Στο greek-observatory και τις Ειδήσεις Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
Πολιτισμός

Βίος και Πολιτεία του Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ (φωτό, βίντεο)

Τι κοινό έχουν ο Έντγκαρ Άλαν Πόε, η Έμιλι Ντίκινσον, ο Χένρι Ντέιβιντ Θόρω, ο Φραντς Κάφκα και ο Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ; Η αξία τους αναγνωρίστηκε μόνο αφότου εγκατέλειψαν τα εγκόσμια. Ορισμένοι από αυτούς, μάλιστα, έζησαν μία κατά βάση δυστυχισμένη ζωή, πολλές φορές σε συνθήκες φτώχειας, μια και το έργο τους υποτιμούνταν συστηματικά. Ο Χ.Φ. Λάβκραφτ, από τον θάνατο του οποίου συμπληρώθηκαν χθες, 15 Μαρτίου, 80 χρόνια, αποτελεί ένα από τα πιο εντυπωσιακά παραδείγματα μεταθανάτιας αναγνώρισης.

Η ζωή ήταν σκληρή από την αρχή για τον μετέπειτα πρωτοπόρο της φανταστικής λογοτεχνίας τρόμου. Γόνος μίας ιστορικής οικογένειας της περιοχής, ο Χάουαρντ έχασε τον πατέρα του από την ηλικία των τριών ετών (κλείστηκε σε ψυχιατρείο, όπου και πέθανε μετά από πέντε χρόνια), ενώ σε ηλικία 14 ετών αναγκάστηκε μαζί με τη μητέρα του να εγκαταλείψουν το σπίτι τους και να εγκατασταθούν σε ένα πολύ μικρότερο διαμέρισμα, έχοντας χάσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας τους εξαιτίας κακοδιαχείρισης. 

Ο ίδιος ο Χάουαρντ ήταν φιλάσθενος και περνούσε πολύ καιρό μέσα στο σπίτι. Έτσι άρχισε και η ενασχόλησή του με τη συγγραφή. Στη σύντομη ζωή του έγραψε εκατοντάδες ποιήματα, δεκάδες δοκίμια, δεκάδες χιλιάδες επιστολές και περίπου 70 ιστορίες, οι οποίες είναι αυτές που του χάρισαν την τεράστια αναγνωρισιμότητα αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του. Και όμως, ο πατέρας του Κθούλου δεν είδε ποτέ τις ιστορίες του να εκδίδονται ως συλλογή σε βιβλίο. Ο ίδιος, μάλιστα, με μία δόση ηττοπάθειας είχε σχολιάσει σχετικά: «Δεν έχω καμία ψευδαίσθηση σχετικά με την τύχη των ιστοριών μου και δεν περιμένω να γίνω σοβαρός ανταγωνιστής των αγαπημένων μου συγγραφέων [της λογοτεχνίας] του αλλόκοτου».

Έτσι, ο Λάβκραφτ αναγκαζόταν να πουλά τις ιστορίες του για μικροποσά σε pulp περιοδικά όπως το “Weird Tales” και το “Astounding Stories”. Στο πρώτο, μάλιστα, δημοσιεύτηκε το 1926 και η εμβληματική του ιστορία, «Το κάλεσμα του Κθούλου». Ωστόσο, ούτε αυτό ήταν αρκετό. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του (και εν μέσω της Μεγάλης Ύφεσης στις ΗΠΑ), αναγκάστηκε να τρώει ληγμένες κονσέρβες. Μάλιστα, έγραψε σε έναν φίλο του: «Ποτέ πριν δεν ήμουν τόσο κοντά στην ουρά του συσσιτίου». Και σαν να μην έφτανε αυτό, αντιμετώπιζε και σοβαρά προβλήματα υγείας. Το 1937 πέθανε τελικά από καρκίνο του παχέος εντέρου. Κηδεύτηκε στον οικογενειακό του τάφο στο Πρόβιντενς. Το γεγονός ότι η ταφόπλακα (αναγνωρίσιμη για τη φράση «Είμαι το Πρόβιντενς», που δανείστηκε από μία από τις επιστολές του) εγκαταστάθηκε έπειτα από πρωτοβουλία μίας ομάδας αφοσιωμένων θαυμαστών του (οι οποίοι ανέλαβαν το έξοδο), 40 χρόνια μετά την ταφή του, είναι χαρακτηριστικό της post mortem επιτυχίας του Λάβκραφτ.

