«Ο ΕΓΚΑΛΩΝ ΟΥΚ ΕΓΚΑΛΕΙΤΑΙ»
ΑΡΧΙΜ. ΠΑΪΣΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΦΙΛΩΤΑ
Β’ Μέρος ΠΙΣΤΗ – ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ- ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Αντί Έγγραφης Απολογίας για το αίτημα του υπ΄αριθμ. 936 εγγράφου της Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης
Μολονότι είναι χιλιοειπομένη η ρήση του Αγίου Νικολάου, πιο σωστά, Νείλου του Καβάσιλα ότι «ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις σημαίνεται» Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας, λη´ (P.G. 150, 452), εν τούτοις λόγω:
α. της υποτονικής υπαρξιακής προσωπικής βιώσεως της Θείας Μυσταγωγίας
β. της απαξίωσης μελέτης του θεολογικού βάθους των συντεταγμένων υπό των αγίων Πατέρων λειτουργικών και ερμηνευτικών κειμένων
γ. του χλιαρού χριστιανικού βίου, στον οποίο δεν είναι διεγηγερμένη η νοερά αίσθηση, αφού λείπουν κατά κανόνα τα πνευματικά νοήματα από τις ψυχές, επειδή δεν απαντάται “Θεωρία,” δεν υπάρχει και ορθή, δηλαδή, ορθόδοξη όραση και κατανόηση, ως εκ τούτου και “Θεολογική” έκφραση των θεολογικών ζητημάτων.
Γι’ αυτό διαπιστώνει κανείς μια θεολογική ρήξη μεταξύ του “θεολογεῖν” και του “βιώνειν” ! Αυτό το σχιζοφρενικό τυπολατρικό χριστιανικό μοντέλλο είναι απόρροια θεολογικού στοχασμού, -αν και θεωρώ ούτε καν στοχασμός υπάρχει στους δυτικοθραμένους θεολόγους αλλά αντιγράφει ο ένας τις ανοησίες του άλλου- της Φράγκικης Δύσης του Ακινάτου και της πνευματικής αλλοτρίωσης που έχουν υποστεί οι νεοέλληνες, η οποία επιτείνεται τώρα με την Παγκοσμιοποίηση. Έχει επισημανθεί σε εκκλησιολογικές, δογματικές και λειτουργικές μελέτες που εκπονήθηκαν μία βαθειά κρίση που αφορά κυρίως ότι υπάρχει πρόβλημα:
Α. στην κατανόηση:
1ον Της σχέσεως Πίστεως της Εκκλησίας και Θείας Ευχαριστίας.
2ον Της Θείας Ευχαριστίας και της Εκκλησίας
3ον Την σχέση του επισκόπου με την Πίστη και την Εκκλησία
Β. Αλλά και στην διαφορετική εφαρμογή της θεωρητικής αποδοχής όταν υπάρχει σωστή κατανόηση αλλά το πράγμα χωλαίνει στην πράξη , πράδειμα αποτελεί το ότι στην Σύνοδο της Ιεραρχίας πριν από την Κολυμβάρια ψευτο-σύνοδο άλλα αποφασίστηκαν και άλλα εφαρμόστηκαν!
