Τέτοιες μέρες, ανοιξιάτικες, συρρέουν στην όμορφη Πρίγκηπο (''Büyükada'', τουρκιστί) - το μεγαλονήσι του συμπλέγματος των εννιά Πριγκηπονήσων της Προποντίδας - χιλιάδες επισκέπτες. Οι πιο πολλοί την επισκέπτονται με αφορμή τη γιορτή του Αγίου Γεωργίου (Απρίλιο ή Μάιο, γιατί δεν πέφτει κάθε χρόνο την ίδια μέρα), αφού είναι ξακουστή η Χάρη του στα τετραπέρατα της γης και η εικόνα του φημίζεται για τα θαύματά της.
Οι περισσότεροι είναι Έλληνες Ορθόδοξοι, αλλά σταδιακά έγινε αθρόα και η προσέλευση Τούρκων προσκυνητών, μουσουλμάνων, που καταφθάνουν στην Πρίγκηπο από κάθε γωνιά της Κωνσταντινούπολης ανήμερα της γιορτής του.
Πρόκειται για ''κρυπτοχριστιανικά κατάλοιπα'' που χάνονται μέσα στον τουρκικό πληθυσμό'', λένε οι μελετητές της ανθρωπογεωγραφίας στη σύγχρονη Τουρκία. Μόνο που τα... ''κατάλοιπα'' αυτά αυγατεύουν χρόνο με τον χρόνο, γιατί θεριεύουν την πίστη τα θαύματα. Και τα θαύματα του Αγίου δεν ξεχωρίζουν τους πιστούς σε χριστιανούς και μουσουλμάνους.
Έτσι, ακόμα κι αυτοί που πάνε για τουρισμό στην Πρίγκηπο με το μυαλό τους στην περιήγηση με παϊτόνι για να θαυμάσουν τα αξιοθέατα του νησιού, δε φεύγουν αν δεν επισκεφτούν την εκκλησία του ''χριστιανού αγίου'' (όπως τον ονομάζουν), όπου βρίσκεται η θαυματουργή εικόνα του.
Μπαίνοντας στον ιερό χώρο, κάνουν ό,τι και οι Ορθόδοξοι προσκυνητές: Ανάβουν κεριά, φιλούν την εικόνα του, ενώ αρκετοί απ' αυτούς εκπληρώνουν και τάμα τους ανεβαίνοντας ξυπόλητοι την ανηφόρα προς τον ναό του Αγίου Γεωργίου. Μόνο την ευλογία του Έλληνα ιερέα και το σταύρωμα στο μέτωπό τους δε δέχονται.
Κι όταν - μετά το προσκύνημα της εικόνας του - πάνε ποδαρόδρομο ως την πλατεία, δεν ξεχωρίζουν από τους Έλληνες στη διασκέδαση και συμμετέχουν - υπό τον ήχο μουσικής μπάντας - στο παραδοσιακό θρησκευτικό πανηγύρι (με βάση παλαιοχριστιανικά έθιμα) που στήνουν εκεί οι εναπομείναντες ομογενείς μας.
Οι λιγοστοί Έλληνες της Πριγκήπου, δηλαδή, με την άδεια του εκάστοτε Τούρκου δημάρχου, μιας και οι θρησκευτικές διαφορές έχουν αμβλυνθεί με τα χρόνια κυρίως στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Κι αυτό εξηγεί γιατί στον περίγυρο του ναού του Αγίου Γεωργίου υπάρχουν αναρτημένα από ορθόδοξους Έλληνες και Τούρκους μουσουλμάνους (χωρίς διάκριση) τάματα, γραπτές παρακλήσεις και ευχές ή αιτήματα πιστών σε κόμπους δεμένους στα δέντρα.
Σε λαϊκό επίπεδο δεν είναι παράδοξες αυτού του τύπου οι θρησκευτικές συνευρέσεις, αλλά - σε επίπεδο θεολογικό - υπάρχει χάσμα απροσμέτρητο μεταξύ ορθόδοξης ασκητικής παράδοσης-θεολογίας και ισλαμικής θεολογίας, δεδομένου ότι η πιο θεμελιώδης διαφορά μεταξύ μουσουλμάνων και ορθοδόξων είναι θεολογική.
Αυτό φαίνεται και στο μείζον ζήτημα για ορθόδοξους και μουσουλμάνους που έχει να κάνει με τη μετά θάνατο ζωή, τον Παράδεισο και την Κόλαση, όπου δεν υπάρχει σημείο σύγκλισης μεταξύ τους. Αντίθετα, υπάρχουν πολλά σημεία αναφοράς μεταξύ των θρησκευτικών πεποιθήσεων των σύγχρονων χριστιανών και των θρησκευτικών πεποιθήσεων και δοξασιών των αρχαίων Ελλήνων ειδωλολατρών, για παράδειγμα.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι έννοιες του Παράδεισου ή της Κόλασης είναι βαθιά ριζωμένες σε πολλές θρησκείες (κοσμολογικές, εσχατολογικές, θρησκευτικές, υπερβατικές, οι οποίες βάζουν στο διαθρησκευτικό ''παιχνίδι'' θεούς, δαίμονες, αγίους, επιβραβεύσεις, φρικτά βασανιστήρια και τιμωρίες) και συγκλίνουν (λίγο-πολύ) στη διαπίστωση ότι η επίγεια ζωή είναι μια γέφυρα.
Μια γέφυρα μετάβασης από την ύλη στην ψυχή και το πνεύμα ενός άλλου κόσμου. Του κόσμου του ''επέκεινα'' (του ''Πλανήτη των ψυχών'', όπως λέω σε σχετικό μυθιστόρημά μου), όπου οι ψυχές βιώνουν το αιώνιο και αληθινό εφόσον υπάρχουν οι προδιαγραφές γι' αυτό (με βάση τα έργα και τις ημέρες τους στην επίγεια ζωή τους), που θα τους επιτρέψουν ή όχι να μπουν στον Παράδεισο.
Στην ελληνική γλώσσα ο πρώτος που μίλησε για ''Παράδεισο'' ήταν ο ιστορικός Ξενοφώντας (4ος - 5ος αι. π Χ) στα έργα του ''Κύρου Ανάβασις'', ''Κύρου Παιδεία'' και ''Ελληνικά'', όπου κάνει λόγο για ''περιφραγμένους λειμώνες'' (λιβάδια) ''του Πέρση βασιλιά''.
Από τον Κάτω Κόσμο, επίσης των αρχαίων Ελλήνων (όπου καίγονταν και βασανίζονταν οι ψυχές των αναρτωλών) πήραν στοιχεία οι χριστιανοί ''Απόστολοι'' και ''Ευαγγελιστές'', όπως ο Μάρκος ο οποίος περιγράφει την Κόλαση ως το μέρος που δεν σβήνει ποτέ η φλόγα.
Σημειωτέον ότι στον καθολικισμό η εικόνα της Κόλασης παραπέμπει σε αυτήν του Δάντη και συμβολοποιείται ως τιμωρία για την απομάκρυνση της ψυχής του ανθρώπου από τον Θεό και το καλό. Στο Κοράνι των μουσουλμάνων, πάλι, αποφεύγονται παρόμοιες λεπτομέρειες και συμβολισμοί για την μετά θάνατον ζωή και γίνεται αναφορά στις ''houri'' του Παραδείσου.
Στις ''παρθένες με το σεμνό βλέμμα που κανένας άντρας ή πνεύμα δεν θα έχει διακορεύσει πριν απ' αυτούς". Στις παρθένες που θα επιβραβεύσουν τους μουσουλμάνους πιστούς στον Αλλάχ χωρίς διακρίσεις, αν και στον δικό τους Παράδεισο φτάνουν πιο γρήγορα οι μάρτυρες της θρησκείας τους απ' τους ανενεργούς ισλαμιστικά μωαμεθανούς πολίτες.
Αιώνες αργότερα από τον Ξενοφώντα - για να ξαναγυρίσουμε στα δικά μας - συναντάμε αναφορές για ''Παράδεισο'' (και Κόλαση) σε κείμενα λογίων κοινής ελληνιστικής, που ήταν κυρίαρχη γλώσσα-γέφυρα της αρχαίας με την μεσαιωνική ελληνική η οποία έφερε σε επαφή την καθομιλουμένη τότε γλώσσα με τον Χριστιανισμό και τη λατινική.
Οι εν λόγω Έλληνες λόγιοι υιοθετούν ουσιαστικά τις ιουδαϊκές αντιλήψεις για τη ζωή των Πρωτόπλαστων στον Κήπο της Εδέμ (βλ. Βίβλο-Παλαιά Διαθήκη (μ.τ.φ ''Εβδομήκοντα'' στην κοινή ελληνική), όπου ο Θεός τοποθέτησε τους Πρωτόπλαστους, πριν αμαρτήσουν.
Βάσει αυτών των επιρροών, ο Παράδεισος των χριστιανών των περασμένων αιώνων ήταν επηρεασμένος από την Ιερουσαλήμ των 12 πυλών που έχουν το όνομα των φυλών του Ισραήλ και έναν άγγελο - φύλακα να τις προστατεύει (όπως οι πολιούχοι άγιοι στην καθημερινή ζωή της Εκκλησίας μας).
Συνέχεια αυτών των αντιλήψεων, είναι οι συσχετισμοί του Παραδείσου με τις 12 υπάρχουσες εκεί πηγές (σύγκλιση με νόημα, αφού το 12 παραπέμπει στους Αποστόλους του Χριστού), το πελώριο τείχος από μη γήινα υλικά και το ποτάμι με το ''νερό της ζωής'' (το οποίο πηγάζει από τον Θρόνο του Θεού σε τοπίο γαλήνης, όπου κυριαρχούν τα ''φρούτα της ζωής'' Του).
Κάπως έτσι περιγράφει και την Νέα Ιερουσαλήμ ο Απόστολος Ιωάννης στην ''Αποκάλυψή'' του. Σύγχρονοι θεολόγοι, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι ο Παράδεισος δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως πραγματικός τόπος, ως ''τοπογραφικό'' σύμβολο της έσχατης κατοικίας των ενάρετων, γιατί όλα θα κριθούν μετά τη Δευτέρα Παρουσία.
Έπειτα η Ορθόδοξη Εκκλησία ξεκαθαρίζει ότι η αθανασία δια της κατάκτησης του Παραδείσου δεν έχει σχέση με αμοιβές και τιμωρίες, αλλά με τον'' τρόπο που αντιμετωπίζουμε τη θέαση του Χριστού'', όπως συνήθιζε να λέει σε άρθρα και ομιλίες του ο αείμνηστος καθηγητής θεολογίας και συγγραφέας Γεώργιος Μεταλληνός.
Έχει σχέση με τη διαρκή πορεία του ανθρώπου προς το Θείο Φως. Πορεία που αποδίδει σ' αυτόν την ετυμολογική του ταυτότητα (θρώσκω άνω) και παραπέμπει στο ''Άνω σχώμεν τάς καρδίας'' της προτροπής της Θείας Λειτουργίας, ώστε να γίνει ενάρετος και συγχωρητικός σαν τον Δημιουργό του.
Να γίνει ''κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση''Αυτού (βλ. Ιω. Δαμασκηνό). Να γίνει - δια της μίμησης - ''συνεργός του Θεού'' (σ.σ: Η λέξη ''μίμηση'' χρησιμοποιείται πολλές φορές από τους Πατέρες με την έννοια της μετοχής-μέθεξης). Κοινώς, να μετέχει εμπειρικά στην ενάρετη ζωή Εκείνου και να εξοικειωθεί με το ήθος Του δια της τήρησης των εντολών Του.
Των εντολών που μας άφησε παρακαταθήκη και επισφράγισε με τη θυσία του ο Μονογενής Υιός του Θεού. Γιατί τον Θεό μπορεί να μην τον είδε ποτέ κανένας (βλ. επιστολή Α΄ Ιωάν. 4:12 (''Θεόν ουδείς πώποτε τεθέαται''). Κάτι που λέει, κατά τον Ευαγγελιστή μαθητή του, και ο Ιησούς Χριστός: ''Ουχ ότι τον Πατέρα τις εώρακεν, ει μη ο ων παρά τού Θεού, ούτος εώρακεν τον Πατέρα'' (Ιωάν. 6:46).
Αλλά τον ''Υιό του Ανθρώπου'' τον είδαν, τον άκουσαν, τον πίστεψαν και τον πιστεύουν οι πιστοί στον Χριστιανισμό ανά τον κόσμο, ακούγοντας (δια ζώσης) την Αγία Διδασκαλία Του ή διαβάζοντάς την δια της Καινής Διαθήκης και των Ευαγγελίων, όπου γίνεται λόγος σ' αυτούς που θα κληρονομήσουν τη Βασιλεία των Ουρανών, δηλαδή τον Παράδεισο.
Τον Παράδεισο της μακαριότητας του Θεού και της καθαρής συνείδησης του ανθρώπου, η οποία είναι και η σωτηρία του... Γιατί μόνο οι άνθρωποι με καθαρή καρδιά έχουν την ευλογία να κάνουν δεκτή την Υψηλή Δωρεά του Θεού και να εισπράξουν τις αχτίδες της θείας μέθεξης - μέσω της Εκκλησίας - για την εν Χριστώ ολοκλήρωσή τους.
Άρα από μας, από τις πράξεις μας στην επίγεια ζωή μας εξαρτάται η τύχη μας την ώρα της Κρίσης (Δευτέρα Παρυσία). Εξαρτάται η αθανασία ή η καταπόντισή μας στο σκότος του ανήλιου Άδη, τον οποίο περιγράφουν με τα μελανότερα χρώματα οι πρόγονοί μας.
Υπό την οπτική αυτή, ''δίκαιοι και άδικοι περνούν από το πυρ του ελέγχου της Θείας Παρουσίας. Παράδεισος και Κόλαση είναι για αμφότερους η ίδια πραγματικότητα, βιωμένη όμως με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με το κατά πόσο έχουν προετοιμάσει την ψυχή τους γι' αυτό στον εγκόσμιο βίο τους'', όπως λέει ο Δρ. Φιλολογίας και θεολόγος Αντώνης Ελευθεριάδης.
Συνελόντι ειπείν, ο Θεός δεν είναι ο τιμωρός στην ιστορία του ανθρώπου κατά την ''Ημέρα της Κρίσης'', αφού ο τελευταίος (με τις πράξεις του) είναι που αποφασίζει εν ζωή, αν θα περάσει ''αλώβητος'' μετά θάνατον στον Παράδεισο ή ''καιόμενος'' στο πυρ της Κολάσεως, γιατί διάλεξε την ευδαιμονία και την ανεύθυνη και αμαρτωλή διαδρομή στην επίγεια ζωή του (βλ. Ευθύμιος Ζιγαβηνός, λόγιος και θεολόγος: ''Πανοπλία Δογματική'', 12ος αιώνας, έργο που γράφτηκε κατά παραγγελία του Αλέξιου Α' Κομνηνού [1048/1056 -1118], αυτοκράτορα του Βυζαντίου).