Ο Τζον Κάρπεντερ αποτίνει φόρο τιμής στον Λάβκραφτ με την «Απειλή»

Η επιρροή του έργου του Λάβκραφτ άρχισε να γίνεται ορατή στα ‘60s και τα ‘70s, μέσα από τις ταινίες τρόμου της εποχής. Σταδιακά κέρδιζε ένα ολοένα και ευρύτερο κοινό, μέχρι που τελικά έγινε συστατικό κομμάτι της σύγχρονης ποπ κουλτούρας. Ο Κθούλου, για παράδειγμα, έχει κυκλοφορήσει σε οτιδήποτε προϊόν μπορείς να φανταστείς, από μπρελόκ μέχρι λούτρινο κουκλάκι. Ο Στίβεν Κινγκ έχει αποκαλέσει τον Λαβκραφτ τον μεγαλύτερο δημιουργό της κλασικής ιστορίας τρόμου στον 20ο αιώνα. Ο Τζον Κάρπεντερ δημιούργησε τη δική του ωδή στον συγγραφέα μέσα από τις ταινίες «Η απειλή» και «Στο στόμα της τρέλας». Ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο έχει ενσωματώσει στα έργα του ένα σωρό λαβκραφτιανές αναφορές, από τις ταινίες “Hellboy” μέχρι τη σειρά “The strain”. Ο Νιλ Γκέιμαν, ο Κλάιβ Μπάρκερ και ο Άλαν Μουρ έχουν αναγνωρίσει δημοσίως ότι χρωστούν στο έργο του συγγραφέα από το Πρόβιντενς. Μέχρι το 2015, το αγαλματίδιο του World Fantasy Awards (των βραβείων που αποδίδονται ετησίως στους συγγραφείς και καλλιτέχνες που διαπρέπουν στον χώρο του fantasy), ήταν μία προτομή του Χάουαρντ.

Τι συνέβη, όμως, το 2015; Ο Λάβκραφτ «εκπαραθυρώθηκε» από τα βραβεία, στιγματισμένος λόγω των ρατσιστικών απόψεων που είχε εκφράσει κυρίως στις επιστολές του. Ορισμένοι θαυμαστές του συγγραφέα έσπευσαν να τον υπερασπιστούν από αυτή την επίθεση. Η επιχειρηματολογία του σημαντικότερου ερευνητή του Λάβκραφτ, Σ. Τ. Τζόσι, συνοψίζει και την υπερασπιστική γραμμή υπέρ του κατηγορουμένου. Πρώτον, ο Λάβκραφτ ήταν ρατσιστής σε μία εποχή κατά την οποία ο ρατσισμός ήταν αποδεκτός στην κοινωνία. Όντως, μην ξεχνάμε ότι ακόμα και στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι διακρίσεις εναντίον των μαύρων ήταν κοινός τόπος - και ιδιαίτερα στις πολιτείες του Νότου γίνονταν και υπό την αιγίδα των αρχών. «Είναι ιστορικό λάθος να επικρίνουμε προσωπικότητες του παρελθόντος επειδή έχουν αποκλίνει από την ηθική, πολιτική και κοινωνική κοσμοθεωρία που ακολουθούμε τώρα. Αυτό δείχνει μία πολιτισμική μισαλλοδοξία και μία έλλειψη κατανόησης της ιστορίας που είναι πολύ αποθαρρυντικό», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Τζόσι στο μπλογκ του. 