1.ΠΙΣΤΗ
Σύμφωνα με τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά άλλο είναι να “πιστεύομεν εἰς τόν Θεόν” και άλλο το να “πιστεύομεν τῷ Θεῷ”. Πιστεύουμε “τῷ Θεῷ” με δοτική ή στην νεοελληνική πιστεύω τον Θεό σημαίνει ότι θεωρούμε βέβαιες τις επαγγελίες, αληθινές τις υποσχέσεις που μας έδωσε. Πιστεύω όμως εις τον Θεόν,(στον Θεό), όπως λέμε στον καιρό μας, σημαίνει ότι φρονώ περί αυτού ορθώς. Το ότι πιστεύουμε αληθινά στις επαγγελίες, σ’ αυτά που μας υποσχέθηκε ο Κύριος διαπιστώνεται από το αν για χάρη των εντολών του Χριστού υπομένουμε σταυρό σταυρώνοντας τους εαυτούς μας μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες. Το ότι όμως πιστεύουμε στο Θεό ορθώς, κρατώντας δηλαδή την ορθή πίστη, αυτό που λέμε Ορθοδοξία, διαπιστώνεται από την συμφωνία μας προς τους Θεοφόρους Πατέρες. Και λέγει χαρακτηριστικά ο Άγιος Γρηγόριος Ο Παλαμάς: «Όπως το να εμπιστευόμαστε αδιάψευστα τον Θεό προκαλεί την εναντίωση όχι μόνο από τα πάθη της σαρκός και από τις παγίδες του πονηρού αλλά και από τους εμπαθείς ανθρώπους, που έλκουν και παρασύρουν (τους ανθρώπους) προς τα κάτω στις εμπαθείς ηδονές, έτσι και το να πιστεύουμε ορθώς (δηλαδή, ορθόδοξα) στο μόνο αληθινό Θεό έχει εναντίωση (δηλαδή, πόλεμο) όχι μόνο από την άγνοια και από αυτά που υποβάλλει ο Αντικείμενος (δηλαδή, ο Διάβολος) αλλά, συναντά εναντίωση και από τους δυσσεβείς ανθρώπους που αρπάζουν (τους άλλους που δεν αγωνίζονται) μαζί τους προς κάτω για δική τους απώλεια.
“Η μεγάλη και παντοτεινή πληγή για την Εκκλησία -όπως σωστά επισήμανε ο αείμνηστος μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης- είναι ο λανθάνων ορθολογισμός, οι αυθαίρετες φαντασίες, οι ψυχικοί συλλογισμοί, που δεν προήλθαν από την “νόμιμη άθληση”, δηλαδή από την «πράξη» που αποτελεί την προϋπόθεση της «επιβάσεως» στη θεωρία”. Αποτελεί πια πλεονασμό να υπενθυμίζει κανείς την αδιάρρηκτη σχέση που υπάρχει μεταξύ Πράξεως και Θεωρίας και επομένως μεταξύ πνευματικής ζωής και θεολογίας. Μέσα στην Εκκλησία οποιαδήποτε μορφής Χάρη, δεν δίδεται αν δεν προηγηθούν αγώνες ασκητικοί για την κάθαρση της ψυχής. Για την οποία όμως ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος θέτει ως βασική προϋπόθεση το να έχει κανείς απλανή οδηγό. Γράφει χαρακτηριστικά: «Να ικετεύεις το Θεό με προσευχές και δάκρυα να σου στείλει οδηγό απαθή και άγιο. Αλλά και συ ο ίδιος να μελετάς τις θείες Γραφές, και μάλιστα τα πρακτικά συγγράμματα των αγίων Πατέρων, για να αντιπαραβάλλεις σ’ αυτά τη διδασκαλία και τις πράξεις του διδασκάλου και γέροντά σου, βλέποντάς τες όπως σε καθρέφτη και εξετάζοντάς τες. Και όσα είναι σύμφωνα με τις Γραφές να τα εγκολπώνεσαι και να τα κρατείς στο νου σου, τα νόθα όμως και ξένα να τα διακρίνεις και να τα απορρίπτεις, για να μην πλανηθείς. Γιατί να ξέρεις, πολλοί πλάνοι και ψευδοδιδάσκαλοι υπάρχουν σήμερα». Κριτήριο λοιπόν δεν είναι ο κάθε επίσκοπος αλλά αν ο επίσκοπος ή ο πνευματικός, ο Γέροντας κρατούν την Παρακαταθήκη των Αγίων Πατέρων. Επομένως αυτό που είπε ο Αρχιερατικός Πτολεμαΐδος -όπως και οι άλλοι εδώ στην Μητρόπολη που έχουν κουράσει με κάτι ανόητες αθεολόγητες τοποθετήσεις – σε ομιλία του – σχετικά με το αν δεν ακολουθεί κανείς και δεν μνημονεύει τον επίσκοπο του είναι εκτός Εκκλησίας- και μόνο απ’ αυτή την θέση του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου κρίνεται θεολογικά εσφαλμένο! Δυστυχώς οι κληρικοί αυτοί έχουν ημιμάθεια, τους Πατέρες, όπως έλεγε ο π. Μελέτιος, τους έχουν κλείσει από καιρό. Ενώ όμως δεν γνωρίζουν θεολογία τους αρέσει να μπερδεύουν τον απλό κόσμο και γι’ αυτό θα δλωσιυν λόγο στον Θεό. Εκεί να δείτε δίκη!
Ο Άγιος Ιωάννης ο Μαξίμοβιτς επιπλέον εξηγεί πως, «η μεγάλη αλαζονεία σε συνδυασμό με την πεποίθηση ότι ο άνθρωπος μπορεί να βασιστεί στη δική του σοφία, είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα πολλών ανθρώπων, οι οποίοι θεωρούνται καλλιεργημένοι στις μέρες μας και βάζουν την λογική τους πάνω απ’ όλα και γι’ αυτόν τον λόγο δεν επιθυμούν να υπακούουν σ’ όλα τα διδάγματα της Εκκλησίας…»
Ο Άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης ερμηνεύοντας στην Προς Ρωμαίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου το χωρίο∙ «δι’ οὗ ( του Ιησού Χριστού, δηλαδή, sic) ἐλάβομεν χάριν καὶ ἀποστολὴν εἰς ὑπακοὴν πίστεως ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ»(Ρωμ.1,5) γράφει: «Βλέπε, ω αναγνώστα, ευχάριστον γνώμην του μακαρίου Παύλου. Κανόνα (πίστεως) λέγει, δεν έχομεν ειδικόν μας, αλλά όλα τα ελάβομεν δια μέσου του Υιού. Και αγκαλά (οπωσδήποτε) δια μέσου του Πνεύματος έλαβον οι απόστολοι την αποστολήν και την Χάριν, «… ἐκεῖνος γάρ, -λέγει ο Κύριος (ο Παράκλητος δηλαδή,)-,… ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ιω.16,13), και το Πνεύμα λέγει∙ « Ἀφορίσατέ μοι τὸν Παῦλον καὶ τὸν Βαρνάβαν εἰς τὸ ἔργον ὃ προσκέκλημαι αὐτούς» (Πρ.13,2),και∙ « διὰ τοῦ Πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας» (Α’ Κορ.12.8), πλήν τί εναντίον από τούτο ακολουθεί; Ουδέν. Διατί όσα είναι του Πνεύματος, είναι και του Υιού και αντιστρόφως, όσα είναι του Υιού είναι και του Πνεύματος δια την αυτών ομοουσιότητα. Χάριν δε, λέγει, ελάβομεν και αποστολήν, ήτοι ημείς από λόγου μας δεν εκατωρθώσαμεν τούτο το να γένωμεν απόστολοι, αλλά από την άνωθεν Χάριν τούτο έγινεν εις ημάς. Αλλά και το να πείθωμεν τους ανθρώπους και αυτό της χάριτος είναι. Το μεν γαρ να περιέρχωνται και να κηρύττουν οι απόστολοι, τούτο ήτον έργον ειδικόν τους και κατόρθωμα, το δε να πείθουν τους ακούοντας, αυτό ήτον κατόρθωμα όλον του Θεού. Εις υπακοήν δε πίστεως απεστάλημεν, λέγει, και όχ εις λογομαχίας και ζητήσεις ή κατασκευάς δια λόγων. Τί δε δηλώνει το, εις υπακοήν πίστεως; δηλαδή, ίνα οι διδασκόμενοι υπακούουν και χωρίς αντιρρήσεις πιστεύουν». Γι’ αυτό το «εἰς ὑπακοὴν πίστεως» ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει ερμηνεύοντας: «Ουκ είπεν “εις ζήτησιν και κατασκευήν πίστεως”, αλλ’ “εις υπακοήν”. Λοιπόν τί πιο σαφές ότι δεν κάνουμε υπακοή σε πρόσωπα όταν οι ενέργειές τους δεν ταυτίζονται με τις θέσεις των Αγίων Πατέρων.
