ΞΕΣΚΕΠΑΖΩ ΤΟ ΤΣΟΥΚΑΛΙ
Τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς γράφει: «Ὅταν ἀκούσετε ἀκοὲς πολέμων, σεισμοὺς κατὰ τόπους καὶ καταποντισμούς, μάθετε πὼς ἐγγὺς τὸ τέλος». Ἐγώ, σκεπτόμενος τὴν τραγικότητα αὐτῶν ποὺ πληροφοροῦμαι γιὰ τὸν ἅγιο τόπο αὐτόν, λέγω καθ᾽ ἑαυτόν: «Αὐτὰ εἶναι μετὰ τὸ τέλος».
Ἡ Μονὴ Παντοκράτορος αἰτεῖται τὴν παρουσία τοῦ Πατριάρχη στὸ μνημόσυνο τοῦ καθηγουμένου Βησσαρίωνα. Ἀπὸ πότε ἐπεκράτησε συνήθεια νὰ καλῆται ὁ Πατριάρχης γιὰ μνημόσυνο ἡγουμένου; Εἶναι ὁ πρῶτος ἡγούμενος ποὺ κοιμήθηκε στὸ Ἅγιον Ὄρος στὴν πρώτη καὶ στὴν δεύτερη χιλιετία ποὺ διανύουμε; Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔγινε ἡγούμενος, χωρὶς νὰ σπάσουν τὰ μοῦτρα του στὶς διακονίες, στὶς ταπεινώσεις καὶ τὶς περιφρονήσεις. Τοποθετήθηκε στὸν θρόνο πιὸ ἄνετα καὶ ἀπὸ αὐτοκράτορα. Ἀνωτέρᾳ βουλῇ. Μπᾶτε, σκύλοι, ἀλέστε κι ἀλεστικὰ μὴ δῶστε. Ἐγὼ ἔγινα ἡγούμενος στὴν Μονὴ Δοχειαρίου, ἀφοῦ ἔφαγα πρῶτα στὰ μοῦτρα κάθε σφουγγαριὰ ποὺ εἶχε μείνη σ᾽ αὐτὸ τὸ παλιὸ μοναστήρι καὶ ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς καὶ ἀπὸ κάποιους διαχειριστές. Ἔτσι ἔπρεπε νὰ γίνη καὶ καλὰ μοῦ κάνανε. Τὰ πιὸ βαριὰ βήματα ποὺ ἔκανα στὴν ζωή μου ἤτανε νὰ ἀνέβω στὸν θρόνο τῆς Δοχειαρίου, ἔπειτα ἀπὸ δέκα χρόνια ἡγουμενίας σὲ μοναστήρια τοῦ ἑλλαδικοῦ κλίματος.
Ποιός ἤτανε τέλος πάντων αὐτὸς ὁ Βησσαρίων, ποὺ πρέπει νὰ τιμηθῆ καὶ μὲ πατριαρχικὸ μνημόσυνο; Μερικὰ χρόνια γειτνιάσαμε καὶ ἐγνώρισα τὸν ἄνδρα.
– Γιατί, πάτερ Βησσαρίων, παραβιάζετε τὰ σύνορα τῆς Μονῆς; Ποιός σᾶς τὰ ἔδειξε;
– Ὁ προηγούμενος Εὐδόκιμος.
– Γέροντα Εὐδόκιμε, ἐσὺ ὑπέδειξες στοὺς νέους τὰ σύνορα μεταξὺ Ξενοφῶντος καὶ Δοχειαρίου;
– Μακάρι νὰ τά ᾽ξερα κι ἐγώ. Οἱ ξυλοκόποι τὰ γνώριζαν καλύτερα ἀπὸ μᾶς. Ἔπειτα, ἐγὼ ἐννιὰ μῆνες ἔμεινα μαζί τους. Δὲν τοὺς ἔδειξα τίποτα.
Ὁ Βησσαρίωνας ἦταν ὁ ἐκτελεστὴς τοῦ ἐγκλήματος:
– Ἅγιε προηγούμενε Εὐδόκιμε -ἀκούστηκε ἡ φωνή του ἀπὸ τὸ παράθυρο- ἀπόφαση τῆς Μονῆς μήτε νὰ εἰσέλθετε μήτε νὰ ἐξέλθετε ἀπὸ τὴν πύλη τῆς Μονῆς.
Καλόγερος ὢν ὁ γερο-Εὐδόκιμος, ὑπήκουσε καὶ πῆρε τὸν δρόμο τῆς ἐξορίας.
