὰ μᾶς βοηθήσῃ…».
Ἔτσι λοιπὸν σκότος καὶ Βαραββᾶν ἐκλέγει ἡ ἀνθρωπότης. Δὲν θέλω νὰ ἐπεκταθῶ περισσότερο.
Ἀπο το βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου: «ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΟΥΣ ΕΣΧΑΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ», ἐκδοση Γ ἐπηυξημένη, 2015, σελ. 128
πηγή: