Για παιδαγωγικούς, ψυχολογικούς και υγειονομικούς λόγους, τα σχολεία πρέπει να ανοίξουν, τόνισε ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, σε συνέντευξή του, με την ταυτόχρονη επισήμανση ότι «κάθε μέρα χαμένη από τη γνώση και τη μάθηση, είναι μια μέρα χαμένη στη ζωή των παιδιών».
Παράλληλα, ο Γ. Γεραπετρίτης πήρε θέση και στο ζήτημα της διατίμησης των τεστ, διαμηνύοντας ότι η κυβέρνηση δεν θα ανεχθεί φαινόμενα αισχροκέρδειας.
Ξεκινώντας από τη βασική θέση, «βρισκόμαστε πάντοτε σε εγρήγορση, είναι μια συνθήκη (σ.σ. η πανδημία) που δεν έχει προηγούμενο, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, δεν μπορούμε να εφησυχάζουμε», ο υπουργός Επικρατείας επέκρινε εκείνους που λένε ότι γνωρίζουν πώς θα έρθουν τα πράγματα τις επόμενες μέρες και εβδομάδες, κατηγορώντας τους ότι εθελοτυφλούν. Στον αντίποδα, η κυβέρνηση, με βάση τα επίκαιρα δεδομένα, παίρνει αποφάσεις που να ανταποκρίνονται στα δεδομένα αυτά, ανέφερε ο ίδιος, και επανέλαβε ότι «ποτέ δεν έχει κλείσει η δυνατότητα για στοχευμένα μέτρα, αλλά δεν θα υπάρξει καθολική απαγόρευση».
Στο θέμα που ανέκυψε με τους 92 νοσήσαντες εργαζόμενους του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός», αφού διευκρίνισε ότι δεν είναι όλοι τους γιατροί ή νοσηλευτικό προσωπικό, αλλά είναι και διοικητικό προσωπικό, παρατήρησε ότι ο αριθμός αυτός επί συνόλου 3.500 είναι ένα «μικρό ποσοστό» - εξάλλου την Τρίτη θα επιστρέψουν στις θέσεις τους 35 - 40 άτομα.
«Θα υπάρξει πίεση σε όλα τα επίπεδα, και στους εκπαιδευτικούς, και στο υγειονομικό κομμάτι, στα μέσα μεταφοράς, ενδεχομένως και σε άλλα πεδία, όπως οι ένστολοι», αναγνώρισε σε άλλο σημείο της συνέντευξης ο Γ. Γεραπετρίτης, με την πρόσθετη παρατήρηση ότι η μετάλλαξη «Όμικρον» έχει ρίξει σημαντικά το μέσο όρο ηλικίας των κρουσμάτων. Επιπλέον, τόνισε ότι «κατά κανόνα παίρνουμε έγκαιρα τα μέτρα, συνήθως πριν από τις υπόλοιπες χώρες (...) είμαστε η πρώτη και μόνη χώρα που έχει επιβάλλει υποχρεωτικό εμβολιασμό στους συμπολίτες μας άνω των 60 ετών».
Εμφατικά στο ζήτημα των σχολείων, ο υπουργός Επικρατείας δήλωσε πως «η Πολιτεία έχει μεριμνήσει, έτσι ώστε να υπάρχουν τα εργαλεία, εάν για κάποιες ημέρες δεν μπορεί ένας δάσκαλος να βρεθεί στην τάξη με φυσική παρουσία, τότε να λειτουργήσει η τηλεκπαίδευση αυτόματα για να μην μείνουν τα παιδιά πίσω». Υπογράμμισε δε, συγχρόνως, «πόσο σημαντικό είναι, για πολλούς λόγους, να ανοίξουν τα σχολεία κανονικά. Πρέπει να ανοίξουν για λόγους παιδαγωγικούς, ψυχολογικούς (να διατηρήσουν τα παιδιά την κοινωνικότητά τους που στερήθηκαν δύο χρόνια) και υγειονομικούς, διότι κατά την άποψή μας τα παιδιά είναι περισσότερο προστατευμένα σε ένα ελεγχόμενο περιβάλλον όπως το σχολείο, παρά σε ένα περιβάλλον στο οποίο θα συναναστρέφονται με φίλους τους». Για τα δε πανεπιστήμια, ο Γ. Γεραπετρίτης (και με την ιδιότητα του πανεπιστημιακού δασκάλου, όπως σημείωσε) εκτίμησε ότι «μπορεί η τηλεκπαίδευση να λειτούργησε αποτελεσματικά, αλλά η φυσική αλληλεπίδραση καθηγητή και φοιτητή στο πανεπιστήμιο είναι απολύτως αναγκαία».