Ο νικητής ενός World Fantasy Award γύριζε στο σπίτι του μαζί με μία προτομή του Λάβκραφτ. Τουλάχιστον μέχρι το 2015

Δεύτερον, ο Λάβκραφτ είχε και καλά χαρακτηριστικά: ήταν άθεος, παθιασμένος με την επιστήμη, ταξιδιώτης, μέντορας σε νεότερους συγγραφείς, οξυδερκής σχολιαστής των γεγονότων της εποχής του, ακόμα και λάτρης των γατών (μάλλον έτσι προέκυψε και το «Οι γάτες της Ούλθαρ»). Τρίτον, ήταν λίγο ρατσιστής (ο Τζόσι αναρωτιέται: «Πόσοι ξέρουν ότι εξέφρασε τον θαυμασμό του για τους χασιδιστές Εβραίους στην κάτω ανατολική πλευρά του Μανχάταν για την αφοσίωσή τους στην πολιτισμική και θρησκευτική τους κληρονομιά;). Ένα τέταρτο επιχείρημα, το οποίο δεν προέρχεται από τον Τζόσι, είναι ότι ο Λάβκραφτ ήταν γενικά μισάνθρωπος και ο ρατσισμός ήταν μία έκφανση της μισανθρωπίας του.

Όλα τα παραπάνω μπορεί να θολώνουν λίγο την εικόνα, αλλά δεν μπορούν να αποκρύψουν ότι ο Λάβκραφτ ήταν όντως ρατσιστής. Αυτή, όμως, η συζήτηση είναι αποπροσανατολιστική ως προς το εάν θα πρέπει ο κόσμος να διαβάζει το έργο του ή αν μπορούμε να λέμε εμείς που το έχουμε διαβάσει ότι το λατρεύουμε, χωρίς να νιώθουμε ενοχές… Στο τέλος-τέλος, ποιος μπορεί να λογοκρίνει το έργο του Λάβκραφτ, επειδή ο δημιουργός του ήταν ρατσιστής; Και αν αρχίσουμε με αυτή τη διαδικασία, πού θα σταματήσουμε; Ακόμα μεγαλύτερη συζήτηση είχε προκύψει με τη φασιστική απόκλιση του Έζρα Πάουντ: θα έπρεπε να αφήσουμε και το δικό του έργο εκτός ανάγνωσης; Και τι γίνεται με τα έργα που μπορεί να έχουν κρυφά μηνύματα; Ο Τζόσι, για παράδειγμα, υπενθυμίζει ότι ο «Δράκουλας» του Μπραμ Στόκερ έχει έναν αντιμεταναστευτικό τόνο (ο ξένος που έρχεται στο Λονδίνο και ανατρέπει την κανονικότητα των ντόπιων).

Ο Λάβκραφτ μαζί με το πιο γνωστό δημιούργημά του, τον Κθούλου (artwork του Poolday)

Ως εκ τούτου, δύο πράγματα θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας. Πρώτον, άλλο ο χαρακτήρας του συγγραφέα (ή οποιουδήποτε άλλου καλλιτέχνη) και άλλο το έργο του. Το να απορρίπτεις το έργο κάποιου εξαιτίας των απόψεών του υποδηλώνει πνευματική οκνηρία και μισαλλοδοξία αντίστοιχη με την «απέναντι» πλευρά. Δεύτερον, αν στοιχεία όπως ο ρατσισμός (άμεσος ή λανθάνων), εντάσσονται σε κάποιο έργο, μπορούμε να τα εντοπίσουμε, να τα συζητήσουμε και να τα καυτηριάσουμε, αλλά και πάλι αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε τη συνολική αξία του έργου, αν αυτή υπάρχει: αυτό είναι το μήνυμα της Λόρα Μίλερ, συντάκτριας του “Salon”, και αξίζει να του δώσουμε βάση.

Tags
Back to top button