Τον 14ο αιώνα π.Χ, ένας οραματιστής ηγεμόνας ίδρυσε στην Αίγυπτο μια νέα θρησκεία, απολύτως μονοθεϊστική, και επέφερε σημαντικές αλλαγές σε πολλούς τομείς της χώρας του. Ο σπουδαίος αυτό ηγεμόνας ονομαζόταν Αμένοφις ο Δ’ ή Αμενχοτέπ ο Δ’, αλλά ήταν πιο γνωστός ευρέως με το όνομα Ακενατόν.
Ως άνθρωπος, ήταν λάτρης της καλαισθησίας. Αγαπούσε οτιδήποτε χαρακτηριζόταν από κάλλος κι αρμονία και ξεχώριζε για το ασυγκράτητο πνεύμα καινοτομίας του. Όπως όλοι οι ρηξικέλευθοι νεωτεριστές, ανέλαβε να υλοποιήσει κάτι το πολύ μεγάλο μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα και φυσικά, απέτυχε.
Η ιστορία του και το ριζοσπαστικό του έργο ήρθαν για πρώτη φορά στο φως από την ακάματη σκαπάνη των αρχαιολόγων, με επικεφαλής τον διακεκριμένο Βρετανό αιγυπτιολόγο John Pendlebury. Μάλιστα, ο φιλέλληνας αυτός επιστήμονας, ο οποίος είχε συνδράμει και στις ανασκαφές της Κνωσσού, εργάστηκε για τις βρετανικές Μυστικές Υπηρεσίες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τελικά, αιχμαλωτίστηκε και εκτελέστηκε από τα γερμανικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης, στις 22 Μαΐου του 1941.
Ο Δόκτωρ John Pendlebury κατόρθωσε να ανασύρει από τη λήθη τη μεγαλοπρεπή πόλη του Φαραώ Ακενατόν, δίνοντάς της το όνομα «Ορίζοντας του Ηλιακού Δίσκου». Η πόλη αυτή, η περίφημη Amarna, βρισκόταν μεταξύ των αρχαίων Θηβών και του σημερινού Καΐρου, ανάμεσα στον τροφό ποταμό Νείλο και μιας ημικυκλικής λοφοσειράς, η οποία την απέκοβε από την έρημο.
Εκεί, κρυμμένα κάτω από ανεξάντλητα στρώματα άμμου σώζονταν τα ερείπια περίλαμπρων ανακτόρων, εντυπωσιακών ναών, δημοσίων λουτρών, κολυμβητικών δεξαμενών, διοικητικών κτιρίων, επαύλεων των ευγενών, αποθηκών και το καταπληκτικότερο όλων, ενός ολόκληρου συγκροτήματος «πρότυπων εργατικών κατοικιών», οι οποίες έμοιαζαν πολύ με τις ανάλογες σημερινές.
Ο Ακενατόν, ο οποίος μετά από σύγχρονες μελέτες θεωρείται ο πατέρας του Τουταγχαμών, αποδείχτηκε προικισμένος πολεοδόμος. Για να πλουτίσει την πόλη του με δεντροστοιχίες και λεωφόρους, μέσω της αναγκαστικής ομαδικής αγγαρείας των υπηκόων του, μετέφερε τεράστιες ποσότητες πηλού από την κοίτη του Νείλου και κάλυψε με αυτόν μεγάλες εκτάσεις και οδούς της Amarna, όπου πάνω του φύτεψε συστάδες δέντρων και διακοσμητικά φυτά και θάμνους.
Ακολούθως, μετά τη λεηλασία των Μινωικών Ανακτόρων της Κνωσσού, προσκάλεσε στον τόπο του εκατοντάδες καλλιτέχνες, με τα αγάλματα των οποίων κόσμησε τις πλατείες, τους δρόμους και τα κτίρια της πόλης του.
Αυτές οι νεωτεριστικές του ενέργειες συνάντησαν τη λυσσώδη αντίδραση των ιερέων, οι οποίοι τότε ασκούσαν μεγάλη επιρροή στον αιγυπτιακό λαό. Ο Φαραώ, συνειδητοποιώντας ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες δε θα μπορούσε να φέρει εις πέρας το μεγαλεπήβολο έργο του, συγκρούστηκε μαζί τους και επήλθε οριστική ρήξη στις σχέσεις τους.
Έτσι, αποσύρθηκε οριστικά από την αρχαία πρωτεύουσα του βασιλείου του, τις αρχαίες Θήβες, σε μια νέα πόλη. Για να καταστήσει, μάλιστα, ακόμη εμφανέστερη την τελεσίδικη διάρρηξη κάθε δεσμού με τις παλαιές παραδόσεις και τη θρησκεία της Αιγύπτου, άλλαξε και το αρχικό του όνομα, το οποίο ήταν Αμενχοτέπ, που προέκυπτε ως παράγωγο του ονόματος του Θεού Αμπούν τον οποίο είχε απαρνηθεί. Κατόπιν, μετονομάστηκε Ακενατόν, όνομα με το οποίο έμεινε γνωστός στην Ιστορία των αρχαίων Φαραώ της Αιγύπτου.
Εκεί, κατήργησε πλέον την παλιά πολυθεϊστική θρησκεία κι έγινε ο ιδρυτής μιας νέας μονοθεϊστικής θρησκείας, της λατρείας του «Δίσκου του Ήλιου», της οποίας υπήρξε ο ύπατος ποντίφικας και κύριος εκφραστής. Έζησε μια ειρηνική ζωή χλιδής και απολαύσεων, καλλιεργώντας τις Τέχνες και τα Γράμματα, ζωγραφίζοντας και συνθέτοντας ύμνους.