Συμπερασματικώς, «κάθε μέρα χαμένη από τη γνώση και τη μάθηση είναι μια μέρα χαμένη στη ζωή των παιδιών. Όποιος σήμερα μπορεί να προβλέψει ότι η πανδημία θα κλείσει τον κύκλο της τις επόμενες 2 - 3 εβδομάδες, αισθάνομαι ότι δεν έχει πλήρη γνώση των δεδομένων» είπε.
Στη συνέχεια, ο υπουργός απένειμε τα εύσημα στα νέα παιδιά, γιατί «έδειξαν πολύ μεγάλη σύνεση σε ό,τι αφορά την τήρηση της ατομικής προστασίας». Διευκρινίζοντας δε, ότι «εμείς ακούμε τη γνώμη των ειδικών, άρα εκεί θα στηριχτούμε και πάλι», εκτίμησε πως «θα υπάρξουν κάποιες αλλαγές στα πρωτόκολλα και στο testing», ενώ επικαλέστηκε και το ότι «είχαμε έναν από τους χαμηλότερους μέσους όρους κρουσμάτων σε σχολικές μονάδες στην Ευρώπη, κινηθήκαμε στον ένα μαθητή ανά τμήμα ανά την επικράτεια». Εξάλλου, «τηρήθηκαν όλα τα μέτρα προστασίας, και το σχολικό περιβάλλον είναι εν τέλει ένα σχετικά ασφαλές περιβάλλον».
Στο θέμα των τεστ, παρατήρησε κατ' αρχάς ότι «η συγκλονιστική διόγκωση των κρουσμάτων σε όλη την οικουμένη, έχει οδηγήσει σε περιορισμένη διαθεσιμότητα των τεστ, σε μεγάλες αναμονές και ελλείψεις», ενώ ειδικότερα για την Ελλάδα, δήλωσε πως «είναι η πρώτη χώρα της Ευρώπης που χρησιμοποίησε σε μεγάλη κλίμακα και διέθεσε δωρεάν στον πληθυσμό τα αυτοδιαγνωστικά τεστ. Είναι η πρώτη χώρα που χρησιμοποίησε τα τεστ αντιγόνου». Όμως, «ο τριπλασιασμός ή και τετραπλασιασμός των κρουσμάτων δυσκολεύει την άσκηση, δεν έχουμε ατελείωτους πόρους, είναι πεπερασμένη και η πηγή από όπου μπορούμε να προμηθευτούμε τα τεστ», ανέφερε ακόμη.
Για το θέμα της τιμής των τεστ ειδικότερα, δεσμεύτηκε ότι «οι αποφάσεις θα ληφθούν άμεσα». Άλλωστε, συνέχισε, η κυβέρνηση έχει διακριθεί για τα γρήγορα αντανακλαστικά της. Χωρίς να αποκλείσει την επιβολή πλαφόν, επεσήμανε από την άλλη ότι «κάθε φορά που επιβάλλεται μια διατίμηση, πρέπει πάντα να λαμβάνεται υπ' όψιν, ότι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε τεχνητές στερήσεις στην αγορά. Για μας το πιο σημαντικό είναι: πρώτον, να υπάρχει απόλυτη διαθεσιμότητα, δεύτερον, να δίδονται δωρεάν σε μαθητές και κάποιες κατηγορίες εργαζομένων και τρίτον, να δίδονται υπό ανεκτούς όρους. Δεν θα ανεχθούμε με κανόνα τρόπο να υπάρχει αισχροκέρδεια, όπως και θα φροντίσουμε να υπάρχει επάρκεια», διεμήνυσε χαρακτηριστικά.