Καθήμενοι στὸ κιόσκι τῆς Μονῆς, πόσες κατηγόριες δὲν εἶπε αὐτὸς ὁ ψηλὸς παπᾶς γιὰ τὸν παπποῦ Εὐδόκιμο… Τὸν ἤθελε καὶ ἀνώμαλο, τὸν ἤθελε καὶ ὁμαλό. Ἔστειλα ἕνα μοναχό μου καὶ τὸν ρώτησε:
– Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἔχετε οἰκογένεια στὴν Θεσσαλονίκη καὶ γι᾽ αὐτὸ πηγαινοέρχεστε;
Ἡ ἀπάντησή του ἤτανε μὲ λυγμοὺς δακρύων καὶ ἀναφιλητά:
– Μωρὲ ποιός τὰ λέει αὐτά;
Εἶχε καὶ μετοχὲς στὰ καράβια καὶ εὐπορίζετο! Αὐτὸς ποὺ δὲν εἶχε παντόφλα νὰ φορέση καὶ ἀντερὶ νὰ ἀλλάξη.
Τί εἶναι τὸ ποτηράκι τοῦ τσίπουρου, ποὺ ἔπινε τὸ γεροντάκι, μπροστὰ στὰ δικά μας; Ποιός μπορεῖ νὰ λησμονήση τὴν σύληση τῆς σκήτης τοῦ Προφήτη Ἠλία; Ὅ,τι συνάχθηκε ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της μέχρι σήμερα ἔγιναν σὲ μιὰ μέρα κορνιαχτὸς καὶ τινάχθηκαν στὸν ἀέρα, ἡγουμενεύοντος στὴν Παντοκράτορος τοῦ ἁγίου Βησσαρίωνα.
Ἄλλη ἀδελφὴ Μονὴ ζητάει τὸν Πατριάρχη νὰ ἐγκαινιάση πτέρυγα. Ὁλόκληρο μοναστήρι ἀνακαίνισα ταῖς ἰδίαις χερσὶ καὶ δὲν θεώρησα ὅτι κάποιος μεγάλος παπὰς πρέπει νὰ ἔρθη νὰ μοῦ κάνη ἐγκαίνια. Τὸ μοναστήρι εἶναι ἐγκαινιασμένο ἐδῶ καὶ χίλια χρόνια.
Ὁ Ἀμανατίδης ἑτοιμάζει ἐπίσκεψη τοῦ ἀστεφάνωτου καὶ μὲ τεκνία ἀβάπτιστα πρωθυπουργοῦ στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τοῦ ἐξασφαλίζει φιλοξενία στὴν γεραρὰ Μονὴ Ξενοφῶντος. Κύριε Ἀμανατίδη, ἐσὺ θὰ διαγράψης τοὺς ἀντίθεους καὶ ἀντίχριστους νόμους καὶ κανόνες ποὺ θέσπισε ἡ κυβέρνηση τοῦ ΣΥΡΙΖΑ; Ξεχείλισε τὸ ποτήρι καὶ θὰ πνίξη καὶ ἐσένα καὶ τὸ μοναστήρι ποὺ θὰ τὸν φιλοξενήση. Μήπως ἑτοιμάζεται τὸ μοναστήρι νὰ τὸν ὑποδεχθῆ καὶ μὲ κωδωνοκρουσίες καὶ Εὐαγγέλια καὶ κεριὰ στὴν πόρτα; Τί θὰ ἀπολογηθοῦμε ἐμεῖς στὸν ὀρθόδοξο λαό, στὸν καταπονημένο λαό, ποὺ τοῦ ψαλίδισε ὄχι μόνον τὸν μισθό του καὶ τὴν σύνταξή του, ἀλλὰ καὶ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς του; Καὶ τὸ πιὸ μεγάλο καὶ τὸ πιὸ φοβερό, ρήμαξε τὴν πίστη μας, πέταξε τὸν σταυρό, πέταξε τὴν Παναγία στὰ σκουπίδια καὶ ἐρευνᾶ στὸ μικροσκόπιο, ὅποιον ἄθεο βρίσκει νὰ τὸν κάνη ὑπουργὸ καὶ κρατικὸ ὑπάλληλο, γιὰ νὰ λακτίζη καὶ νὰ καθυβρίζη τὴν πίστη μας; (Τὰ πάντα μπορεῖ νὰ πετύχης στὸν τόπο αὐτόν, ἂν ἀρνῆσαι τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν μᾶς ἀπομένει πιὰ τίποτα, ἀλλὰ σὰν τοὺς Ἑβραίους ἕνα τεῖχος δακρύων.) Μὲ τί πρόσωπο θὰ βγοῦμε στὸν κόσμο; Τί δικαιολογίες θὰ ποῦμε; Σὲ πλατανόφυλλα ἢ σὲ συκόφυλλα θὰ δείξουμε τὰ δάκρυα τῆς μετάνοιας τοῦ κρατοῦντος; Τί ἀπολογία θὰ δώσουμε στὸν κρατοῦντα τὰ σύμπαντα;
