Με μια πενιχρή ενίσχυση (αν καταβληθεί και αυτή) προσπαθεί η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη να αντιμετωπίσει το «τσουνάμι» ακρίβειας, το οποίο έχει «σαρώσει» τα ελληνικά νοικοκυριά, καθώς τα νέα μέτρα στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, για την αντιστάθμιση των επιπτώσεων από το κύμα των ανατιμήσεων στην ενέργεια.
Μέτρα που όπως κυνικά ομολόγησε ο υπουργός Οικονομικών, Γιάννης Σταϊκούρας «δεν θα καλύψουν όλες τις απώλειες», κάτι που σημαίνει ότι οι Έλληνες θα συνεχίσουν να πληρώνουν ακριβά τη λεγόμενη «πράσινη μετάβαση».
Γι' αυτό το λόγο πριν από λίγες ημέρες έγινε σύσκεψη στην οποία συζητήθηκε η θωράκιση απέναντι στο ενδεχόμενο να μείνει η Ελλάδα χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, αν και εφόσον υπάρξουν προβλήματα με την προμήθεια του φυσικού αερίου.
Αν και η στρατηγική της απολιγνιτοποίησης ως όχημα για πορεία προς μια πράσινη οικονομία και την κλιματική ουδετερότητα, πρέπει να γίνει πράξη έως το 2028, έχει πέσει στο τραπέζι το σενάριο της επανόδου λιγνιτικών μονάδων ώστε να παραχθεί φθηνότερη ηλεκτρική ενέργεια.
Με άλλα λόγια, μεγάλες λιγνιτικές ηλεκτροπαραγικές μονάδες που διέκοψαν τη λειτουργία τους αναμένεται να μπουν εκ νέου στην παραγωγή, με σκοπό να μην επιβαρύνονται οι πολίτες με εξαιρετικά υψηλό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας και να εκμηδενιστεί το ενδεχόμενο να μείνει η Ελλάδα χωρίς ενέργεια.
Πρόκειται για κάτι που έχουν εισηγηθεί οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας προς την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό, παρά τα όσα έχει συμφωνήσει η Ελλάδα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για την απολιγνιτοποίηση.
Χαρακτηριστικές είναι ατάκες που ακούστηκαν σε διάφορες συνομιλίες μεταξύ στελεχών της ΝΔ, οι οποίοι υποστήριξαν ότι αν δεν ανοίξουν τα εργοστάσια λιγνίτη «τελειώσαμε», καθώς το κύμα ακρίβειας θα είναι τόσο μεγάλο που θα «τσακίσει» τα ποσοστά του κυβερνώντος κόμματος.
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι μέχρι προσφάτως ο πρωθυπουργός ήταν απολύτως αρνητικός σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, παρόλα αυτά τις τελευταίες ημέρες έχει αλλάξει στάση και ήδη στο Μαξίμου συζητιέται αυτή η πιθανότητα ως ένα «Plan B».
Το αίτημα των βουλευτών επί της ουσίας συνοψίζεται στην παράταση του χρόνου χρήσης των λιγνιτών και στην επιμήκυνση του χρόνου της πράσινης μετάβασης.