Όταν ήμουν Τετάρτη δημοτικού έπαιζα μπάλα στο δημοτικό μαζί με τα παιδιά της τάξης μου. Έτυχε να φοράω τον βαφτιστικό μου Σταυρό όπου η μητέρα μου μου είχε πει ότι αν τον χάσω να μην γυρίσω σπίτι.
Και για κακή μου τύχη τον έχασα. Όταν σχολάσαμε πήγα στο μέρος όπου παίζαμε για να ψάξω και σκέφτηκα θα παρακαλέσω τον διάβολο να μου το βρει γιατί ο Θεός θα με καθυστερήσει. Άρχισα λοιπόν να λέω διαβολάκο μου σε παρακαλώ βρες μου το Σταυρό γιατί θα με σκοτώσει η μητέρα μου και φυσικά δεν τον βρήκα.
Πέρασαν τα χρόνια και δεν το είχα εξομολογηθεί γιατί το είχα ξεχάσει και φυσικά τότε ήμουν άπειρος στην εξομολόγηση.
Η πρώτη μου φορά λοιπόν που εξομολογήθηκα στον γέροντα Ευμένιο, όταν τελείωσα με κοιτούσε με τόση στοργή και μου λέει: έχεις κάτι που μαυρίζει την ψυχή σου! Φοβήθηκα και τον ρώτησα τι; μου είπε το γεγονός που είχε συμβεί τότε και το σαγόνι μου έφτασε στο πάτωμα γιατί πραγματικά ήταν ένα γεγονός που είχα ξεχάσει τελείως.
Μου διάβασε ευχή και από τότε κόλλησα πάνω του σαν βδέλλα γιατί ένιωσα ποσό χάρη και αγιότητα είχε ο γέροντας αυτός.
Όλα αυτά σας τα λέω προς δόξαν θεού αδελφοί μου για να δείτε ότι ποτέ Μα ποτέ δεν θα μας εγκαταλείψει η χάρις του θεού και θα μας φέρνει πάντα Αγίους που θα κρατούν την πίστη μας ζέστη και ζωντανή.
Να έχουμε την ευχή του.