Φιέστες ἀπάνω στὶς φιέστες, φτάσαμε καὶ στὴν μεγάλη φιέστα. Στὸ Ἀκριτοχώρι θὰ γιορτάσουνε τὰ πενῆντα χρόνια ἱερατικῆς ζωῆς καὶ κτιτορικῆς δράσης στὸ μετόχι τοῦ Ξενοφῶντος. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀνήκουστα, οἱ διωγμοὶ τῶν παλαιῶν πατέρων καὶ στὸ ἕνα μοναστήρι ποὺ κατέλαβαν καὶ στὸ ἄλλο, θὰ διαγραφοῦν ἀπὸ τὴν ἱστορία; Θὰ λογαριαστοῦνε γιὰ κινήσεις ἐπιβράβευσης ἀπὸ τὸν σημερινὸ ἁγιορειτικὸ κόσμο; Μήπως χαθήκαμε προτοῦ νὰ ἔρθη ὁ χαμός; Τί ὑπῆρξε ὁ γείτονάς μου; ὁ ἐφημέριος τοῦ Ἄρς;
Ἀναγνωρίσανε στὴν χιλιετηρίδα τῆς Μονῆς ἕναν ὅσιο Ξενοφῶντα, ὁ ὁποῖος τὸ μόνο ποὺ εἶχε νὰ ἐπιδείξη στὴν ζωή του ἦταν ὅτι ἔφτιαξε ἕνα νερόμυλο καὶ ἐπέτρεψε στὸν καθένα νὰ πηγαίνη νὰ ἀλέθη τὸ στάρι του. Ἡ Μονὴ Δοχειαρίου δεκαπέντε χρόνια παρακαλεῖ στὴν ἄκρια τοῦ δασόδρομου τῆς γείτονος Μονῆς, ποὺ οὔτε περὶ ἀμπελῶνος πρόκειται οὔτε περὶ νεραντζῶνος, νὰ σκάψη γιὰ νὰ θάψη τὸ λάστιχο ποὺ -ἐκτεθειμένο στὸν ἥλιο- φέρνει τὸ νερὸ στὸ μοναστήρι βραστὸ καὶ καυτό, καὶ οὐδὲν ἐγένετο. Δεινοπαθήσαμε γιὰ νὰ ὁριοθετήσουμε τὰ σύνορά μας, γιὰ νὰ μὴ ξυλεύη ὁ ἕνας στὸ δάσος τοῦ ἄλλου. Μὲ χίλιες ὑποχωρήσεις τῆς ταπεινῆς Μονῆς τοῦ Δοχειαρίου, κάτι βρήκαμε, κάτι πᾶμε νὰ βροῦμε.
Πῆγα στὸν Παλαιοκρασᾶ, ὑπουργὸ τότε στὰ οἰκονομικά, καὶ τοῦ ζήτησα μικρὴ βοήθεια γιὰ μιὰ δεξαμενή, γιατὶ τὸ μοναστήρι ἀρδευόταν ἀπὸ τὴν παλιὰ δεξαμενὴ τοῦ μύλου, καὶ μοῦ ἀπήντησε: «Μὰ ἔδωσα χρήματα στὴν Μονὴ Ξενοφῶντος γιὰ τὴν φιλοξενία τοῦ Πατριάρχη στὴν χιλιετηρίδα». Τὴν ἴδια περίοδο ἤμουν μέλος τοῦ ΚεΔΑΚ καὶ ἦρθε αἴτηση ἀπὸ τὴν Μονὴ Ξενοφῶντος οἰκονομικῆς βοήθειας γιὰ τὴν φιλοξενία τοῦ Πατριάρχη! Ἔτσι γίνονται οἱ περιουσίες καὶ στήνονται οἱ γυάλινοι πύργοι στὴν ὁδὸ Κηφισίας…
Ὁ ταλαίπωρος μοναχὸς Τρύφων, ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς κι αὐτός, ἐρχότανε στὸ Δοχειάρι, δῆθεν γιὰ νὰ μαζέψη ρίγανη καὶ φασκόμηλο, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα γιὰ νὰ ἐκτονώνεται ἀπὸ τὶς πιέσεις. Μέχρι ποὺ ἔπεσε κάτω καὶ ἔσπασε τὸν πόδα του. Καὶ ὁ Θεὸς οἶδε ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα…
Ἕνας μικρὸς καὶ ἀφανὴς μοναχός, σὰν μπατιράκι -ποὺ λέει καὶ τὸ τραγούδι τοῦ Ζαμπέτα- στὴν γωνιὰ τοῦ δρόμου, λέει τὸ παράπονό του, ἀλλὰ οὐκ ἔχει τὸν παρηγοροῦντα.