Ο Ακενατόν υπήρξε ο πρώτος ειρηνόφιλος ηγεμόνας στην ιστορία της Αιγύπτου και οι ανευρεθείσες ανάγλυφες απεικονίσεις του δεν τον εμφάνιζαν όπως τους άλλους Φαραώ, που ηγούνταν των πολεμιστών και έσυραν από τη μύτη με αλυσίδα αιχμάλωτους ηγεμόνες, κραδαίνοντας απειλητικά τη λόγχη τους.
Αντιθέτως, ο Φαραώ αυτός παρουσιαζόταν να χαϊδεύει άνθη λωτού ή να βρίσκεται μαζί με τη σύζυγο και την κόρη του πάνω στην πολυτελή του άμαξα.
Η νέα του πόλη ήταν ένας πραγματικός παράδεισος, ένα υπόδειγμα ιδεώδους αστικής διαβίωσης, όπου Βασιλιάς και υπήκοοι ζούσαν μια παραμυθένια ζωή διαρκούς ειρήνης, ευμάρειας και απολαύσεων μέσα σ’ ένα άρτιο οικιστικό περιβάλλον. Ο χρυσός κυκλοφορούσε ποταμηδόν και κοσμούσε, μαζί με ερίτιμα πετράδια, τους βραχίονες, τις κνήμες, τους λαιμούς και τα κεφάλια των κατοίκων της, όπως μαρτυρούσαν τα αμέτρητα ψέλλια και κοσμήματα που βρέθηκαν.
Άλλωστε, όλα τα αρχοντικά σπίτια ήταν εφοδιασμένα με λουτήρες και σε όλα υπήρχαν πλουσιότατες κάβες με μεγάλα πήλινα δοχεία, που περιείχαν παντός είδους κρασιά, πολλά εκ των οποίων βρέθηκαν ανέγγιχτα και σφραγισμένα.
Επίσης, βρέθηκαν ανέπαφες και σε άριστη κατάσταση εξαιρετικά περίτεχνες γυναικείες διακοσμήσεις της κεφαλής εν είδει περούκας, με στέφανα και κρόσσια από θαυμάσια επεξεργασμένο χρυσό, αναμεμειγμένο με τρίχινες μπούκλες.
Η ειρηνιστική, όμως, πολιτική του Φαραώ Ακενατόν απέβη ολέθρια για την αυτοκρατορία του. Την εκμεταλλεύτηκαν οι εχθροί της χώρας του, προκειμένου να κατακτήσουν τη μία αιγυπτιακή επαρχία μετά την άλλη. Ματαίως οι Έπαρχοι ζητούσαν βοήθεια από τον ονειροπόλο Φαραώ τους, ο οποίος διερχόταν τη ζωή του απολαμβάνοντας τη στοργή της όμορφης γυναίκας του Νεφερτίτης, καλλιεργώντας τις Τέχνες και συνθέτοντας ύμνους προς τον νέο του θεό, τον Ατόν. «Ατόν» σήμαινε «ο ηλιακός δίσκος, από τον οποίο γεννάται το φως της ημέρας». Έτσι, ο φιλήσυχος και αιθεροβάμων Ακενατόν αρκούνταν να τους απαντά:
Τελικά, ο ρηξικέλευθος Φαραώ έχασε το μεγαλύτερο μέρος των κτήσεών του. Καταραμένος από τους ιερείς της θρησκείας του Αμπούν που είχε καταργήσει, έχασε γύρω στη δύση της ζωής του, εκτός από τις σπουδαιότερες πόλεις της αυτοκρατορίας του, και την αγάπη της συζύγου του Νεφερτίτης.
Η Βασίλισσα Νεφερτίτη, σύμφωνα με τις απεικονίσεις και τις επιγραφές που ανακαλύφθηκαν, υπήρξε η ωραιότερη γυναίκα της απέραντης αυτοκρατορίας. Το όνομά της, άλλωστε, σήμαινε «έφτασε η όμορφη». Πράγματι, όταν το 1912 η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως την περιώνυμη προτομή της, οι πάντες, περιδεείς, θαύμασαν το απερίγραπτο κάλλος της ξακουστής Βασίλισσας με τον μακρύ λαιμό, για τον οποίο τόσο υπερηφανευόταν.
Εν τέλει, όταν ο Ακενατόν πέθανε το 1335 π.Χ., ο διάδοχός του, ο Τουταγχαμών, εγκατέλειψε την πανέμορφη και πρωτοποριακή «Πόλη του Δίσκου του Ήλιου», την αποκήρυξε ως καταραμένη, διέταξε την κατεδάφιση των υπέροχων κτιρίων της, τη μετέβαλε σε νεκρόπολη, μετέφερε εκ νέου την πρωτεύουσα στις Θήβες και αποκατέστησε τη λατρεία της παλιάς θρησκείας.
Έκτοτε, διατηρείται η παράδοση της κατάρας που έπληξε την ονειρώδη πόλη του Φαραώ Ακενατόν και σήμερα ακόμη, οι ιθαγενείς αποφεύγουν να πλησιάζουν την περιοχή, ενώ ένα ευρύ φάσμα σχετικών δεισιδαιμονιών έχει εξαπλωθεί γύρω από τα αγλαή ερείπια.
Ο Φαραώ Ακενατόν κατόρθωσε να δημιουργήσει, 3.500 χρόνια πριν, την πιο υπερσύγχρονη πόλη της αρχαιότητας, αλλά και την πιο υπεραιώνια κατάρα.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ», στις 16/10/1934…