
Μετά από πολλά χρόνια, το παθογόνο της πνευμονίας μυκόπλασμα έχει επιστρέψει σε πολύ υψηλά επίπεδα παγκοσμίως, σύμφωνα με μια διεθνή ερευνητική ομάδα υπό ελβετική ηγεσία σε νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "The Lancet Microbe".
Με τα μέτρα για την CoViD-19, τα βακτήρια είχαν εξαφανιστεί και έμειναν μακριά για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα που οι ερευνητές προβληματίζονταν για το αν θα επέστρεφαν καθόλου.
Μόνο μετά από τρία χρόνια επέστρεψαν, και μάλιστα ορμητικά. «Ο αριθμός των κρουσμάτων μυκοπλάσματος ήταν πραγματικά ιστορικός», δήλωσε στο πρακτορείο ειδήσεων Keystone-SDA ο επικεφαλής της μελέτης Πάτρικ Μέγιερ Σοτέρ από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Παίδων της Ζυρίχης.
Το παθογόνο είχε επίσης οδηγήσει σε επίπεδα ρεκόρ στην Ελβετία μέχρι τον περασμένο Δεκέμβριο. Έκτοτε τα νούμερα έχουν μειωθεί και πάλι κατακόρυφα.
Πριν από την πανδημία, το μυκόπλασμα (Mycoplasma pneumoniae) ήταν ένα από τα πιο κοινά βακτηριακά παθογόνα που προκαλούσαν πνευμονία στα παιδιά. Με τα μέτρα κατά της CοViD, ωστόσο, σημειώθηκε πτώση των μεταδόσεων.
Αυτό συνέβη και με άλλα βακτήρια και ιούς. Σε αντίθεση με τα άλλα παθογόνα, ωστόσο, το μυκόπλασμα δεν επέστρεψε όταν ήρθησαν τα μέτρα. Επέστρεψε μόνο κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2023.
Για τη μελέτη τους, οι επιστήμονες με επικεφαλής τον Μέγιερ Σοτέρ συγκέντρωσαν και ανέλυσαν δεδομένα από διάφορα συστήματα επιτήρησης από όλο τον κόσμο για να δημιουργήσουν το μεγαλύτερο σύνολο δεδομένων για τα μυκοπλάσματα μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με τον Meyer Sauteur, «τα υψηλά ποσοστά μόλυνσης δεν οφείλονται μόνο στο γεγονός ότι πραγματοποιήθηκαν περισσότερες εξετάσεις». Το ποσοστό των θετικών αποτελεσμάτων των εξετάσεων μεταξύ όλων των εξετάσεων που πραγματοποιήθηκαν αυξήθηκε επίσης.
Σε αντίθεση με τους φόβους, δεν υπήρξε σημαντική ποσοστιαία αύξηση των σοβαρών κρουσμάτων σε σχέση με πριν από την πανδημία του κορωνοϊού, παρά την έλλειψη ανοσίας, όπως κατάφεραν να δείξουν οι ερευνητές. «Αλλά παρόλο που οι περισσότερες λοιμώξεις ήταν ήπιες, τα νοσοκομεία ήταν στην πραγματικότητα πραγματικά γεμάτα από κρούσματα μυκοπλάσματος», δήλωσε ο Μέγιερ Σοτέρ.
Σοβαρά κρούσματα μπορεί επίσης να εμφανιστούν σε ενήλικες.
Πριν από την πανδημία του κορωνοϊού, αυτή η μορφή πνευμονίας σπάνια εμφανιζόταν σε ενήλικες στο νοσοκομείο και δεν υπήρχε ακριβής εικόνα της κλινικής πορείας. «Η μελέτη μας έδειξε πόσο σημαντικό είναι πραγματικά αυτό το παθογόνο παγκοσμίως», λέει ο Μέγιερ Σοτέρ.
Η μελέτη παρέχει επίσης μια εξήγηση για το γιατί τα μυκοπλάσματα είχαν εξαφανιστεί για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα μυκοπλάσματα διαιρούνται ιδιαίτερα αργά.
«Οι ιοί πολλαπλασιάζονται ούτως ή άλλως πολύ πιο γρήγορα. Άλλα βακτήρια διαιρούνται κλασικά μέσα σε περίπου 20 λεπτά. Με τα μυκοπλάσματα, μιλάμε για αρκετές ώρες», εξήγησε ο Μέγιερ Σοτέρ.
Η περίοδος επώασης είναι αντίστοιχα μεγάλη. Χρειάζονται τρεις εβδομάδες από τη μόλυνση μέχρι το ξέσπασμα της νόσου.
Τα παραπάνω δείχνουν πως παρότι η πανδημία έχει πια τελειώσει, οι υγειονομικοί κίνδυνοι που γεννιούνται ή στη συγκεκριμένη περίπτωση επανέρχονται, είναι πολλοί και σημαντικοί. Γεγονός που αποδεικνύει πόσο απαραίτητη είναι η πρόληψη και η προστασία από κάθε νέο μικρόβιο και μετέπειτα ασθένεια.