Ἐδῶ καὶ μερικὰ χρόνια ἡ Μονὴ Διονυσίου ἔδωσε τεμάχιο λειψάνου στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ αὐτὸ ἔγινε χερούκλα ὁλόκληρη καὶ περιφέρεται ὡς μυροβλύζουσα δεξιὰ τοῦ ἁγίου Γεωργίου! Ἄλλη φιέστα αὐτή, ἄλλος ἐμπαιγμός, ἄλλη ἀφορμὴ λογισμῶν καὶ σχολίων. Ἐπιτέλους, πότε θὰ γίνουμε μοναχοί; Πότε θὰ μάθουμε τὸ πατερικὸ «Κάθου στὸ κελλίον σου καὶ αὐτὸ σὲ διδάξει»;
Ἄλλη πληροφορία μοῦ λέγει ὅτι ὁ Ἀρχιγραμματέας τῆς Κοινότητας, ἀπὸ τὸ ἴδιο φύραμα κι αὐτός, διαβιβάζει πρόσκληση, χωρὶς ἀπόφαση τῆς Κοινότητας, ἐπίσκεψης τοῦ πρωθυπουργοῦ στὶς στράτες καὶ στὰ μονοπάτια τοῦ πονεμένου Ἄθωνα. Ζήτουλες καταντήσαμε στὶς πόρτες τους γιὰ μιὰ δίκαιη καὶ ὀφειλόμενη βοήθεια σ᾽ αὐτὸν τὸν ἅγιο τόπο. Ξετροχιαστήκαμε καὶ ἀφήσαμε τὰ ἔργα τοῦ φωτὸς καὶ καταπιαστήκαμε μὲ τὰ ἔργα τοῦ σκότους.
Ἅγιοι ἡγούμενοι, πήρατε τὸ μάθημα; Ὅσοι συμπληρώσατε πενῆντα χρόνια ἱερατικῆς ζωῆς, ἐλᾶτε νὰ τὰ σπάσουμε.
Ἀναγνωρίζω τὴν ἐλαχιστότητά μου, τὴν ἀναξιότητά μου, τὰ λάθη μου, τὶς ἁμαρτίες μου καὶ κυριολεκτικὰ λουφάζω καὶ ντρέπομαι νὰ ἐμφανίζωμαι στὸν κόσμο μοναχὸς καὶ μάλιστα ἡγούμενος. Καὶ ὅ,τι ἔγινε σ᾽ αὐτὸν τὸν τόπο καὶ στὸ μετόχι στὸν δῆμο Σοχοῦ, πιστεύω καὶ ὁμολογῶ ὅτι εἶναι κόποι καὶ μόχθοι τῶν ἀδελφῶν μου, καὶ ἐγὼ οὐδὲν ἐποίησα, εἰ μὴ μόνον ἁμαρτίες.