Συνεπώς, όταν ο επίσκοπός μου, ο κάθε επίσκοπος που κοινωνεί με τους Οικουμενιστάς δεν εκφράζει την διαχρονική αγία Παράδοση: α. με το να μνημονεύει αιρετικό Πατριάρχη και αιρετικούς Οικουμενιστές επισκόπους, β. με το να τους καλύπτει και να τους προσφέρει δυνατότητα δράσης, γ. με το να διώκει όσους αγωνίζονται να κρατήσουν την Ορθόδοξη Πίστη δ. το πιο άσχημο, με το να συμετέχει συ Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος που αναγνώρισε την ψευτο-Κολυμβάρια Σύνοδο και τις αποφάσεις της. Όλα αυτά συνιστούν σοβαρούς λόγους που δικαιολογούν την διακοπή της μνημονεύσεώς τους. Δυστυχώς είναι ο μόνος ουσιαστικός τρόπος αντίστασης! Ας φωνασκούν ορισμένοι θεολογικά αγράμματοι και ας βάζουν σχόλια στα δημοσιεύματα. Δεν μπορούν ούτε κατ’ ελάχιστον να στηρίξουν θεολογικά τις θέσεις τους. Το μόνο που κάνουν είναι να προκαλούν σύγχυση στους πιστούς που δεν μπορούν να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα. Και γιατί αυτό; Διότι πολύ απλά είναι μέρος του συστήματος οι ποιμένες ως θρησκευτικοί υπάλληλοι και όχι ως Πατέρες της Εκκλησίας, αφού πλέον έθεσαν εθελουσίως εαυτούς εκτός Εκκλησίας επιλέγοντας αντί την στενή και τεθλιμένη πορεία, τη μαρτυρική ομολογία, αυτοί προτίμησαν τον εύκολο δρόμο να συνταχθούν με το σύστημα, την Θρησκεία, που πλέον είναι η Πανθρησκεία και όχι Η Εκκλησία του Χριστού. Και προσπαθούν με κάτι γελοία επιχειρήματα να στηρίξουν το κύρος τους που εξέλειψε διότι δεν κράτησαν την ομολογία της Πίστεως αλλά τις θέσεις και το βόλεμα! Θα κρίνει τελικά ο Θεός! Τί λέγει ο Προφήτης; Για ποιούς το λέει; «τετύφλωκεν αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ πεπώρωκεν αὐτῶν τὴν καρδίαν, ἵνα μὴ ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ νοήσωσι τῇ καρδίᾳ καὶ ἐπιστραφῶσι, καὶ ἰάσομαι αὐτούς ταῦτα εἶπεν Ἡσαΐας ὅτε εἶδε τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ ἐλάλησε περὶ αὐτοῦ». «ἐγγίζει μοι ὁ λαὸς οὗτος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ καὶ ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτῶν τιμῶσί με, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόῤῥω ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ· μάτην δὲ σέβονταί με διδάσκοντες ἐντάλματα ἀνθρώπων καὶ διδασκαλίας». (Ησ. 29,13). «Καὶ εἶπε· πορεύθητι καὶ εἰπὸν τῷ λαῷ τούτῳ· ἀκοῇ ἀκούσετε καὶ οὐ μὴ συνῆτε καὶ βλέποντες βλέψετε καὶ οὐ μὴ ἴδητε· ἐπαχύνθη γὰρ ἡ καρδία τοῦ λαοῦ τούτου, καὶ τοῖς ὠσὶν αὐτῶν βαρέως ἤκουσαν καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν ἐκάμμυσαν μήποτε ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τοῖς ὠσὶν ἀκούσωσι καὶ τῇ καρδίᾳ συνῶσι, καὶ ἐπιστρέψωσι, καὶ ἰάσομαι αὐτούς». (Ησ. 6,9)
Επομένως στη Εκκλησία δεν επινοούμε, δεν κατασκευάζουμε Πίστη αλλά την λαμβάνουμε ως Παρακαταθήκη και την φυλάττουμε! Αυτό σαφώς σημαίνει ότι δεν έχει κανείς τα δικαίωμα να νοθεύει την πίστη οποιαδήποτε θέση και αξίωμα στην διοίκηση της Εκκλησίας και αν έχει. Απεναντίας έχει όλο το δικαίωμα το χριστεπώνυμο πλήρωμα κλήρος και λαός, όσοι βέβαια, έχουν τον ηρωισμό και την ευσέβεια να αγωνιστούν για αυτήν την πίστη όπως στο παρελθόν οι ομολογητές και οι μάρτυρες. Την αλήθεια αυτή να υπερασπίζεται ο λαός το φρούριο της Εκκλησίας διατύπωσαν ξεκάθαρα οι Ορθόδοξοι Πατριάρχες της Ανατολής το 1848, στην απάντησή τους στον πάπα Πίο Θ΄. Έγραψαν: «Παρ’ ημίν, ούτε Πατριάρχαι, ούτε Σύνοδοι εδυνήθησαν ποτέ εισαγαγείν νέα, διότι ο υπερασπιστής της θρησκείας εστίν αυτό το σώμα της Εκκλησίας, ήτοι αυτός ο λαός, όστις εθέλει το θρήσκευμα αυτού αιωνίως αμετάβλητον και ομοειδές τω των Πατέρων αυτού…». Και δεν έχουν οι πιστοί απλώς το δικαίωμα αλλά και την ιερά υποχρέωση να διαφυλάξουν τον κανόνα της αληθείας όπως τους κληροδοτήθηκε διαχρονικά. Ο μοναχός Ιωσήφ Βρυέννιος, γράφει:
«Πας ο δυνάμενος λέγων την αλήθειαν και μη λέγων κατακριθήσεται υπό του Θεού. Και ταύτα ένθα πίστις εστί το κινδυνευόμενον και της όλης Εκκλησίας των Ορθοδόξων η κρηπίς. Το γαρ εφησυχάζειν εν τοις τοιούτοις αρνήσεως ίδιον, το δε λέγειν, ομολογίας ειλικρινούς».
Αυτή την εξ ακοής πίστιν όπως αλλού την ονομάζει ο απόστολος «…ἄρα ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς͵ ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ῥήματος Χριστοῦ»(Ρωμ.10,17) την κρατά κανείς με την ενυπόστατη πίστη «Ἔστιν δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Εβρ. 11.1). Αυτή την ενυπόστατη πίστη εννοεί ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος στα 154 πρακτικά και θεολογικά κεφάλαια, όταν λέγει∙ «Πίστη είναι να πεθάνει κανείς για το Χριστό και για χάρη της εντολής Του, πιστεύοντας ότι ο θάνατος αυτός θα του γίνει πρόξενος ζωής· να θεωρεί τη φτώχεια σαν πλούτο, την ευτέλεια και την ασημότητα σαν αληθινή δόξα και κοινωνική λάμψη· και να πιστεύει ότι με το να μην έχει τίποτε, κατέχει τα πάντα ή μάλλον απέκτησε τον ανεξερεύνητο πλούτο της επιγνώσεως του Χριστού, και όλα τα ορατά να τα βλέπει σαν λάσπη ή καπνό.
Πίστη στο Χριστό είναι όχι μόνο να καταφρονήσομε όλα τα ευχάριστα του κόσμου, αλλά και να έχομε εγκαρτέρηση και υπομονή σε κάθε πειρασμό που μας έρχεται και μας προκαλεί λύπες, θλίψεις και συμφορές, ώσπου να ευδοκήσει να μας επισκεφθεί ο Θεός, όπως λέει ο ψαλμωδός: «με κάθε υπομονή περίμενα τον Κύριο, και Αυτός με επισκέφθηκε».
Πάντως ο Κύριος θέλοντας νὰ μᾶς προετοιμάσει νὰ ἀκολουθήσουμε τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας μᾶς λέγει: «τί στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν, καὶ ὁλίγοι εἰσὶν οἱ εὐρίσκοντες αὐτήν» (Μθ. 7,14). Σὲ ἐκείνους όμως ποὺ θέλουν μὲ ὅλη τους τὴν καρδιὰ νὰ προσέλθουν στὸν Κύριο τηρώντας τὶς ἅγιες ἐντολἐς Του λέγει: «ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρὸν ἔχειν» (Μθ. 11,30).
Δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ πολεμήσει τὰ πάθη, ἂν δὲν φλογισθεῖ προηγουμένως ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τῆς ἀρετῆς καὶ ἂν δὲν καταφρονήσει πρῶτα τὴν τιμὴ καὶ τὴν ἀνάπαυση καὶ ἂν δὲν κόψει τὰ θελήματα τῆς καρδιᾶς του φροντίζοντας συνάμα νὰ φυλάξει ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Τὸ θέμα εἶναι ἀπὸ ποὺ νὰ βάλει κανεὶς ἀρχή, ποιὸ εἶναι τὸ σημεῖο ἐκκίνησης.
Ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ πνεύματος ποὺ εἶναι ὁ ἐσωτερικός μας ἄνθρωπος. Τὸ πνεῦμα μας, ὅσο εἶναι σὲ ζωντανὴ κοινωνία μὲ τὸν Θεό, παίρνει θεία δύναμη ἀπ’ Αὐτὸν. Αν όμως τὸ πνεῦμα μας, ἐξαιτίας τῆς λησμοσύνης, ποὺ γεννᾶται ἀπὸ την πνευματική αναισθησία δὲν ἐπιζητεῖ τὸν Θεὸ καὶ δὲν ἐπιδιώκει νὰ εὐαρεστεῖ σ’ Αὐτόν, στὸν Ὁποῖο ἔχει τὴν ἀναφορά του, διακόπτει τὴν κοινωνία του μὲ τὸν Θεό, καὶ ἀδύναμο πιὰ δὲν μπορεῖ πλέον νὰ κυβερνήσει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ποὺ τὸ αἰχμαλώτισαν καὶ τὸ ὑπέταξαν. Συνεπῶς, ἂν δὲν ἀποκτήσει πάλι ἡ καρδιά μας τὴν θεία θέρμη, ποὺ θὰ ἀναχωνέψει καὶ θὰ λαμπικάρει τὰ πάντα στὴν ψυχή μας, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει πνευματικὴ ζωή. Πρῶτα θὰ ἐμφανισθεῖ ἡ θεία θέρμη καὶ ἔπειτα θὰ ἀρχίσει ἡ ἐσωτερική μας μεταμόρφωση, ἡ ἐμπνευμάτωσή μας. Γιὰ νὰ ἐμφανισθεῖ ὅμως ἡ φλόγα αὐτή, δὲν θὰ πρέπει νὰ κυριαρχοῦν τὰ πάθη. Γράφει ὁ ὅσιος Θεοφάνης· «Πρέπει νὰ σοῦ πῶ, πάτως, πὼς ἡ φλόγα δὲν θὰ ἐμφανισθεῖ, ὅσο τὰ πάθη κυριαρχοῦν στὴν καρδιά σου, ἔστω καὶ ἂν δὲν τὰ ἰκανοποιεῖς. Τὰ πάθη, βλέπεις, εἶναι σὰν τὴν ὑγρασία στὰ καυσόξυλα. Τὰ βρεγμένα ξύλα δὲν ἀνάβουν. Πρέπει νὰ βρεῖς στεγνὰ κούτσουρα, νὰ τοὺς βάλεις φωτιά, κι ὕστερα νὰ ρίξεις ἀπὸ πάνω τὰ βρεγμένα, ποὺ στεγνώνουν ἔτσι καὶ ἀνάβουν. Ἡ φωτιά, λοιπόν, διώχνοντας τὴν ὑγρασία, ἀπλώνεται σ’ ὅλα τὰ ξύλα καὶ τὰ καίει. Μὲ καύσιμη ξυλεία μποροῦμε νὰ παρομοιάσουμε τὸ σύνολο τῶν ψυχικῶν μας δυνάμεων καὶ τῶν σωματικῶν λειτουργιῶν, Ὅλες τους, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν προσέχει τὸν ἑαυτό του, διαποτίζονται ἀπὸ τὰ πάθη σὰν ἀπὸ ὑγρασία, κι ἔτσι ἀντιστέκονται ἐπίμονα στὴν πνευματικὴ φωτιά. Ὅπως σοῦ ἔγραψα ἄλλοτε, τὰ πάθη, ποὺ εἶναι ξένα πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὴν κυρίεψαν ἀμέσως μετὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ἀνατρέποντας τὴν ἀρχικὴ τάξη καὶ τὴν ὁμαλὴ ἀλληλεξάρτηση ὅλων τῶν μερῶν καὶ τῶν δυνάμεών της. Διεισδύοντας, λοιπόν, στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα, ὑποτάσσουν τὸ πνεῦμα ἢ, μὲ ἄλλα λόγια τὴν αὐτοσυνειδησία καὶ τὴν ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου, ἀποκτώντας ἔτσι ὁλοκληρωτικὴ ἐξουσία πάνω του. Τὰ πάθη χρησιμοποιοῦν οἱ δαίμονες, γιὰ νὰ κυριαρχήσουν στὸν ἄνθρωπο, ποὺ νομίζει ὡστόσο, ὅτι διατηρεῖ τὸν αὐτοέλεγχό του. Ἀπὸ τὸ ζυγὸ τῶν παθῶν δὲν μποροῦν νὰ ἐλευθερωθοῦν τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχή, ἂν δὲν ἐλευθερωθεῖ πρῶτα τὸ πνεῦμα. Καὶ τὸ πνεῦμα ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴ θεία χάρη. Πῶς; Ὅταν ἀποκτήσει τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, μετανοεῖ. Καὶ μετονοώντας, παίρνει τὴ σταθερὴ ἀπόφαση νὰ εὐαρεστεῖ πιὰ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ζεῖ μόνο γι’ Αὐτὸν τηρώντας τὶς ἐντολές Του. Πιστὸ, λοιπόν, στὴν ἀποφασή του, διώχνει τὰ πάθη ἀπὸ τὴν ψυχή του καὶ τὸ σῶμα μὲ τὴ βοήθεια τῆς χάριτος». Σὲ τοῦτο ἑπομένως πρέπει νὰ συνίσταται ὅλη ἡ στρατηγικὴ τῆς πνευματικῆς μας πάλης νὰ διατηρήσουμε ζωηρὰ στὴν ὕπαρξή μας τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποῖα καὶ σταθεροποιεῖ τὴν ἀποφασή μας νὰ ἀφοσιωθοῦμε σ’ Ἐκεῖνον διότι αὐτὴ ἀναφλέγει τὸν ζῆλο τῆς εὐαρεστήσεως τοῦ Κυρίου. Ἂν τώρα ὁ ὕπνος μὲ τὴν λήθη ποὺ δημιουργεῖ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τοῦτο τὸν στόχο, ὅλες οἱ στρατηγικὲς μας κινήσεις θὰ πρέπει νὰ μεθοδευθοῦν ἔτσι ὥστε νὰ περιοριστεῖ κατὰ τὸ δυνατόν.
Θεωρῶ ὅτι ἡ θέσις τοῦ Ἁγίου Ἰσαὰκ δίδει τὸ σημεῖο ἀπὸ τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ξεκινήσουμε. Ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἄρχισε ἡ πτῶσις ἀπὸ ἐκεῖ πρέπει ὡς ἀθλητὲς νὰ ἀγωνισθοῦμε νὰ ἐπανέλθουμε στὸν φόβο τοῦ Θεοῦ.