Σας παραθέτουμε το Απολυτίκιο, το Κοντάκιο, τον Οίκο και το Συναξάρι με τους Στίχους της Ακολουθίας των Αγίων Παθών (Όρθρος της Μεγάλης Παρασκευής) με την κορυφαία ερμηνευτική απόδοσή τους στα νεοελληνικά από τον Γέροντα Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο. Σημειώνουμε ότι το Κοντάκιον και ο Οίκος είναι οι δύο πρώτες στροφές ενός εξαιρετικού ποιήματος («κοντακίου») του αγίου Ρωμανού του Μελωδού επιγραφόμενο «Εις το Πάθος του Κυρίου και εις τον Θρήνον της Θεοτόκου». Κάθε στροφή αυτού του ποιήματος τελειώνει με την φράση, «ο Υιός και Θεός μου».
Αξίζει να τα διαβάσετε, κι ας μη τα ακούσετε!
Κάθισμα (ή Απολυτίκιον). Ήχος δ΄.
Εξηγόρασας ημάς εκ της κατάρας του νόμου, τω τιμίω σου Αίματι· τω σταυρώ προσηλωθείς και τη λόγχη κεντηθείς, την αθανασίαν επήγασας ανθρώποις· Σωτήρ ημών, δόξα σοι.
Μας εξηγόρασες από την κατάραν του Νόμου (τον οποίον δια της αμαρτίας παρέβημεν και ούτως ελάβομεν την κατάραν που εξετόξευσεν ο Νόμος κατά των παραβατών του), δια του ανεκτιμήτου Αίματός Σου. Με το να καρφωθής εις τον Σταυρόν και να τρυπηθής δια της λόγχης, έγινες δια τους ανθρώπους πηγή αθανασίας. Δόξα, λοιπόν, ανήκει εις Σέ, τον Σωτήρα μας.
Το Κοντάκιον.
Τον δι’ ημάς σταυρωθέντα, δεύτε πάντες υμνήσωμεν· αυτόν γαρ κατείδε Μαρία επί του ξύλου και έλεγεν· ει και σταυρόν υπομένεις, συ υπάρχεις ο Υιός και Θεός μου.
Έλθετε όλοι να υμνήσωμεν Αυτόν που εσταυρώθη δι’ ημάς. Διότι Αυτόν είδεν επάνω εις τον Σταυρόν η (κατά σάρκα Μήτηρ Του) Μαρία και έλεγεν: Αν και ανέχεσαι να υποστής σταυρικόν θάνατον, όμως Συ είσαι ο Υιός μου και ο Θεός μου.
Ο Οίκος.
Τον ίδιον άρνα η αμνάς θεωρούσα προς σφαγήν ελκόμενον, ηκολούθει Μαρία, τρυχομένη, μεθ’ ετέρων γυναικών, ταύτα βοώσα· Πού πορεύη, τέκνον; Τίνος χάριν τον ταχύν δρόμον τελείς; Μή έτερος γάμος πάλιν εστίν εν Κανά, κακεί νυν σπεύδεις, ίνα εξ ύδατος αυτοίς οίνον ποιήσης; Συνέλθω σοι, τέκνον, ή μείνω σε μάλλον; Δός μοι λόγον, Λόγε· μή σιγών παρέλθης με, ο αγνήν τηρήσας με. Συ γαρ υπάρχεις ο Υιός και Θεός μου.
Η Παρθένος Μαρία, βλέπουσα τον Υιόν της συρόμενον εις τον θάνατον, όπως βλέπει η αμνάς το αρνίον της να σύρεται εις την σφαγήν, ηκολούθει και εκείνη μαζί με άλλας γυναίκας (μαθητρίας του Ιησού), βασανιζομένη από την λύπην και λέγουσα μεγαλοφώνως προς Αυτόν τα εξής: Πού πηγαίνεις, τέκνον μου; Δια ποίον λόγον τρέχεις ταχέως εις αυτόν τον δρόμον; Μήπως γίνεται άλλος πάλιν γάμος εις την Κανά και σπεύδεις εκεί τώρα, δια να μεταβάλης χάριν αυτών το ύδωρ εις οίνον; Να έλθω μαζί Σου, τέκνον μου, ή καλλίτερον να Σε περιμένω; Απάντησέ μου, Λόγε του Θεού· μη περάσης από εμπρός μου (και φύγης) χωρίς να μου ομιλήσης Σύ, που με διεφύλαξες αγνήν (κατά την γέννησίν Σου)· διότι Συ είσαι ο Υιός μου και ο Θεός μου.
Το Συναξάριον.
Τη Αγία και Μεγάλη Παρασκευή τα άγια και σωτήρια και φρικτά Πάθη του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού επιτελούμεν· τους εμπτυσμούς, τα ραπίσματα, τα κολαφίσματα, τας ύβρεις, τους γέλωτας, την πορφυράν χλαίναν, τον κάλαμον, τον σπόγγον, το όξος, τους ήλους, την λόγχην· και προ πάντων τον σταυρόν και τον θάνατον, ά δι’ ημάς εκών κατεδέξατο· έτι δε και την του ευγνώμονος ληστού, του συσταυρωθέντος αυτώ, σωτήριον εν τω σταυρώ ομολογίαν.
Κατά την αγίαν και Μεγάλην Παρασκευήν επιτελούμεν την ανάμνησιν των αγίων και σωτηρίων και φρικιαστικών Παθών του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, δηλαδή ενθυμούμεθα τους εμπτυσμούς που υπέστη, τα κτυπήματα εις το πρόσωπον και τα κτυπήματα εις τον αυχένα, τας ύβρεις, τους γέλωτας, την κοκκίνην χλαίναν (με την οποίαν Τον ενέδυσαν ως βασιλέα, ειρωνευόμενοι Αυτόν), τον κάλαμον (που Τού έδωσαν εμπαικτικώς ως σκήπτρον), τον σπόγγον, το όξος, τα καρφία, την λόγχην (με την οποίαν ετρύπησαν την πλευράν Του) και περισσότερον από όλα τον Σταυρόν και τον θάνατον, τα οποία εδέχθη να υποστή με την θέλησίν Του χάριν ημών· επίσης ενθυμούμεθα και την ομολογίαν που έκαμεν επάνω εις τον σταυρόν περί του Χριστού ο καλοπροαίρετος ληστής, που εσταυρώθη μαζί Του, η οποία (ομολογία) τού έφερε την σωτηρίαν.
Στίχοι εις την Σταύρωσιν:
Ζών εί Θεός σύ, και νεκρωθείς εν ξύλω,
Ω νεκρέ, γυμνέ και Θεού ζώντος Λόγε.
Ω γυμνέ νεκρέ, αλλά και Λόγε του Θεού του ζώντος, είσαι Συ Θεός ζων, και ας έγινες νεκρός επάνω εις το ξύλον του Σταυρού.
Έτεροι εις τον ευγνώμονα ληστήν:
Κεκλεισμένας ήνοιξε της Εδέμ πύλας,
βαλών ο ληστής κλείδα το, μνήσθητί μου.
Ήνοιξε τας κλειστάς (έως τότε) πύλας του Παραδείσου ο ληστής, αφού εχρησιμοποίησεν αντί κλειδίου (την πίστιν του εις τον Χριστόν ως Ουράνιον Βασιλέα, ειπών) το «Μνήσθητί μου».
Τη υπερφυεί και περί ημάς παναπείρω σου ευσπλαγχνία, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δια της υπερθαυμάστου και υπεραπείρου ευσπλαγχνίας που έχεις προς ημάς, Χριστέ ο Θεός, ελέησέ μας. Αμήν.
Πηγή: Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΣ ΜΕΤΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ, υπό π. Επιφανίου Θεοδωρόπουλου, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.