Κατηγοροῦμαι σὲ ἐπίσημο γράμμα τῆς Ἐκκλησίας ὅτι παραχάραξα τὰ τυπικὰ τοῦ Ὄρους καὶ ἔφερα τυπικὰ τῆς Πάτμου καὶ τοῦ Προυσοῦ. Ἐκεῖνα ποὺ παρέλαβα ἀπὸ τὸν Προυσὸ ἦταν τὸ ποτὸ καὶ ὁ καλοζωισμός. Αὐτὰ ποὺ παρέλαβα ἀπὸ τὴν Μονὴ τῆς Πάτμου τὰ πιστεύω πέρα γιὰ πέρα καλογερικά. Καὶ λέγω ποιὰ εἶναι αὐτά:
Στὸ Ὄρος στὶς ἀγρυπνίες ψάλλανε οἱ παλιοὶ ὅ,τι παλαιὸ κομμάτι μουσικὸ ἔγραψαν οἱ πρὸ αὐτῶν. Τὸ «Φῶς ἱλαρὸν» ὅμως ἦταν σ᾽ ὅλες τὶς ἀγρυπνίες τοῦ Σακελλαρίδη («Ἐτίναξαν τὴν ἀνθισμένη ἀμυγδαλιά»). Τὸ παλαιὸ «Φῶς ἱλαρὸν» εἶχε παντελῶς ἐξοστρακισθῆ ἀπὸ τὶς ἀγρυπνίες τοῦ Ὄρους. Τὸ ἐπανέφερα ἀκουστικὰ ὅπως τὸ πῆρα ἀπὸ τὴν βασιλικὴ Μονὴ τοῦ Θεολόγου τῆς Πάτμου. Χτυπᾶμε τὸ κόντι στὸ Εὐαγγέλιο· πανάρχαια συνήθεια, εἶναι παρμένο μέσα ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ παγκάλου Ἰωσήφ. Τὸ τυπικὸ τῆς Μονῆς μου, γραμμένο τὸν ΙΕ΄ αἰῶνα ἀπὸ τὸν Γρηγόριο Ἀλυάτη, τὸ ὑποδεικνύει καὶ μάλιστα καὶ τὸν τρόπο ποὺ πρέπει νὰ χτυπᾶ στὸ Εὐαγγέλιο. Ἡ χρήση κενῶν ἁγίων ποτηρίων ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς στὴν Μεγάλη Εἴσοδο, καὶ ὄχι λειψάνων Ἁγίων, μνημονεύεται ἀπὸ τὸν Συμεὼν τὸν Θεσσαλονίκης. Ἡ εὐλόγηση πολλῶν ποτηρίων στὴν θεία Λειτουργία ἀναφέρεται σὲ παλαιὲς λειτουργικὲς φυλλάδες. Καὶ ἡ εὐλόγηση τῶν καρπῶν στὸ δοχειὸ μνημονεύεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη ὅτι γίνεται μετὰ ἀπὸ κάθε Λειτουργία.
Εἶναι λοιπὸν νέα τάξις αὐτά; Εἶναι ἀπορριπτέα; Αὐτὰ καταστρέφουν τὰ τυπικὰ τοῦ Ὄρους καὶ δὲν τὰ καταστρέφει ὅλος ὁ σύγχρονος πολιτισμὸς ποὺ μὲ σημαιάκια πιὰ εἰσῆλθε στὸ Ὄρος; Μοναχέ, δὲν σὲ καταστρέφει τὸ λάπτοπ, τὸ κινητό, τὸ ἰντερνέτ, τὸ σοῦπερ-μάρκετ ποὺ ἔστησες στὴν πόρτα τῆς Μονῆς (εἴπαμε μιὰ εἰκόνα, ἕνα σταυρουδάκι, λιβάνι καὶ κάτι ποὺ παράγει τὸ μοναστήρι, ἀλλ᾽ ὄχι καὶ τυρόπιτες καὶ βότανα καλλυντικά -χάσαμε τὸ μέτρο καὶ ξεπεράσαμε τοὺς κοσμικοὺς στὶς συναλλαγὲς καὶ τὶς ἐπιχειρήσεις) καὶ σὲ καταστρέφει τὸ κόντι ποὺ χτυπᾶ στὶς πανηγύρεις ἡ Μονὴ Δοχειαρίου καὶ σὲ ἀλλοτριώνει ἀπὸ τὶς παραδόσεις τοῦ Ὄρους; Ἥλιε, κρύψε τὸ φῶς σου, γιὰ νὰ μὴ ντρεπώμαστε νὰ περπατᾶμε. (Ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστὸς ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Σπυρίδων ὁ Βλάχος: «Παρακαλεῖτε τὸν Θεὸν νὰ γίνη ἡ Δευτέρα Παρουσία νύχτα, νὰ μὴ βλέπη ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ ντρέπεται».)
Ἕως ἐδῶ ξεσκεπάζω τὸ τσουκάλι, γιατὶ παραέβρασε μέσα μου καὶ θὰ σπάσουνε τὰ σωθικά μου.
Κύριε, ἐπίβλεψον ἐπὶ τὴν ἄμπελον ταύτην καὶ κατάρτισαι αὐτήν, ἣν ἐφύτευσεν ἡ δεξιά σου.
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης